του Χρήστου Στοϊκου, Δικηγόρου*
Το έγκλημα της έκθεσης
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 306 ΠΚ ꞉ «1. Όποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και όποιος αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο που το έχει στην προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει, ή ένα πρόσωπο που ο ίδιος υπαίτια τραυμάτισε, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. 2. Αν η πράξη προκάλεσε στον παθόντα꞉ α) βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών, β) θάνατο, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη.».
Στο άρθρο 306 ΠΚ τυποποιούνται δύο βασικά εγκλήματα έκθεσης (η έκθεση υπό στενή έννοια και η έκθεση υπό ευρεία έννοια) και δύο εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα ή χαρακτηριζόμενα εγκλήματα (η έκθεση που έχει ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη και η έκθεση που έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο – θανατηφόρα έκθεση).
Ειδικότερα,
το έγκλημα της έκθεσης, το οποίο είναι έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης μπορεί να τελεσθεί με δύο τρόπους ꞉ α) με την έκθεση άλλου, έτσι ώστε να καταστεί
αυτός αβοήθητος (έκθεση με την στενή έννοια) και β) με την άφεση αβοήθητου ενός
προσώπου που ο δράστης έχει υπό την προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το
διατρέφει και να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει ή ενόςπροσώπου που ο ίδιος
τραυμάτισε υπαίτια (έκθεση με την ευρεία έννοια που αποτελεί γνήσιο έγκλημα παραλείψεως)[1]. Πρόκειται
για έγκλημα διαζευκτικώς ή υπαλλακτικώς
μικτό, υπό την έννοια ότι οι
διαφορετικοί τρόποι τέλεσής του συνιστούν απλά δυνατότητες διάπραξης ενός και
του αυτού εγκλήματος, οπότε αν πραγματωθούν και οι δύο τρόποι τέλεσης (έκθεση
άλλου και άφεση αβοήθητου προσώπου)εναντίον του ίδιου φορέα του έννομου αγαθού,
ήτοι του ίδιου προσώπου, εφόσον δεν έχει μεσολαβήσει ειρήνευση του έννομου
αγαθού, ένα έγκλημα έκθεσης τελείται, χωρίς να παράγεται συρροή εγκλημάτων[2].Κατ’ άλλη
άποψη, ορθότερη, παράγεται συρροή εγκλημάτων, η οποία, όμως, είναι πραγματική
φαινομενική και αίρεται με βάση την αρχή
της διάζευξης[3].
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στη νομική θεωρία[4] προστατευόμενο
έννομο αγαθό είναι μόνο η ανθρώπινη ζωή. Αντίθετα, στη νομολογία
γίνεται δεκτό ότι μαζί με τη ζωή προστατεύεται και το έννομο αγαθό της
σωματικής ακεραιότητας και υγείας[5].
Έκθεση υπό στενή έννοια
(ά. 306 παρ. 1 περ. α΄ ΠΚ)
Για
την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της έκθεσης υπό στενή έννοια απαιτείται꞉ α) έκθεση, β) αβοήθητη θέση, γ) κίνδυνος ζωής και δ)
αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην πράξη προσβολής και στο
αποτέλεσμα, που είναι η περιέλευση του παθόντος σε κίνδυνο ζωής και θέση
αβοήθητη. Το έγκλημα της έκθεσης υπό στενή έννοια είναι κοινό, καθώς δράστης δύναται να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο και ουσιαστικό ή αποτελέσματος, καθώς η συμπεριφορά του δράστη πρέπει να προκαλέσει
στον παθόντα συγκεκριμένο κίνδυνο ζωής και συναφώς να τον καταστήσει αβοήθητο[6]. Ως εκ
τούτου, το αποτέλεσμα συνίσταται όχι σε βλάβη αλλά σε συγκεκριμένη
διακινδύνευση του έννομου αγαθού της ζωής, που διαπιστώνεται όταν πράγματι
επήλθε ο κίνδυνος[7]. Μάλιστα, η
πηγή του κινδύνου μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία ή και να
δημιουργήθηκε από τον ίδιο τον δράστη[8].
Ως προς την έννοια της φράσης «εκθέτει άλλον» έχουν διατυπωθεί δύο βασικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη[9], έκθεση υπάρχει όταν ο δράστης με θετική ενέργεια μεταφέρει – μετατοπίζει – μετακινεί (με την έννοια της τοπικής – χωροταξικής μετατόπισης) τον παθόντα από μία σχετικά ασφαλή θέση, στην οποία βρίσκεται, σε άλλη, σχετικά ανασφαλή, περιάγοντάς τον έτσι σε status εξαιρετικά ελαττωμένης ασφάλειας και σε κίνδυνο ζωής (π.χ. ο δράστης μεταφέρει έναν μεθυσμένο και αναίσθητο κατά τη διάρκεια της νύκτας έξω από το κέντρο διασκέδασης και τον εγκαταλείπει στο πεζοδρόμιο δίπλα σε κεντρικό δρόμο από όπου διέρχονται οχήματα με μεγάλη ταχύτητα / η μητέρα εγκαταλείπει το βρέφος της τυλιγμένο με μια κουβέρτα μπροστά από τη θύρα μιας οικίας ή στα σκαλοπάτια της εκκλησίας μια παγερή νύχτα του χειμώνα). Σύμφωνα, όμως, με την δεύτερη και ορθότερη άποψη[10] για την περιαγωγή του παθόντος σε κατάσταση ελαττωμένης ασφάλειας που προξενεί (συγκεκριμένο) κίνδυνο για το έννομο αγαθό της ζωής του, με απόρροια αυτός να καθίσταται αβοήθητος, δεν απαιτείται απαραίτητα η τοπική – χωροταξική του μετατόπιση, αλλά αρκεί απλώς η αλλαγή των «τοπικών σχέσεων» του με τον εξωτερικό κόσμο. Και τούτο διότι δεν υφίσταται διαφορά απαξίας ανάμεσα στην τοποθέτηση του παθόντος σε μια ανασφαλή θέση και στην δημιουργία μιας ανασφαλούς θέσης στο σημείο που ήδη βρίσκεται ο παθών[11]. Αρκεί, δηλαδή, ότι ο δράστης ενεργεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να στερεί στον παθόντα τη δυνατότητα να προσεγγίσει μια σχετικά ασφαλή θέση ή στερεί από τον παθόντα πρόσωπα ή αντικείμενα, με απόρροια να καθιστά την θέση, στην οποία ήδη βρίσκεται, ανασφαλή ή «μεταφέρει» τον κίνδυνο στην σχετικά ασφαλή θέση, στην οποία βρίσκεται ο παθών, καθιστώντας αυτήν σχετικά ανασφαλή και περιάγοντάς τον έτσι, χωρίς τοπική μετατόπιση, σε κατάσταση ελαττωμένης ασφάλειας και σε κίνδυνο ζωής[12]. Συνεπώς, έκθεση με την στενή έννοια τελεί ο δράστης και στην περίπτωση που «μεταφέρει» μια πηγή κινδύνου στην σχετικά ασφαλή θέση που βρίσκεται ο παθών, καθιστώντας αυτήν σχετικά ανασφαλή και περιάγοντας τοιουτοτρόπως τον παθόντα σε κινδυνώδη κατάσταση ελαττωμένης ασφάλειας και σε θέση αβοήθητη(λ.χ Ο δράστης βάζει φωτιά στο σπίτι του παθόντος έχοντας δόλο ως προς την φθορά της ιδιοκτησίας, παράλληλα, όμως, προβλέπει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται την δημιουργία κίνδυνου για τη ζωή του παθόντος, όχι όμως και τον θάνατο του /καταστρέφει ή αφαιρείτο φάρμακο εισπνοών από τον παθόντα που πάσχει από άσθμα και έχει την άμεση ανάγκη αυτού και έτσι τον εκθέτει σε κίνδυνο ζωής, άνευ τοπικής μετατόπισης / καταστρέφει την σκάλα σε ένα σπίτι που έπιασε φωτιά. Στις περιπτώσεις αυτές, ο δράστης δημιουργεί μια πηγή συγκεκριμένου κινδύνου και περιάγει τον παθόντα σε θέση αβοήθητη, χωρίς να τον μετατοπίζει - μετακινεί από μια θέση σε άλλη. Αν, όμως, ο δράστης είχε και δόλο βλάβης της ζωής του παθόντος, έστω και ενδεχόμενο, βλέπε τα όσα αναφέρονται στην ενότητα υπ’ αριθμ. 4).
Συμπερασματικά, η
αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκθεσης υπό στενή έννοια στοιχειοθετείται,
όταν με θετική ενέργεια (ή παράλειψη) του δράστη το θύμα μεταφέρεται-μετατοπίζεται
από μια σχετικά ασφαλή θέση σε άλλη σχετικά ανασφαλή ή όταν ο δράστης «μεταφέρει»
τον κίνδυνο και δημιουργεί συνθήκες ελαττωμένης ασφάλειας στη θέση που ήδη
βρίσκεται το θύμα και έτσι εκτίθεται σε κίνδυνο η ζωή του, χωρίς να απαιτείται
τοπική μετατόπισή του[13].Είναι,
λοιπόν, δυνατή η δημιουργία κινδύνου για κάποιο πρόσωπο χωρίς αυτό απαραίτητα να
μετατοπίζεται από μια θέση σε άλλη.
Προσέτι, δεν είναι απαραίτητο
η προηγούμενη θέση του παθόντος να ήταν απόλυτα ασφαλής, αρκεί να ήταν σχετικά
ασφαλής και η νέα θέση να είναι λιγότερο ασφαλής[14].
