του Γιώργου Καζολέα, Δικηγόρου
Οι συνταρακτικές αποκαλύψεις απεχθών σεξουαλικών εγκλημάτων φέρνουν στο φως τις αδυναμίες του ποινικού συστήματος της χώρας που αποδεικνύεται συστηματικά ανεπαρκές στο να προστατέψει τα θύματα αυτού του είδους των αδικημάτων και ιδιαίτερα «βολικό» για να απαλλάσσονται οι δράστες.
Οι διατάξεις περί παραγραφής των σεξουαλικών αδικημάτων χρησιμοποιούνται στην πράξη ως εργαλείο για την ατιμωρησία των δραστών και την αποσιώπηση των αξιόποινων πράξεων τους, με αποτέλεσμα τη βύθιση των πράξεων αυτών στη λήθη, σε αντίθεση με το τραύμα του θύματος που παραμένει επώδυνα ενεργό.
Για τα κακουργηματικού χαρακτήρα σεξουαλικά εγκλήματα, όπως ο βιασμός του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα, η παραγραφή επέρχεται 15 χρόνια από την τέλεση της πράξης ενώ για τα αντίστοιχα πλημμελήματα, μετά από 5 έτη από την τέλεση της πράξης. Ωστόσο, στα σεξουαλικά αδικήματα, όπου απαιτείται η άσκηση έγκλησης από τον παθόντα/παθούσα, το αδίκημα παραγράφεται σε περίπτωση που παρέλθει 3μηνο από την τέλεση της πράξης και δεν υποβληθεί έγκληση από το θύμα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η προθεσμία παραγραφής των κακουργημάτων που στρέφονται κατά ανηλίκου, αναστέλλεται μέχρι την ενηλικίωση του θύματος[1].
Στο άρθρο 344 ΠΚ, προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις του άρθρου 343 στοιχεία α` και β` ΠΚ για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση του παθόντος. Πρόκειται για το αδίκημα της κατάχρησης σε γενετήσια πράξη, σύμφωνα με το οποίο, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή τιμωρούνται: α) όποιος υποχρεώνει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, με κατάχρηση σχέσης εργασιακής εξάρτησης οποιασδήποτε φύσης, και β) όποιος υποχρεώνει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, εκμεταλλευόμενος την άμεση ανάγκη του να εργασθεί.
Επίσης σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, στις περιπτώσεις των άρθρων 336 (βιασμός) και 343 στοιχείο γ` (κατάχρηση σε γενετήσια πράξη που τελούν διορισμένοι ή οπωσδήποτε εργαζόμενοι σε φυλακές ή άλλα κρατητήρια, σε αστυνομικές υπηρεσίες, σε σχολές, παιδαγωγικά ιδρύματα, νοσοκομεία, κλινικές ή κάθε είδους θεραπευτικά καταστήματα ή σε άλλα ιδρύματα), η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, αλλά αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας μπορεί να απόσχει οριστικά από την ποινική δίωξη ή, αν αυτή έχει ασκηθεί, να εισαγάγει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο μπορεί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη.
Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι η παραγραφή του αξιοποίνου στα σεξουαλικά εγκλήματα είναι πολύ σύντομη και το σημείο εκκίνησης του χρόνου της έχει τεθεί εσφαλμένα στην ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Ιδίως δε για τα αδικήματα, στα οποία απαιτείται έγκληση του παθόντος, η 3μηνη προθεσμία από την τέλεση της πράξης είναι ελάχιστος χρόνος όταν πρόκειται για αδικήματα τέτοιας φύσης.
Σύμφωνα με τον Γερμανικό Ποινικό Κώδικα, το σημείο εκκίνησης του χρόνου παραγραφής για τα σεξουαλικά εγκλήματα τοποθετείται στην συμπλήρωση του τριακοστού (30ού) έτους του θύματος[2]. Ειδικότερα πρόκειται κυρίως για τα εξής αδικήματα:
- Σεξουαλική κακοποίηση παιδιών και ανηλίκων
- Βιασμός
- Σεξουαλική κακοποίηση υπό δικαστική συμπαράσταση προσώπου
- Σεξουαλική κακοποίηση κρατουμένων, ασθενών και ιδρυματικών ατόμων
- Σεξουαλική κακοποίηση με κατάχρηση θέσης
- Σεξουαλική κακοποίηση με κατάχρηση σχέσης θεραπευτικής, συμβουλευτικής ή σχέσης περίθαλψης
Σημειώνεται μάλιστα, ότι η ίδια ρύθμιση για την
μεταγενέστερη έναρξη της παραγραφής ισχύει και για τα αδικήματα του
ακρωτηριασμού γυναικείων γεννητικών οργάνων, κακομεταχείρισης υπό δικαστική
συμπαράσταση προσώπου και εξαναγκασμού σε γάμο.
O λόγος μιας τέτοιας νομοθέτησης είναι ότι πρέπει να δοθεί στο θύμα ο αναγκαίος χρόνος για τη συνειδητοποίηση και επεξεργασία της πράξης που έχει υποστεί ώστε να είναι σε θέση να απευθυνθεί στη δικαιοσύνη. Με αυτόν τον τρόπο, ο νομοθέτης λαμβάνει υπόψη επίσης το γεγονός ότι υπάρχει συχνά οικονομική εξάρτηση του θύματος από το δράστη αλλά και ότι το τραύμα που δημιουργείται στο θύμα το αποτρέπει από την καταγγελία ακόμα και αρκετά μετά την ενηλικίωση του[3].
Δεν είναι όμως μόνο αυτοί οι λόγοι που μπορεί να εμποδίζουν την εξωτερίκευση, από το θύμα, των πράξεων που έχει υποστεί. Πέραν της οικονομικής εξάρτησης, σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει επαγγελματική ή οικογενειακή εξάρτηση. Επίσης ο κοινωνικός στιγματισμός , η αμφισβήτηση του αληθούς της καταγγελίας, η πίεση που ασκεί η οικογένεια του θύματος να μην προβεί στην καταγγελία, ο φόβος ότι θα ‘κλείσουν πόρτες’ στην επαγγελματική εξέλιξη του θύματος, αναστέλλουν την απόφαση προσφυγής στη δικαιοσύνη.
Καθώς υπάρχουν με βεβαιότητα πολλά θύματα που παραμένουν σιωπηλά, αποτελεί άμεση αναγκαιότητα η νομοθετική τροποποίηση και στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα των διατάξεων της παραγραφής των σεξουαλικών εγκλημάτων, κυρίως με τη χρονική μετατόπιση της έναρξης του χρόνου παραγραφής των αδικημάτων αυτών πολύ αργότερα από τον χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης.
[3] Schönke/Schröder/Bosch, 30.
Aufl. 2019, StGB § 78b Rn. 3, 3a
Σχόλια