Επομένως, η στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της έκθεσης υπό στενή
έννοια είναι δυνατή ακόμα και αν ο παθών κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης
βρίσκεται ήδη σε κίνδυνο ζωής, ήτοι σε μία σχετικά ανασφαλή θέση και ο δράστης
τον περιάγει με θετική ενέργεια ή παράλειψη σε μία περισσότερο ανασφαλή θέση,
επιτείνοντας τοιουτοτρόπως τον κίνδυνο για τη ζωή του (π.χ ένας ανήλικος
βρίσκεται πλησίον φλεγόμενης οικίας και συνεπώς η θέση του δεν είναι ασφαλής
και ο δράστης τον μετακινεί σε πλησιέστερο σημείο στην φωτιά). Εν προκειμένω, ο
δράστης επιτείνει - επαυξάνει τον κίνδυνο για το έννομο αγαθό της ζωής του
παθόντος[15]. Θέτει,
δηλαδή, σε κίνηση έναν κίνδυνο εντονότερο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό από
εκείνον που ήδη απειλεί τη ζωή του παθόντος.
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη[16],
η έκθεση (υπό στενή και υπό ευρεία έννοια) είναι έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, διότι και στους δύο τρόπους τέλεσης
της αναφέρεται ο όρος «αβοήθητος». Συνεπώς, ο κίνδυνος πρέπει να είναι υπαρκτός
και συγκεκριμένος, διότι για να καταστεί ένα πρόσωπο αβοήθητο και να χρειάζεται
να του παρασχεθεί βοήθεια, είναι πρόδηλο ότι αυτό το πρόσωπο κινδυνεύει
πραγματικά[17]. Αν δεν
έχει δημιουργηθεί ακόμα ο κίνδυνος δεν μπορεί να θεωρηθεί ένα πρόσωπο αβοήθητο.
Ο κίνδυνος δεν αποτελεί αυτοτελώς στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως, αλλά
καθιερώνεται ως τέτοιο, διότι αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της αβοήθητης
κατάστασης. Δηλαδή, δεν είναι αρκετό ότι ένα άτομο κινδυνεύει, αλλά πρέπει να
κινδυνεύει από κίνδυνο τέτοιας εντάσεως, ώστε να μη μπορεί να βοηθήσει
αυτοδυνάμως τον εαυτό του και να μην αναμένεται με βεβαιότητα, ούτε να
πιθανολογείται σφοδρά η παροχή από αλλού της αναγκαίας βοήθειας[18].
Περαιτέρω, ο κίνδυνος ως μέγεθος αντικειμενικό αναμφίβολα πρέπει να υπάρχει
κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης. Η διαπίστωσή του, όμως, γίνεται εκ των
υστέρων με βάση τα αντικειμενικά επιστημονικά δεδομένα που υπάρχουν κατά τον
χρόνο της κρίσης και εκτίμησης της συμπεριφοράς του δράστη[19].
Συνεπώς, για την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως της έκθεσης υπό στενή έννοια απαιτείται να έχει επέλθει πράγματι ο κίνδυνος για τη ζωή του παθόντος και να έχει περιαχθεί αυτός σε θέση αβοήθητη[20] . Ως εκ τούτου για την τελείωση του εγκλήματος απαιτείται ως αποτέλεσμα να καταστεί ο παθών αβοήθητος και δεν αρκεί απλά η πρόκληση του κινδύνου[21]. Η αβοήθητη θέση, στην οποία περιάγεται ο παθών πρέπει να είναι τέτοια, που να αδυνατεί να βοηθήσει τον εαυτό του με τις δικές του δυνάμεις και να μην αναμένεται με ασφάλεια ή έστω με υψηλή πιθανότητα έξωθεν βοήθεια για την αποτροπή του κινδύνου[22],χωρίς να αρκεί η απλή δυνατότητα επέλευσης – πρόκλησης κινδύνου για τη ζωή του παθόντος. Ο κίνδυνος, λοιπόν, για το έννομο αγαθό της ζωής του παθόντος θα πρέπει να έχει πραγματωθεί ήδη και να είναι συγκεκριμένος και δεν αρκεί να είναι απλά επικείμενος. Επικείμενη πρέπει να είναι η βλάβη της ζωής του, ήτοι ο θάνατος[23].
Πολλές φορές, όμως, στη νομολογία[24] αναφέρεται ότι είναι αδιάφορο εάν το θύμα τελικά διασωθεί με την παρέμβαση τρίτων ή από τύχη. Και τούτο, διότι στα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, στα οποία εντάσσεται και η έκθεση, η συμπεριφορά του δράστη εξαντλείται στην πρόκληση του κινδύνου και δεν συνδέεται με την επέλευση της βλάβης. Επομένως, είναι αδιάφορο εάν αναμένεται με βεβαιότητα ή με υψηλή πιθανότητα η παροχή βοήθειας από τρίτο[25].
Συμπερασματικά, ο παθών περιέρχεται σε
θέση αβοήθητη, όταν με την πράξη της έκθεσης δημιουργείται ένας πραγματικός,
υπαρκτός και συγκεκριμένος κίνδυνος ζωής και ο ίδιος ο παθών δε δύναται να
βοηθήσει τον εαυτό του με τις δικές του δυνάμεις ή δεν αναμένεται με ασφάλεια ή
έστω υψηλή πιθανότητα έξωθεν βοήθεια για την αποτροπή του κινδύνου. Σε θέση
αβοήθητη περιέρχεται ο παθών ιδίως όταν αγνοεί τον κίνδυνο, ακριβώς επειδή
δημιουργείται συγκεκριμένος κίνδυνος για τη ζωή του και ο ίδιος, αφού τον
αγνοεί, δε δύναται να τον εξουδετερώσει με τις δικές του δυνάμεις. Ο κίνδυνος,
λοιπόν, για το έννομο αγαθό της ζωής του παθόντος, που προκλήθηκε εξαιτίας της
έκθεσης, θα πρέπει να είναι πραγματικός, συγκεκριμένος, άμεσος και σοβαρός και
εξελισσόμενος αυτοδυνάμως να είναι πρόσφορος-ικανός να οδηγήσει ευθέως και
αμέσως στην προσβολή με βλάβη του έννομου αγαθού της ζωής, ήτοι στον θάνατο, αν η
προέλασή του προς αυτήν δεν ανακοπεί με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε
λόγο, χωρίς να απαιτείται και η επέλευση της βλάβης, δηλαδή ο θάνατος[26].
Εν άλλοις λόγοις, ο κίνδυνος και συναφώς η αβοήθητη θέση, στην οποία περιάγεται
ο παθών, συνίσταται στη δημιουργία όρων με τους οποίους αρχίζει μια αυτοδύναμη
διαδικασία που θα οδηγήσει σε βλάβη του εννόμου αγαθού της ζωής, αν δεν
ανακοπεί με οποιονδήποτε τρόπο[27].
Η νομολογία, όμως, παρά την
πάγια θέση της ότι η έκθεση είναι έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, την
αντιμετωπίζει ως έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης, καθώς δέχεται ότι για την
στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος είναι αδιάφορο αν
επήλθε πράγματι ο κίνδυνος αυτός, αρκούμενη έτσι σε ενδεχόμενο κίνδυνο ζωής ή υγείας[28].
Συνεπώς, σύμφωνα με την άποψη αυτή δεν απαιτείται να προκλήθηκε συγκεκριμένος
και πραγματικός κίνδυνος για τη ζωή του παθόντος, αλλά αρκεί το γεγονός ότι
δημιουργήθηκε η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου για τη ζωή του (έγκλημα δυνητικής
διακινδύνευσης).
Δέον όπως σημειωθεί, ότι αν ο
ίδιος ο παθών επιθυμεί να εκτεθεί στον κίνδυνο, ήτοι συγκατατίθεται στην
διακινδύνευση της ζωής του και τούτο το δηλώνει σαφώς, είτε ρητά είτε
συμπερασματικά από την εν γένει συμπεριφορά του, δεν πληρούται ο όρος «αβοήθητος»
και συναφώς δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική και ως εκ τούτου η ειδική ή
νομοτυπική υπόσταση ή νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της έκθεσης, με απόρροια
η πράξη να μην είναι ούτε κατ’ αρχήν άδικη, αφού αυτός που αρνείται την βοήθεια
δε μπορεί λογικά και γλωσσικά να θεωρηθεί αβοήθητος[29].
Βέβαια σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις της
συγκατάθεσης, ήτοι: α) πρέπει να υπάρχει ικανότητα για συγκατάθεση, β) η
συγκατάθεση να είναι σπουδαία και προϊόν ελεύθερης βουλήσεως, δηλαδή να είναι
γνήσια και απαλλαγμένη ελαττωμάτων, ώστε αφενός το πρόσωπο που εκτίθεται στον
κίνδυνο να έχει πλήρη επίγνωση της σημασίας της πράξης του και των συνεπειών της
και αφετέρου να μην είναι προϊόν πλάνης, απάτης, βίας ή απειλής, γ) προΰπαρξη
αυτής από την προσβολή του έννομου αγαθού και μη ανάκλησή της όσο διαρκεί η
τελευταία, έτσι ώστε να καλύπτει όχι μόνο το αποτέλεσμα, αλλά και αυτή τη
συγκεκριμένη κατά τόπο, χρόνο και περιστάσεις συμπεριφορά του δράστη, δ) η
εξωτερίκευση της συναίνεσης κατά τον χρόνο της συμπεριφοράς του δράστη καθ’
οιονδήποτε τρόπο[30].
Τέλος, η έκθεση υπό στενή έννοια ως έγκλημα ουσιαστικό ή αποτελέσματος (το αποτέλεσμα είναι η περιαγωγή του παθόντος σε θέση αβοήθητη και συναφώς η συγκεκριμένη διακινδύνευση του έννομου αγαθού της ζωής του), μπορεί να τελεσθεί και δια παραλείψεως, όταν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 15 ΠΚ (μη γνήσιο έγκλημα παραλείψεως ή δια παραλείψεως τελούμενο. Προϋπόθεση εφαρμογής της διάταξης του ά. 15 ΠΚ είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης, δηλαδή ειδικής και όχι γενικής υποχρεώσεως του υπαιτίου για ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου, από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου, από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος[31]).
Συνεπώς, η έκθεση υπό στενή έννοια μπορεί να τελεσθεί δια παραλείψεως από τον έχοντα ιδιαίτερη νομική υποχρέωση (απορρέουσα από τον νόμο ή σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, από σύμβαση ή από προγενέστερη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου) να προβεί σε θετική ενέργεια προκειμένου να παρεμποδίσει και να αποτρέψει τη δημιουργία κινδύνου για τη ζωή του παθόντος[32]. Στις περιπτώσεις της δια παραλείψεως τελούμενης έκθεσης από τον έχοντα την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, η παράλειψη της επιβαλλόμενης ενέργειας προς αποτροπή του αξιόποινου αποτελέσματος έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κινδύνου για τη ζωή του παθόντος και όχι τη διατήρησή του σε θέση αβοήθητη[33]. Για παράδειγμα, ο πατέρας δεν εμποδίζει το τέκνο του, που δεν γνωρίζει κολύμπι, να ξανοιχτεί στη θάλασσα / ο πατέρας σπεύδει να διευθετήσει κάποιες δουλειές του και αφήνει το τέκνο του μέσα στο κλειδωμένο και χωρίς κλιματισμό αυτοκίνητο εν μέσω καύσωνα κατά τη θερινή περίοδο / η ιδιωτική νοσοκόμα παραλείπει να δώσει τα απαραίτητα φάρμακα στην ηλικιωμένη που φροντίζει / η μητέρα παραλείπει να δώσει τροφή στο νεογέννητο τέκνο της. Στις τρεις τελευταίες περιπτώσεις, ο υπαίτιος τελεί έκθεση με την στενή έννοια δια παραλείψεως άνευ τοπικής μετατόπισης του θύματος και όχι έκθεση με την ευρεία έννοια, όπου απαιτείται το θύμα να βρίσκεται ήδη σε κατάσταση κινδύνου και σε θέση αβοήθητη, όταν ο δράστης παραλείπει να το βοηθήσει. Στην έκθεση με την ευρεία έννοια το θύμα έχει ήδη περιέλθει σε θέση αβοήθητη και ο δράστης το αφήνει σε αυτήν την κατάσταση, μολονότι έχει υποχρέωση να το βοηθήσει[34]. Εν προκειμένω, τόσο το τέκνο στο δεύτερο και τέταρτο παράδειγμα, όσο και η ηλικιωμένη στο τρίτο παράδειγμα δεν βρίσκονταν ήδη σε κατάσταση κινδύνου και σε θέση αβοήθητη, όταν ο δράστης (πατέρας, ιδιωτική νοσοκόμα, μητέρα) παρέλειψε μια οφειλόμενη ενέργεια. Αντίθετα, ο δράστης, που είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση αποτροπής του κινδύνου της ζωής του παθόντος, δια της παραλείψεώς του δημιούργησε το πρώτον μια πηγή κινδύνου για το θύμα, με απόρροια αυτό να καταστεί αβοήθητο (έτερο το ζήτημα της ύπαρξη υπαιτιότητας για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης). Η συνεχιζόμενη παράλειψη του δράστη και μετά την περιέλευση του παθόντος σε θέση αβοήθητη, εφόσον φυσικά μπορεί να ενεργήσει, στοιχειοθετεί και την αντικειμενική υπόσταση της έκθεσης υπό ευρεία έννοια, αν βεβαίως ο δράστης έχει το θύμα στην προστασία του κ.λπ. Όπως ειπώθηκε, όμως, η έκθεση είναι έγκλημα διαζευκτικώς ή υπαλλακτικώς μικτό και αν πραγματωθούν και οι δύο τρόποι τέλεσης (έκθεση άλλου και άφεση αβοήθητου προσώπου)δεν παράγεται αληθινή συρροή εγκλημάτων, αλλά ένα έγκλημα έκθεσης τελείται. Αν ο υπαίτιος είχε εξ αρχής δόλο διακινδύνευσης τότε θα ευθύνεται για έκθεση με την στενή έννοια δια παραλείψεως τελεσθείσα, διότι, αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, παρέλειψε να αποτρέψει τη δημιουργία κινδύνου για τη ζωή του παθόντος. Εφόσον, όμως, είχε δόλο διακινδύνευσης το πρώτον μετά την πραγμάτωση του κινδύνου και ενώ μπορούσε να τον αποτρέψει, εντούτοις δεν το έπραξε, θα ευθύνεται για έκθεση με την ευρεία έννοια, που τυποποιείται στο νόμο ως γνήσιο έγκλημα παραλείψεως[35](στο ανωτέρω παράδειγμα, αν ο πατέρας δεν είχε εξ αρχής δόλο διακινδύνευσης, αφήνοντας το τέκνο του στο αυτοκίνητο, αλλά είχε αφότου δημιουργήθηκε ο κίνδυνος για τη ζωή του τέκνου του και παρέλειψε να τον αποτρέψει, ενώ μπορούσε, θα ευθύνεται για έκθεση με την ευρεία έννοια).
Υποκειμενική υπόσταση
Για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της έκθεσης υπό στενή έννοια απαιτείται ο δράστης να εμφορείται από δόλο διακινδύνευσης, ήτοι να γνωρίζει και να θέλει ή έστω να αποδέχεται ότι με τη συμπεριφορά του ο παθών περιάγεται σε κατάσταση κινδύνου και σε θέση αβοήθητη. Αρκεί και ενδεχόμενος δόλος, δηλαδή ο δράστης να προβλέπει ως ενδεχόμενο και να αποδέχεται την δημιουργία κίνδυνου ή την επίταση του ήδη υπάρχοντος κινδύνου για τη ζωή του παθόντος, όχι όμως και τον θάνατο του, γιατί αν συμβαίνει το δεύτερο, τότε δεν υπάρχει το έγκλημα της έκθεσης, αλλά της απόπειρας ανθρωποκτονίας ή της τετελεσμένης ανθρωποκτονίας[36].
Σχετικά με τον ενδεχόμενο δόλο τα βουλεύματα ΣυμβΑΠ 1304/2003 και ΣυμβΑΠ 500/2003, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, αναφέρουν꞉ «Κατά την έννοια δε του άρθρου 27 παρ.1 εδ. β΄ του ΠΚ ενδεχόμενος δόλος συντρέχει, όταν ο δράστης γνωρίζει ότι από τη συμπεριφορά του ενδέχεται να παραχθεί συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται με την έννοια ότι το επιδοκιμάζει ή πάντως συμβιβάζεται με αυτό, έστω και αν δεν επιθυμεί την επέλευση τούτου προκειμένου να επιτύχει κάποιον άλλο σκοπό του.».
Επίσης, σύμφωνα με την ΑΠ 552/2011, www.areiospagos.gr꞉ «Κατά τις διατάξεις των άρθρων 27 παρ.1β και 28 του ΠΚ, με ενδεχόμενο δόλο πράττει όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα περιστατικά που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης και το αποδέχεται, ενώ με ενσυνείδητη αμέλεια πράττει όποιος πρόβλεψε μεν ως δυνατό το αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι τόσο στον ενδεχόμενο δόλο όσο και στην ενσυνείδητη αμέλεια είναι κοινό το γνωστικό στοιχείο του δράστη, δηλαδή η πιθανολόγηση της επελεύσεως του αποτελέσματος (η γνώση του ενδεχομένου της επελεύσεως που αναφέρει η διάταξη για τον ενδεχόμενο δόλο, είναι το ίδιο με την πρόβλεψη της δυνατότητας της επελεύσεως που αναφέρει η διάταξη για την ενσυνείδητη αμέλεια), διαφέρει όμως το βουλητικό στοιχείο, γιατί στον ενδεχόμενο δόλο ο δράστης αποδέχεται το ενδεχόμενο επέλευσης του αποτελέσματος, ενώ στην ενσυνείδητη αμέλεια δεν το αποδέχεται, αλλά πιστεύει ότι δεν θα επέλθει το αποτέλεσμα αυτό. Επειδή τόσο η αποδοχή του ενδεχομένου επελεύσεως του αποτέλεσματος, όσο και η πίστη αποφυγής αυτού ανάγονται κυρίως στον εσωτερικό κόσμο του δράστη, υπάρχει αποδεικτική δυσχέρεια για την κατάφαση της μιας ή της άλλης μορφής υπαιτιότητας. Γι’ αυτό λαμβάνονται υπόψη συγκεκριμένα κριτήρια διάκρισης, τέτοια δε κριτήρια που λειτουργούν προς την κατεύθυνση του ενδεχόμενου δόλου είναι, μεταξύ άλλων, το υψηλό αντικειμενικό ποσοστό επικινδυνότητας της πράξης, η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδίωκε ο δράστης με τη συμπεριφορά του, οι δηλώσεις του δράστη πριν κατά ή μετά την πράξη, οι προηγούμενες σχέσεις μεταξύ δράστη και θύματος, η λήψη μέτρων από το δράστη για την αυτοπροστασία του και η μετέπειτα συμπεριφορά του.»[37].
Δέον όπως σημειωθεί ότι, σύμφωνα
με την ορθότερη άποψη[38],η ελπίδα, η απλή ευχή ή επιθυμία
του δράστη να μην επέλθει το προβλεπόμενο απ’ αυτόν ως ενδεχόμενο εγκληματικό
αποτέλεσμα, εντάσσονται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου και όχι στο πεδίο της
ενσυνείδητης αμέλειας, για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται πίστη περί μη επελεύσεως του
εγκληματικού αποτελέσματος. Τούτο διότι, η συνέχιση της κινδυνώδους
δραστηριότητας, έστω και με την ελπίδα αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος,
καταδεικνύει ότι σπουδαιότερη για το δράστη είναι η επίτευξη του τελικού σκοπού
του, παρά η διαφύλαξη του εννόμου αγαθού, του οποίου πιθανολογείται η βλάβη.
Αιτιώδης σύνδεσμος
Ανάμεσα στην πράξη του δράστη και στο
αποτέλεσμα που επήλθε, δηλαδή στην περιέλευση του παθόντος σε θέση αβοήθητη,
πρέπει να υπάρχει αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος σύμφωνα με την κρατούσα
στην νομική θεωρία και νομολογία θεωρία του
ισοδυνάμου των όρων (conditiosinequanon).
Μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος, που
θεωρείται ότι υπάρχει, υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος, στη μεν έκθεση υπό στενή
έννοια δι’ ενεργείας τελεσθείσας, όταν μπορούμε να φανταστούμε ότι, αν δεν
λάμβανε χώρα η ενέργεια του δράστη, τότε το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, δηλαδή η
κατάσταση κινδύνου δεν θα επερχόταν, στην έκθεση υπό στενή έννοια δια
παραλείψεως τελεσθείσας, όταν μπορούμε να φανταστούμε ότι, αν ο δράστης δεν
παρέλειπε την οφειλόμενη ενέργειά του, η δημιουργία κατάστασης κινδύνου θα είχε
αποτραπεί[39].
2.3. Απόπειρα
Απόπειρα είναι νοητή στην
έκθεση υπό στενή έννοια, αφότου ο δράστης ενεργήσει ή παραλείψει, δεν
δημιουργήθηκε όμως ο κίνδυνος για τη ζωή του παθόντος και δεν έχει ακόμη
καταστεί αυτός αβοήθητος. Κατά την ορθότερη άποψη απόπειρα είναι δυνατή και στην
έκθεση υπό ευρεία έννοια, ακόμη και αν η τελευταία είναι έγκλημα γνήσιας
παραλείψεως (κατά την κρατούσα άποψη δε νοείται απόπειρα στα εγκλήματα γνήσιας
παραλείψεως)[40] .
Έκθεση υπό ευρεία έννοια (ά. 306
παρ. 1 περ. β΄ ΠΚ)
Ο δεύτερος τρόπος τέλεσης του
εγκλήματος της έκθεσης (έκθεση με την ευρεία έννοια) είναι γνήσιο έγκλημα παραλείψεως (αφού η συμπεριφορά περιγράφεται ευθέως
στο νόμο ως παράλειψη), διαρκές και τυπικό ή συμπεριφοράς (αφού ο κίνδυνος
προϋπάρχει της παράλειψης του δράστη και συνεπώς δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμά
της. Εν προκειμένω δεν απαιτείται μεταβολή της υπάρχουσας κατάστασης του
παθόντος από τον δράστη, αλλά αρκεί η εγκατάλειψη του στην ήδη υπάρχουσα κατάσταση
κινδύνου)[41].
Στοιχειοθετείται, όταν ο
δράστης αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο που το έχει στην προστασία του ή που έχει
υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει, ή ένα πρόσωπο
που ο ίδιος τραυμάτισε υπαίτια, δηλαδή δεν παύει ή δεν εξουδετερώνει τον
κίνδυνο που ήδη απειλεί τη ζωή του προσώπου, χωρίς να ενδιαφέρει το πώς
περιήλθε το θύμα σε αυτήν την θέση. Σε αντίθεση με την έκθεση υπό στενή έννοια,
εδώ το θύμα βρίσκεται ήδη σε κατάσταση κινδύνου και σε θέση αβοήθητη, χωρίς και
πάλι να είναι πιθανή από αλλού η βοήθειά του[42].Συνεπώς,
η παράλειψη της οφειλόμενης ενέργειας του δράστη έπεται της δημιουργίας
κινδύνου και της αβοήθητης κατάστασης του θύματος ή άλλως η αβοήθητη θέση προϋπάρχει
της παράλειψης. Δηλαδή, η παράλειψη θα πρέπει να υπάρξει, ενώ το θύμα είναι ήδη
αβοήθητο, ήτοι κινδυνεύει πραγματικά η ζωή του και δεν μπορεί να βοηθήσει το
ίδιο τον εαυτό του ή δεν αναμένεται με ασφάλεια ή έστω υψηλή πιθανότητα έξωθεν
βοήθεια για την αποτροπή αυτού του κινδύνου[43].
Δεν απαιτείται η αβοήθητη θέση του θύματος να προκλήθηκε από την παράλειψη του
δράστη, χωρίς, όμως, τούτο να αποκλείεται. Στην αυτή την περίπτωση η παράλειψη
του δράστη στοιχειοθετεί την αντικειμενική υπόσταση της έκθεσης υπό ευρεία
έννοια, αφότου το θύμα καταστεί αβοήθητο. Συνεπώς, αν δια της παραλείψεώς του δράστη
κατέστη ο παθών το πρώτον αβοήθητος, ακόμα και χωρίς τοπική μετατόπιση και ο
δράστης είχε εξ αρχής δόλο διακινδύνευσης, στοιχειοθετείται η νομοτυπική
υπόσταση της έκθεσης υπό στενή έννοια δια παραλείψεως τελεσθείσας. Η
συνεχιζόμενη παράλειψη του δράστη να εξουδετερώσει τον κίνδυνο που ήδη απειλεί
τη ζωή του παθόντος και μετά την περιαγωγή του σε θέση αβοήθητη, στοιχειοθετεί
και την νομοτυπική υπόσταση της έκθεσης υπό ευρεία έννοια που είναι έγκλημα
γνήσιας παραλείψεως. Επειδή, όμως, η έκθεση είναι έγκλημα διαζευκτικώς ή
υπαλλακτικώς μικτό, ένα έγκλημα έκθεσης τελείται και εν προκειμένω η έκθεση υπό
στενή έννοια δια παραλείψεως τελεσθείσα. Αν, όμως, ο δράστης εμφορείται από
δόλο διακινδύνευσης το πρώτον μετά την δημιουργία του κινδύνου και αφήνει το
θύμα αβοήθητο, ενώ μπορούσε να αποτρέψει τον κίνδυνο, τελεί έκθεση με την
ευρεία έννοια[44].
Περαιτέρω, για την πραγμάτωση
της αντικειμενικής υπόστασης της έκθεσης υπό ευρεία έννοια δεν είναι απαραίτητο
να εγκαταλειφθεί, με την έννοια του τοπικού χωρισμού, το θύμα αβοήθητο, αλλά αρκεί
να αφεθεί τούτο αβοήθητο[45],
ούτε απαιτείται επιδείνωση της αβοήθητης θέσης, στην οποία ήδη βρίσκεται το
θύμα, ως αποτέλεσμα της παράλειψης[46].
Σε κάθε περίπτωση η βοήθεια που παρέχει ο δράστης πρέπει να είναι κατάλληλη και
πρόσφορη για την αποτροπή του κινδύνου που απειλεί τη ζωή του παθόντος.
Συνεπώς, εάν ο δράστης βοηθήσει μεν τον παθόντα, αλλά με ακατάλληλο τρόπο, θα
ευθύνεται και πάλι για το έγκλημα της έκθεσης υπό ευρεία έννοια[47].
Πρόκειται για έγκλημα ιδιαίτερο (delictumproprium), αφού ο δράστης της παράλειψης πρέπει να έχει το θύμα
στην προστασία του ή έχει υποχρέωση να το διατρέφει ή να το περιθάλπει ή να το
μεταφέρει ή ο ίδιος το τραυμάτισε υπαίτια, απαιτείται δηλαδή η ύπαρξη κάποιας
ιδιαίτερης σχέσης μεταξύ δράστη και θύματος[48].
Και μάλιστα γνήσιο ιδιαίτερο (η
συμμετοχή στο έγκλημα αυτό κρίνεται βάσει του άρθρου 49 παρ. 1 ΠΚ), διότι η
ιδιαίτερη σχέση δράστη και παθόντος δεν επαυξάνει απλώς, αλλά θεμελιώνει το
πρώτον το αξιόποινο[49].
Η υποχρέωση προστασίας,
διατροφής, περίθαλψης ή μεταφοράς του παθόντος μπορεί να στηρίζεται στον νόμο
(σχέσεις γονέων και τέκνων), σε σύμβαση (π.χ ιδιωτική νοσοκόμα, babysitter, ιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό) ή σε προηγούμενη
εκούσια ενέργεια του δράστη προερχόμενη από αγαθοεργό διάθεση, από την οποία defactoέχει δημιουργηθεί σχέση προστασίας (πχ ανάληψη έκθετου
βρέφους από το δρόμο, ανάληψη μεταφοράς τραυματία)[50].
Στην πρώτη περίπτωση (ο δράστης έχει υπό
την προστασία του το θύμα) ο δράστης έχει ήδη αναλάβει την προστασία του
θύματος και παρόλα αυτά, όταν δημιουργείται ο κίνδυνος για τη ζωή του, το
αφήνει αβοήθητο[51] (π.χ Η
νοσοκόμα έχει ήδη αναλάβει την προστασία και φροντίδα του ασθενούς και ενώ ο
τελευταίος έπαθε σοβαρή κρίση άσθματος, παραλείπει να του δώσει το απαραίτητο
φάρμακο προκειμένου να εξουδετερώσει τον κίνδυνο / Η ιδιωτική νοσοκόμα χορηγεί κατά
λάθος άλλο φάρμακο που αντενδείκνυται για την πάθηση της ηλικιωμένης, την οποία
φροντίζει. Μόλις, όμως, αντιλήφθηκε, ένεκα των επιπλοκών που παρουσίασε η υγεία
της ηλικιωμένης, ότι της χορήγησε λάθος φάρμακο, παρέλειψε να την μεταφέρει στο
νοσοκομείο ή να καλέσει ασθενοφόρο, πιστεύοντας, ότι οι επιπλοκές αυτές δεν
είναι ικανές να οδηγήσουν στον θάνατο / Η μητέρα που έχει στην προστασία το νεογέννητο
τέκνο της, ενώ το τελευταίο παρουσίασε πολύ υψηλό πυρετό, το άφησε άνευ
ιατρικής φροντίδας, παραλείποντας έτσι να άρει τον κίνδυνο που ήδη απειλούσε τη
ζωή του τέκνου της / Ιατρός νοσοκομείου, ο οποίος είχε ήδη αναλάβει την
περίθαλψη ασθενούς, παραλείπει να προβεί στις απαραίτητες εξετάσεις, αν και ο
ασθενής διαμαρτυρόταν εντόνως για ισχυρούς πόνους στο στήθος και για αδιαθεσία.
Στις περιπτώσεις αυτές, ο δράστης δια της παραλείψεώς του δεν δημιούργησε το
πρώτον τον κίνδυνο για τη ζωή του παθόντος. Ο παθών ήδη βρισκόταν σε κατάσταση
κινδύνου και σε θέση αβοήθητη και ο δράστης δια της παραλείψεώς του δεν
εξουδετέρωσε τον κίνδυνο αυτόν, ως όφειλε).
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, ο δράστης ενώ
όφειλε να αναλάβει εμπράκτως την προστασία του θύματος, δεν έχει επιληφθεί
ακόμη του προστατευτικού του έργου και παρά το γεγονός ότι έχει ήδη ανακύψει ο
κίνδυνος, δεν σπεύδει να τον εξουδετερώσει[52]
(π.χ η νοσοκόμα, ενώ έχει συμφωνήσει να αναλάβει την προστασία και φροντίδα του
ασθενούς, δεν εμφανίζεται για να την αναλάβει εμπράκτως / ασθενής μεταφέρεται
στο νοσοκομείο με συμπτώματα εμφράγματος και ο εφημερεύων ιατρός παραλείπει, αν
και αντιλήφθηκε την κρίσιμη κατάσταση του ασθενούς, να τον περιθάλψει). Επίσης,
το έγκλημα της έκθεσης υπό τη μορφή αυτή στοιχειοθετείται και με τον
τραυματισμό κάποιου υπαίτια(με δόλο ή αμέλεια) και την εγκατάλειψη από πρόθεση
του τραυματισθέντος αβοήθητου. Βέβαια, ο τραυματισμός του παθόντος πρέπει να
είναι τέτοιας εντάσεως που να δημιουργεί πράγματι κίνδυνο ζωής (δεν αρκεί μια
απλή σωματική βλάβη)[53].
Σύμφωνα, μάλιστα, με την ορθότερη άποψη, αλλά μάλλον μη κρατούσα, η έκθεση υπό
ευρεία έννοια στοιχειοθετείται και στην περίπτωση που ο τραυματισμός του
παθόντος δεν είναι τελικά άδικος, διότι συντρέχει κάποιος λόγος άρσης του
αδίκου (λ.χ άμυνα)[54].
Άλλωστε, σκοπός της άμυνας είναι μόνον η απολύτως αναγκαία προσβολή του
επιτιθέμενου προκειμένου να αποτραπεί η βλάβη των έννομων αγαθών του αμυνόμενου
ή τρίτου και όχι η περιαγωγή του σε κατάσταση κινδύνου.
Υποκειμενική υπόσταση
Για την στοιχειοθέτηση της
υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος απαιτείται να έχει ο δράστης δόλο, έστω
και ενδεχόμενο, να γνωρίζει δηλαδή ότι ο παθών βρίσκεται ήδη σε κατάσταση
κινδύνου για τη ζωή του και να θέλει ή έστω να αποδέχεται να παραλείψει να
προβεί στη λυτρωτική για τον παθόντα ενέργεια, οσάκις ο δράστης έχει υποχρέωση
να εξουδετερώνει τον κίνδυνο που ήδη απειλεί τη ζωή του παθόντος (Βλ. ενδεικτ.
ΑΠ 1530/2008, www.areiospagos.gr). Ο δόλος
ενέχει τη γνώση του δράστη, ότι υπαιτίως τραυμάτισε και τη θέληση να αφήσει
αβοήθητο τον τραυματισθέντα (ΣυμβΑΠ 1408/2009, wwwareiospagos.gr).
Θανατηφόρα έκθεση και έκθεση
που είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη (ά. 306
παρ. 2 ΠΚ)
Στην δεύτερη παράγραφο του
άρθρου 306 ΠΚ τυποποιούνται δύο εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα ή
χαρακτηριζόμενα εγκλήματα και πιο συγκεκριμένα η έκθεση (υπό στενή ή υπό ευρεία
έννοια) που έχει ως περαιτέρω αποτέλεσμα την πρόκληση στον παθόντα βαριάς
σωματικής βλάβης και η έκθεση (υπό στενή ή υπό ευρεία έννοια) που έχει ως
περαιτέρω αποτέλεσμα τον θάνατο του παθόντος (θανατηφόρα έκθεση). Υποκειμενικά
απαιτείται, εκτός από δόλο (έστω και ενδεχόμενο) για το βασικό έγκλημα της
έκθεσης και τουλάχιστον αμέλεια του δράστη για την επέλευση του βαρύτερου
αποτελέσματος του θανάτου ή της βαριάς σωματικής βλάβης (Στον προϊσχύσαντα ΠΚ το
βαρύτερο αποτέλεσμα θα έπρεπε να οφείλεται αποκλειστικά και μόνο σε αμέλεια. Με
βάση την ισχύουσα πλέον διάταξη του άρθρου 29 ΠΚ είναι δυνατόν το αποτέλεσμα τούτο
να καλύπτεται και από δόλο του δράστη. Η αλλαγή αυτή κρίνεται απόλυτα ορθή
προκειμένου να αντιμετωπιστούν περιπτώσεις δόλου ως προς το βαρύτερο
αποτέλεσμα, όπου η λύση της συρροής οδηγούσε σε κραυγαλέες αξιολογικές αντινομίες).
Ειδικότερα, για την
στοιχειοθέτηση του εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος της έκθεσης
απαιτείται το βασικό έγκλημα της έκθεσης (υπό στενή ή υπό ευρεία έννοια) να
έχει τελεσθεί με δόλο (διακινδύνευσης), έστω και ενδεχόμενο και το επελθόν
βαρύτερο αποτέλεσμα της βαριάς σωματικής βλάβης ή του θανάτου να οφείλεται
τουλάχιστον σε αμέλεια, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια (άρθρο 29 ΠΚ). Μάλιστα, απαιτείται
η ύπαρξη αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της εκθέσεως ως αιτίας και
της βαριάς σωματικής βλάβης ή του θανάτου ως αποτελέσματος[55].
Δηλαδή, το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα της βαριάς σωματικής βλάβης ή του
θανάτου θα πρέπει να είναι άμεση συνέπεια της επικίνδυνης συμπεριφοράς που
θεμελιώνει το βασικό έγκλημα της έκθεσης και δεν αρκεί μια απλή σώρευση βασικού
εγκλήματος και βαρύτερου αποτελέσματος[56].Συνεπώς,
αν το βαρύτερο αποτέλεσμα της βαριάς σωματικής βλάβης ή του θανάτου δεν
οφείλεται στην έκθεση αλλά σε άλλη αιτία, δε δύναται να στοιχειοθετηθεί έγκλημα
έκθεσης διακρινόμενο εκ του αποτελέσματος, αλλά μόνο το βασικό έγκλημα της
έκθεσης υπό στενή ή ευρεία έννοια [λ.χ αν ο δράστης προξενήσει με δόλο σοβαρή
σωματική βλάβη στον παθόντα και στην συνέχεια τον αφήσει αβοήθητο, μη
αποδεχόμενος το αποτέλεσμα του θανάτου του, και εν τέλει ο παθών πεθάνει εξαιτίας
της σωματικής βλάβης και όχι της έκθεσης - διότι ακόμα και αν μεταφερόταν
εγκαίρως στο νοσοκομείο το αποτέλεσμα του θανάτου ήταν αντικειμενικά
αναπόφευκτο - δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί θανατηφόρα έκθεση, αλλά θανατηφόρα
σωματική βλάβη (ά. 311 εδ. α΄ ή β΄, αναλόγως αν η σωματική βλάβη ήταν απλή,
επικίνδυνη ή βαριά με αναγκαίο ή ενδεχόμενο δόλο ή αν ήταν βαριά με δόλο σκοπού
/ επιδίωξης - θανατηφόρα σκοπούμενη ή επιδιωκόμενη βαριά σωματική βλάβη-) σε πραγματική
αληθινή συρροή (ά. 94 παρ. 1 ΠΚ)με την έκθεση υπό ευρεία έννοια της παρ. 1 του
άρθρου 306 ΠΚ].
Κρίθηκε ότι δεν υπάρχει
αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της έκθεσης και του θανατηφόρου αποτελέσματος, στην
περίπτωση κυβερνήτη ταχύπλοου σκάφους, το οποίο έσυρε θαλάσσιο έλκηθρο και
χωρίς να τηρεί τη νόμιμη απόσταση από την ακτή πραγματοποίησε επικίνδυνους
ελιγμούς, με απόρροια να τραυματισθεί θανάσιμα ο παθών που κολυμπούσε στην
περιοχή, καθώς το αποτέλεσμα του θανάτου ήταν αντικειμενικά αναπόφευκτο, ακόμα
και αν ο δράστης μετέφερε άμεσα τον παθόντα στο νοσοκομείο, ένεκα του ότι τα
τραύματα ήταν θανατηφόρα και δεν μπορούσαν να αντιμετωπισθούν ιατρικώς (ο
κατηγορούμενος παραπέμφθηκε για ανθρωποκτονία από αμέλεια, ΣυμβΠλημΗρακλ
157/2008,ΠοινΧρ 4/2010). Σε κάθε περίπτωση, η στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής
υπόστασης του εγκλήματος της θανατηφόρας έκθεσης μπορεί να αποκλεισθεί με τη
συνδρομή της θεωρίας του αντικειμενικού
καταλογισμού του αποτελέσματος της άδικης πράξης στον δράστη[57],
επειδή το αποτέλεσμα του θανάτου του λουόμενου δεν οφείλεται πράγματι στην
εγκατάλειψή του από τον κυβερνήτη του ταχύπλοου σκάφους αλλά στην αμελή οδήγησή
του, δηλαδή στο επελθόν θανατηφόρο αποτέλεσμα δεν πραγματώθηκε ο κίνδυνος που
έθεσε σε κίνηση ο δράστης με την εγκατάλειψη του παθόντος, αλλά ο κίνδυνος που
έθεσε σε κίνηση με την αρχικά αμελή συμπεριφορά του και επειδή ο θάνατος ήταν
αντικειμενικά αναπόφευκτος, ακόμα και αν ο δράστης επιδείκνυε μετά τον
τραυματισμό του παθόντος τη νόμιμη εναλλακτική συμπεριφορά, μεταφέροντας τον
αμέσως στο νοσοκομείο ή καλώντας το ασθενοφόρο. Μάλιστα, στην συγκεκριμένη
περίπτωση ο δράστης δεν τελεί καν το έγκλημα της έκθεσης υπό ευρεία έννοια, με
απόρροια να είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη η στοιχειοθέτηση της ειδικής ή νομοτυπικής
υπόστασης της θανατηφόρας έκθεσης. Και τούτο διότι το έγκλημα της έκθεσης προσβάλλει
με συγκεκριμένη διακινδύνευση το έννομο αγαθό της ανθρώπινης ζωής, ενώ το βαρύτερο
αποτέλεσμα του θανάτου προσβάλλει με βλάβη την ανθρώπινη ζωή. Όμως η ανθρώπινη
ζωή στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι αποδυναμωμένη, εγγύς του τέλους της και
οποιαδήποτε προσπάθεια προς αποτροπή της επέλευσης της βλάβης της ζωής, ήτοι του
θανάτου, θα ήταν αναποτελεσματική. Εν προκειμένω, δηλαδή, το προστατευόμενο
έννομο αγαθό της ανθρώπινης ζωής είναι ανύπαρκτο, διότι έχει ήδη προσβληθεί με
βλάβη και λογικά δε δύναται να προσβληθεί πλέον με διακινδύνευση. Ως εκ τούτου,
η συμπεριφορά του κυβερνήτη του ταχύπλοου σκάφους είναι άδικη και αξιόποινη
μέχρι και τη στιγμή που προκαλεί από αμέλεια τον τραυματισμό του παθόντος και τον
συνεπεία αυτού θανατηφόρο τραυματισμό του(ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατ’ άρθρο
302 ΠΚ)[58].
Ενόψει των ανωτέρω, αν η
συγκεκριμένη διακινδύνευση της ζωής του παθόντος που προκλήθηκε από την έκθεση μετεξελίχθηκε
σε θάνατο, εφόσον το αποτέλεσμα του θανάτου οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του
δράστη, στοιχειοθετείται η ειδική ή νομοτυπική υπόσταση ή νομοτυπική μορφή του
εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος της θανατηφόρας έκθεσης(άρθρα 29,
306 παρ. 2 περ. β΄ ΠΚ) [Κρίθηκε ότι τέλεσε την πράξη της θανατηφόρας έκθεσης ο κυβερνήτης
ταχύπλοου σκάφους, ο οποίος συγκρούσθηκε με θαλάσσιο τζετ σκι, τραυμάτισε τον
οδηγό του και παρά την πτώση του τελευταίου στην θάλασσα, τον εγκατέλειψε
λιπόθυμο να επιπλέει φορώντας σωσίβιο με το πρόσωπο μέσα στο νερό, παραλείποντας
να τον βοηθήσει να επιζήσει αναστρέφοντας το πρόσωπό του από το νερό, με
απόρροια να επέλθει ο θάνατός του λόγω πνιγμού, Βλ. σχετ. ΣυμβΑΠ 1408/2009, www.areiospagos.gr]. Στην περίπτωση, όμως, που το βαρύτερο αποτέλεσμα
του θανάτου οφείλεται σε δόλο του
δράστη, ήτοι αν ο δράστης δεν είχε μόνο δόλο διακινδύνευσης της ζωής του
παθόντος, αλλά και δόλο βλάβης της, έστω και ενδεχόμενο, θα έχει τελεσθεί και ανθρωποκτονία
με δόλο και μάλιστα δια παραλείψεως (που τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη ή
κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών) από τον έχοντα την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση
να προβεί σε ενέργεια παρεμπόδισης και αποτροπής του θανατηφόρου αποτελέσματος
(άρθρα 15 και 299 παρ. 1 ΠΚ), η οποία θα απορρέει από προγενέστερη επικίνδυνη
ενέργεια του (την έκθεση του παθόντος). Στην περίπτωση αυτή η διάταξη του
άρθρου 299 παρ. 1 ΠΚ θα υπερισχύσει της διάταξης του άρθρου 306 παρ. 1 ΠΚ,
καθώς η συρροή μεταξύ τους είναι κατ’ ιδέαν φαινομενική (και τα δύο εγκλήματα
προσβάλλουν την ίδια μονάδα/όψη/επιφάνεια του έννομου αγαθού της ανθρώπινης ζωής,
το ένα με διακινδύνευση και το άλλο με βλάβη) και αίρεται υπέρ της διάταξης του
άρθρου 299 παρ. 1 ΠΚ είτε δυνάμει της αρχής της απορρόφησης είτε δυνάμει της
αρχής της σιωπηρής επικουρικότητας. Επίσης, υφίσταται κατ’ ιδέαν φαινομενική
συρροή μεταξύ της θανατηφόρας έκθεσης (άρθρα 29, 306 παρ. 2 περ. β΄ ΠΚ,
κάθειρξη έως δέκα έτη) και της ανθρωποκτονίας με πρόθεση/δόλο (άρθρο 299 παρ. 1
ΠΚ, ισόβια κάθειρξη ή κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών), η οποία αίρεται υπέρ της
ανθρωποκτονίας με πρόθεση είτε δυνάμει της αρχής της ρητής επικουρικότητας (βλ.
άρθρο 29 ΠΚ «…εφόσον η πράξη δεν
τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη διάταξη») είτε δυνάμει της αρχής της απορρόφησης.
Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν θα εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 306 παρ. 2
περ. β΄ ΠΚ αλλά η διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 ΠΚ, η οποία τιμωρεί βαρύτερα
την πράξη (βλ. και την αιτιολογική έκθεση στο άρθρο 29 ΠΚ) [59].
Αν για παράδειγμα ο οδηγός ενός αυτοκινήτου, οδηγώντας βράδυ το αυτοκίνητό του με
υπερβολική ταχύτητα εντός κατοικημένης περιοχής, τραυματίσει σοβαρά έναν
διερχόμενο πεζό που προσπαθούσε να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, σταματήσει
και διαπιστώσει ότι πρέπει να μεταφερθεί αμέσως στο νοσοκομείο, αλλιώς
κινδυνεύει να πεθάνει και τελικά φύγει, αδιαφορώντας για τη ζωή του και θέλοντας
να αποφύγει τις συνέπειες του νόμου, εφόσον επέλθει ο θάνατος, θα ευθύνεται για
θανατηφόρα έκθεση (άρθρα 29, 306 παρ. 2περ. β΄ ΠΚ) και συγχρόνως για
ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο δια παραλείψεως τελεσθείσα (άρθρα 15, 299 παρ.
1 ΠΚ) ένεκα της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης που είχε, απορρέουσα από
προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του, να προβεί σε συγκεκριμένη διασωστική
ενέργεια προκειμένου να παρεμποδίσει και να αποτρέψει την επέλευση του
θανατηφόρου αποτελέσματος. Σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν ανωτέρω, στην περίπτωση
αυτή θα υπερισχύσει η διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 ΠΚ, επειδή τιμωρεί βαρύτερα
την πράξη (ακόμα και στην περίπτωση που η ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο
δια παραλείψεως τελεσθείσα τιμωρηθεί δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 15 παρ. 2
και 83περ. α΄ ΠΚ, η επιβλητέα ποινή θα είναι κάθειρξη μέχρι 15 ετών) (βλ.
και άρθρο 29 ΠΚ).Αν, όμως, ο οδηγός δεν αποδέχθηκε τον θάνατο του παθόντος, θα
ευθύνεται για θανατηφόρα έκθεση, επειδή μπορούσε να προβλέψει το αποτέλεσμα του
θανάτου και να το αποφύγει (αμέλεια ως προς τον θάνατο). Εδώ θα εφαρμοσθεί η
διάταξη του άρθρου 306 παρ. 2 περ. β΄ ΠΚ (θανατηφόρα έκθεση ή έκθεση που είχε
ως αποτέλεσμα τον θάνατο από αμέλεια), καθώς ως ειδική διάταξη απωθεί τη γενική διάταξη
του άρθρου 302 ΠΚ[60](κατ’
άλλη άποψη η θανατηφόρα έκθεση απορροφά την
ανθρωποκτονία από αμέλεια[61]).
Τα ίδια θα ισχύουν και αν η
ανθρωποκτονία τελέσθηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής (άρθρο 299 παρ. 2 ΠΚ που
προβλέπει ποινή καθείρξεως 5-15 έτη, βλ. και άρθρο 52 παρ. 2 ΠΚ). Επίσης, αν η
ανθρωποκτονία που επήλθε ως αποτέλεσμα της έκθεσης είναι παιδοκτονία (άρθρο 303 ΠΚ, κάθειρξη έως δέκα έτη), θα υπερισχύσει η
τελευταία, στην περίπτωση που το απειλούμενο πλαίσιο ποινής για την θανατηφόρα
έκθεση (άρθρο 306 παρ. 1 περ. β΄ ΠΚ, κάθειρξη έως δέκα έτη), λόγω της συνδρομής
του στοιχείου της διατάραξης του οργανισμού της μητέρας μετά την ολοκλήρωση του
τοκετού, που μπορεί να φθάσει στο σημείο να μειώσει ουσιωδώς την ικανότητα του καταλογισμού
της (άρθρο 36 ΠΚ), μειωθεί δυνάμει του άρθρου 83 περ. γ΄ ΠΚ σε φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους ή κάθειρξη έως έξι έτη (1-6 έτη έναντι της παιδοκτονίας
5-10 έτη, εφαρμογή άρθρου 29 ΠΚ).
Αν η συγκεκριμένη διακινδύνευση
της ζωής του παθόντος που προκλήθηκε από την έκθεση μετεξελίχθηκε σε βαριά
σωματική βλάβη, εφόσον το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του
δράστη, στοιχειοθετείται η ειδική ή νομοτυπική υπόσταση ή νομοτυπική μορφή του
εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος της έκθεσης που είχε ως
αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη (άρθρα 29, 306 παρ. 2 περ. α΄ ΠΚ). Βέβαια,
στην περίπτωση που ο δράστης έχει δόλο
(αναγκαίο/άμεσο δόλο β΄ βαθμού ή ενδεχόμενο) ως προς τη βαριά σωματική βλάβη,
θα υφίσταται κατ’ ιδέαν φαινομενική συρροή μεταξύ της έκθεσης που είχε ως
αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη (άρθρα 29, 306 παρ. 2 περ. α΄ ΠΚ, φυλάκιση
τουλάχιστον τριών ετών) και της βαριάς σωματικής βλάβης (άρθρο 310 παρ. 1 εδ.
α΄ ΠΚ, φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους) και θα υπερισχύσει δυνάμει της αρχής
της ρητής επικουρικότητας η έκθεση που είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική
βλάβη, διότι τιμωρεί βαρύτερα την πράξη (άρθρο 29 ΠΚ). Αν, όμως, ο δράστης έχει
ως προς τη βαριά σωματική βλάβη δόλο σκοπού (δόλο επιδίωξης / άμεσο δόλο α΄
βαθμού) θα υπερισχύσει δυνάμει της αρχής της ρητής επικουρικότητας η διάταξη
του άρθρου 310 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ (σκοπούμενη ή επιδιωκόμενη βαριά σωματική
βλάβη), καθώς αυτή τιμωρεί βαρύτερα την πράξη (κάθειρξη έως δέκα έτη). Στην περίπτωση
αυτή η σκοπούμενη ή επιδιωκόμενη βαριά σωματική βλάβη(άρθρο 310 παρ. 1 εδ. β΄
ΠΚ) θα συρρέει κατ’ ιδέαν αληθινά με την έκθεση στην βασική της μορφή (άρθρο 306
παρ. 1 ΠΚ)[62].
Τέλος είναι δυνατή και η
απόπειρα στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα (βλ. άρθρο 42 παρ. 3
ΠΚ). Συνεπώς, είναι δυνατή τόσο η απόπειρα έκθεσης που είχε ως περαιτέρω
αξιόποινο αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος (άρθρα 29, 42 παρ. 3,
306 παρ. 2 περ. α΄ ΠΚ), όσο και η απόπειρα έκθεσης που είχε ως περαιτέρω αξιόποινο
αποτέλεσμα τον θάνατο του παθόντος (θανατηφόρα απόπειρα έκθεσης, άρθρα 29, 42
παρ. 3, 306 παρ. 2 περ. β΄ ΠΚ). Επίσης, δυνατή είναι και η συμμετοχή στην εκ
του αποτελέσματος διακρινόμενη έκθεση ή στην απόπειρά της, εφόσον ο συμμέτοχος καλύπτει
με τουλάχιστον αμέλεια το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα όσα ορίζει
το άρθρο 29 ΠΚ [π.χ κάποιος οδηγώντας βράδυ εντός κατοικημένης περιοχής με
υπερβολική ταχύτητα, χτύπησε σοβαρά έναν πεζό. Κατέβηκε με τον συνοδηγό του και
καθώς είδαν το θύμα χτυπημένο, ο συνοδηγός προέτρεψε τον οδηγό να φύγουν,
χωρίς, όμως, να αποδέχονται ως ενδεχόμενο τον θάνατο του παθόντος, καθώς
πίστεψαν ότι κάποιος άλλος οδηγός θα τον περισυλλέξει και θα σωθεί. Πράγματι οι
δράστες έφυγαν με το αυτοκίνητο, ενώ το θύμα πέθανε μετά από 3 ώρες από
αιμορραγία, καθώς έμεινε αβοήθητο. Ο οδηγός θα τιμωρηθεί ως φυσικός αυτουργός
θανατηφόρας έκθεσης (άρθρο 306 παρ. 2 περ. β΄ ΠΚ) και ο συνοδηγός ως ηθικός
αυτουργός στην θανατηφόρα έκθεση (άρθρα 46 παρ. 1, 306 παρ. 2 περ. β΄ ΠΚ), με
ποινή, όμως, ελαττωμένη κατ’ άρθρο 83 ΠΚ, λόγω εφαρμογής του άρθρου 49 παρ. 1
ΠΚ (δεν τραυμάτισε ο ίδιος υπαίτια τον παθόντα / η έκθεση υπό ευρεία έννοια
είναι γνήσιο έγκλημα παραλείψεως].
[1] Βλ. Ι. Αναστασοπούλου σε꞉ Α. Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία
κατ’ άρθρο, Τόμος ΙΙ (Άρθρα 235-473), εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2014, σελ. 2354, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εγκλήματα κατά
προσωπικών αγαθών, 4η έκδοση, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2020, σελ. 97, ΑΠ
1530/2008, ΣυμβΑΠ 1362/2010, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ.
[2] Βλ. Ι. Αναστασοπούλου σε꞉ Α. Χαραλαμπάκη,
όπ.π., σελ. 2354, Γ. Μπέκα, Η
προστασία της ζωής και της υγείας στον Ποινικό Κώδικα, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, 2004,
σελ. 209, Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, τεύχος Α΄, 1974, σελ. 68.
[3] Βλ. Χρ. Σατλάνη, Εισαγωγή στο Ποινικό
Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2η έκδοση, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2019, σελ. 456 επ., ενώ
σύμφωνα με την Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου,
όπ.π., σελ. 109, η φαινομενική συρροή αίρεται με βάση την αρχή της συγχώνευσης.
[4] Βλ. ενδεικτ. Γ. Μπέκα, όπ.π., σελ. 208, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., σελ.
96, Αλ. Κωστάρα,
Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Ειδικού Μέρους (άρθρα 134-410 ΠΚ), 4ηεκδοση,
εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2014, σελ. 810.
[5] Βλ. ενδεικτ. ΑΠ
721/2009, ΣυμβΑΠ 1222/2010, ΑΠ 649/2017, ΑΠ 1759/2019, άπασες δημ. σε www.areiospagos.gr.
[6] Βλ. Γ. Μπέκα, όπ.π., σελ. 209.
[7] Βλ. Χρ. Σατλάνη, Εισαγωγή στο Ποινικό
Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, 2η έκδοση, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2019, σελ. 235.
[8]Βλ. Γ. Μπέκα, όπ.π., σελ. 210, Αλ. Κωστάρα,
όπ.π., σελ. 813.
[9] Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, όπ.π., σελ. 68, Ε.
Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., σελ. 98.
[10] Βλ. Γ. Μπέκα, όπ.π. σελ. 210 επ., Αλ. Κωστάρα, όπ.π., σελ. 812, Χρ. Σατλάνη, όπ.π., σελ. 235.
[11] Βλ. Ι. Αναστασοπούλουσε꞉ Α. Χαραλαμπάκη,
όπ.π., σελ. 2356,Γ. Μπέκα,όπ.π. σελ.
212.
[12] Βλ. Γ. Μπέκα, όπ.π. σελ. 210.
[13] Βλ. ενδεικτ. ΑΠ
1530/2008, ΣυμβΑΠ 1222/2010, www.areiospagos.gr.
[14] Βλ. Αλ. Κωστάρα, όπ.π., σελ. 812, Γ.
Μπέκα, όπ.π., σελ. 209.
[15] Βλ. Ε. Συμεωνίδου- Καστανίδου, όπ.π., σελ.
98, Χρ.
Σατλάνη, όπ.π., σελ. 235.
[16] Βλ. ενδεικτ. Γ. Μπέκα, όπ.π., σελ. 205-206, 212,Αλ. Κωστάρα, όπ.π., σελ. 813,Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., σελ.
97.
[17] Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., σελ.
97.
[18] Βλ.
ΣυμβΠλημμΜυτιλ 63/1995, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ.
[19] Βλ. Αλ. Κωστάρα, όπ.π., σελ. 813, Γ.
Μπέκα, όπ.π., σελ. 213.
[20] Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, όπ.π., σελ. 69.
[21] Βλ. Ι. Αναστασοπούλουσε꞉ Α. Χαραλαμπάκη,
όπ.π., σελ. 2357.
[22]Βλ. ΣυμβΑΠ
332/2000, ΣυμβΑΠ 1503/2002, ΑΠ 65/2007, ΑΠ 1530/2008, ΑΠ 721/2009, ΣυμβΑΠ
1408/2009, ΣυμβΑΠ 1362/2010, ΑΠ 649/2017, ΑΠ 1759/2019, άπασες δημ. σε
ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ.
[23] Βλ. Γ. Μπέκα, όπ.π., σελ. 212.
[24] Βλ. ενδεικτ.
ΣυμβΑΠ 1371/2006, ΣυμβΑΠ 1959/2006, ΣυμβΑΠ 1222/2010, ΑΠ 838/2020,
www.areiospagos.gr, ΣυμβΠλημμΜυτιλ
63/1995, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ.
[25] Έτσι και η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., σελ.
99, σύμφωνα με την οποία, αβοήθητο είναι το πρόσωπο, όταν δεν είναι σε θέση να
βοηθήσει το ίδιο τον εαυτό του. Είναι αδιάφορο αν στον τόπο του εγκλήματος
υπάρχει ή αναμένεται άλλο πρόσωπο που μπορεί να προσφέρει τη βοήθειά του.
[26] Ανάλογα Αλ. Κωστάρας, όπ.π., σελ.813, Ε. Συμεωνίδου- Καστανίδου, όπ.π., σελ.
99, Γ. Μπέκας, όπ.π., σελ. 213.
[27] Βλ. ενδεικτ.
ΣυμβΑΠ 1371/2006, ΣυμβΑΠ 1222/2010, www.areiospagos.gr.
[28]Βλ. ενδεικτ. ΑΠ
467/1991, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΑΠ 1661/2004, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΑΠ 65/2007, ΣυμβΑΠ
1408/2009, ΣυμβΑΠ 1362/2010, ΑΠ 1759/2019, άπασες δημ. σε www.areiospagos.gr.
[29] Βλ. Γ. Μπέκα, όπ.π., σελ. 215, Ι.
Αναστασοπούλουσε꞉ Α. Χαραλαμπάκη, όπ.π., σελ. 2367-2368.
[30] Για τις
προϋποθέσεις της συναίνεσης (ως ειδικού λόγου άρσης του αδίκου) και της
συγκατάθεσης (ως λόγου αποκλεισμού της στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής
υπόστασης ενός εγκλήματος, οπότε στην περίπτωση αυτή η πράξη δεν είναι ούτε
αρχικά άδικη) βλ. αναλυτικά Χρ.
Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Τόμος Ι, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα,
2007, σελ. 519 επ., Αλ. Κωστάρα, Ποινικό Δίκαιο, Έννοιες & Θεσμοί του Γενικού
Μέρους, 2η έκδοση, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2016, σελ. 417 επ.
[31]ΑΠ 1371/2006, ΑΠ 1530/2008, www.areiospagos.gr.
[32] Βλ. Ι. Αναστασοπούλουσε꞉ Α. Χαραλαμπάκη,
όπ.π., σελ. 2357, Ν. Ανδρουλάκη, όπ.π., σελ. 70, Αλ.
Κωστάρα, Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Ειδικού
Μέρους (άρθρα 134-410 ΠΚ), 4η έκδοση, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2014,
σελ. 813-814,
Γ. Μπέκα, όπ.π., σελ. 215 επ., Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου,όπ.π., σελ. 98,
Χρ. Σατλάνη, όπ.π., σελ. 235-236,
ΣυμβΑΠ 1362/2010, www.areiospagos.gr.
[33] Βλ. Χρ. Σατλάνη, όπ.π., σελ. 236.
[34] Βλ. Αλ. Κωστάρα, όπ.π., σελ. 814
[35]Πρβλ. Γ. Μπέκα, όπ.π., σελ. 216, contra η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου,όπ.π., σελ. 98,
σύμφωνα με την οποία έκθεση υπό στενή έννοια δια παραλείψεως τελεσθείσα είναι
δυνατή μόνον στην περίπτωση που ο δράστης, ο οποίος έχει ιδιαίτερη νομική
υποχρέωση, παραλείπει να παρεμποδίσει
τον παθόντα να μετακινηθεί από μία σχετικά ασφαλή θέση σε άλλη σχετικά ανασφαλή.
[36] Βλ. ενδεικτ. ΑΠ
721/2009, ΣυμβΑΠ 1362/2010, www.areiospagos.gr.
[37]Για τους ενδείκτες του ενδεχόμενου δόλου ως
μορφής υπαιτιότητας και ψυχικής στάσης (εσωτερικού γεγονότος) βλ. αναλυτικά σε Χρ. Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό
Μέρος, Τόμος Ι, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, 2007, σελ. 259-260, Χρ. Σατλάνη, Εισαγωγή στο Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2η έκδοση,
εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2019, σελ. 244 επ. Από τη νομολογία βλ. ενδεικτ. ΣυμβΑΠ 1913/2010,
ΑΠ 217/2018, www.areiospagos.gr.
[38] Βλ. ενδεικτ. Χρ. Μυλωνόπουλο, όπ.π., σελ. 269, Αρ. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη Ποινικού
Δικαίου, Τόμος I, εκδ. Π.Ν Σάκκουλα, σελ. 372 επ., Αλ. Κωστάρα, Ποινικό Δίκαιο, Έννοιες & Θεσμοί του Γενικού
Μέρους, 2η έκδοση, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2016, σελ. 488-489. Από τη νομολογία
ΑΠ 1530/2008, www.areiospagos.gr ̇ contraΣυμβΑΠ
337/2010, www.areiospagos.gr. Περαιτέρω, για την διάκριση του ενδεχόμενου δόλου
από την ενσυνείδητη αμέλεια και για τις επιμέρους θεωρίες που έχουν διατυπωθεί
βλ. αναλυτικά σε Χρ. Μυλωνόπουλο,
όπ.π., σελ. 249 επ.
[39]Πρβλ. ΣυμβΑΠ
1362/2010, www.areiospagos.gr.
[40] Βλ. Αλ. Κωστάρα, Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή
Ειδικού Μέρους (άρθρα 134-410 ΠΚ), 4η εκδοση, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2014, σελ.
818, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π.,
σελ. 104-105, Γ. Μπέκας, όπ.π., σελ. 225 επ, με διαφορετική επιχειρηματολογία
έκαστος.
[41]Βλ. ενδεικτ. Γ. Μπέκα, όπ.π., σελ. 218, Αλ. Κωστάρα, όπ.π., σελ. 814. Κατ’ άλλη
άποψη πρόκειται για έγκλημα αποτελέσματος
(Βλ. ενδεικτ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου,
όπ.π., σελ. 102, Ν. Ανδρουλάκη,
όπ.π., σελ. 71, υποσημ. 16). Πάγια η άποψη της νομολογίας ότι πρόκειται για έγκλημα αποτελέσματος (Βλ. ενδεικτ. ΣυμβΑΠ
1959/2006,ΣυμβΑΠ 65/2007, ΑΠ 721/2009,
www.areiospagos.gr).
[42] Βλ. ενδεικτ.
ΣυμβΑΠ 332/2000, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΑΠ 65/2007, ΑΠ 721/2009, www.areiospagos.gr.
[43] Βλ. Γ. Μπέκα, όπ.π., σελ. 221
[44]Πρβλ.Γ. Μπέκα, όπ.π., σελ. 216, 221.
[45] Βλ. ενδεικτ. ΣυμβΑΠ
65/2007, ΑΠ 721/2009, www.areiospagos.gr.
[46] Βλ. Γ. Μπέκα, όπ.π., σελ. 221.
[47] Βλ. Αλ. Κωστάρα, όπ.π., σελ. 816.
[48] Βλ. Γ. Μπέκα, όπ.π., σελ. 218, Αλ. Κωστάρα, όπ.π., σελ. 811.
[49] Βλ. Γ. Μπέκα, όπ.π., σελ. 218, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., σελ.
103.
[50] Βλ. Ι. Αναστασοπούλουσε꞉ Α. Χαραλαμπάκη,
όπ.π., σελ. 2360-2361.
[51] Βλ. Ι. Αναστασοπούλουσε꞉ Α. Χαραλαμπάκη,
όπ.π., σελ. 2360-2361, Γ. Μπέκα,
όπ.π., σελ. 219, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., σελ. 99.
[52] Βλ. Ι. Αναστασοπούλουσε꞉ Α. Χαραλαμπάκη,
όπ.π., σελ. 2360-2361, Γ. Μπέκα,
όπ.π., σελ. 219, Ν. Ανδρουλάκη,
όπ.π., σελ. 72.
[53] Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., σελ.
100.
[54] Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., σελ.
100, contra,
Γ. Μπέκας, όπ.π., σελ. 221, Αλ. Κωστάρας, όπ.π., σελ. 815.
[55] Βλ. ΣυμβΑΠ
1362/2010, www.areiospagos.gr.
[56] Βλ. Χρ. Σατλάνη, Εισαγωγή στο Ποινικό
Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2η έκδοση, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2019, σελ.
121-122.
[57]Για την θεωρία
του αντικειμενικούκαταλογισμού βλ. αναλυτικά σε Χρ. Σατλάνη, όπ.π., σελ. 290 επ.,
Χρ. Μυλωνόπουλο, όπ.π., σελ.
195 επ.
[58]Πρβλ.Χρ. Σατλάνη, Εισαγωγή στο Ποινικό
Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, 2η έκδοση, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2019, σελ. 241.
[59]Πρβλ. Χρ. Σατλάνη, όπ.π., σελ. 237.
[60] Βλ. Χρ. Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό
Μέρος, Τόμος ΙΙ, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, 2008, σελ. 372.
[61]Βλ. Γ. Μπέκα, όπ.π., σελ. 286, Ι.
Αναστασοπούλουσε꞉ Α. Χαραλαμπάκη, όπ.π., σελ. 2372, με περαιτέρω παραπομπές
σε νομική θεωρία και νομολογία.
[62]Πρβλ. Χρ. Σατλάνη, όπ.π., σελ. 237.
Σχόλια