Αμοιβή δικηγόρου: Ορισμένο του δικογράφου - Δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο ο ακριβής χρόνος διενέργειας των εργασιών του δικηγόρου (ΑΠ)
«Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ. 2 και 216 παρ. 1 στοιχ. α και β του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 837/2019, ΑΠ 1864/2011, ΑΠ 329/2007 σχετ. ΑΠ 862/2015, AΠ 291/2015).
Περαιτέρω η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια της αγωγής κατά την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμο κρίνοντας αυτήν ως αόριστη ή αντίθετα αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία κρίνοντας αυτήν ως ορισμένη. Πρόκειται δηλαδή και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση ή όχι νομικής αοριστίας της αγωγής (ή της ένστασης) (σχετ. ΟλΑΠ 18/1998, ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 515/2016, ΑΠ 991/2014, ΑΠ 57/2005). Η αοριστία, όμως, της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική, όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο σύμφωνα με το άρθ. 216 παρ. 1 στοιχ. α` και β` ΚΠολΔ στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, ή ποιοτική, όταν γίνεται απλά επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς ν` αναφέρονται τα θεμελιούντα την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου πραγματικά περιστατικά. Στις περιπτώσεις αυτές η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθ. 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ (ΑΠ 180/2016, ΑΠ 34/2015, ΑΠ 1192/2012, ΑΠ 220/2012, ΑΠ 1125/2011).
Ειδικότερα όμως, εάν πρόκειται για αγωγή περί καταβολής αμοιβής, αποζημιώσεων ή/και εξόδων που δικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 677-681 του ΚΠολΔ), το δικόγραφο αυτής πρέπει επί πλέον να περιέχει, σύμφωνα με το άρθρο 680 του ιδίου Κώδικα [το οποίο από 1ης Ιανουαρίου 2016 έχει εμμέσως, πλην σαφώς, καταργηθεί με το τέταρτο άρθρο του Ν. 4335/2015, εφόσον δεν περιελήφθη αντίστοιχη διάταξη στον ΚΠολΔ, αλλά εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης αγωγής - ΑΠ 1251/2018, ΑΠ 441/2016], εκτός από όσα ορίζονται στο άρθρο 216 του ΚΠολΔ, και πίνακα που αναγράφει λεπτομερώς τις αιτούμενες αμοιβές ή τις αποζημιώσεις και τα έξοδα. Κάθε εργασία ή πράξη πρέπει να αναγράφεται χωριστά και απέναντί της ιδιαιτέρως η αμοιβή ή η αποζημίωση και τα έξοδα που έχουν καταβληθεί και μετά την απαρίθμησή τους πρέπει να αναγράφεται το άθροισμα των αμοιβών ή των αποζημιώσεων και των δικαστικών εξόδων.
Μάλιστα, αν κάποιο ποσό έχει προκαταβληθεί, πρέπει, σε συμμόρφωση προς το καθήκον της αληθείας (άρθ. 116 του ΚΠολΔ), να αναγράφεται αυτό κάτω από το άθροισμα [έστω και στο σύνολό του] και να αφαιρείται, ώστε να σημειώνεται το εναπομένον ποσό, του οποίου η πληρωμή διώκεται με την αγωγή (ΑΠ 441/2016). Αυτονόητη προϋπόθεση της εφαρμογής της ως άνω διάταξης του άρθρου 680 του ΚΠολΔ είναι η αγωγή να αφορά την επιδίωξη επί μέρους αξιώσεων για αμοιβές ή αποζημιώσεις ή έξοδα από μερικότερες εργασίες ή πράξεις εκ μέρους του δικαιούχου (δικηγόρου, συμβολαιογράφου, μηχανικού, ιατρού κλπ), το συνολικό άθροισμα των οποίων αποτελεί και το αντικείμενο της ανοιγείσας με την αγωγή δίκης, οπότε έχει έννοια κατά νόμο η παράθεση του προαναφερόμενου πίνακα.
Αντιθέτως, η διάταξη αυτή (άρθ. 680 του ΚΠολΔ) δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής στην περίπτωση της σύμβασης εργολαβίας δίκης, που συνάπτεται κατ' εφαρμογή των άρθρων 92 παρ.3 και 5 εδ. α` του κατά τον κρίσιμο χρόνο έχοντος εφαρμογή Κώδικα των Δικηγόρων (Ν.Δ/μα 3026/1954), ήτοι της συμφωνίας εκείνης που συνάπτεται μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέως του και εξαρτά την καταβολή της αμοιβής ή το είδος αυτής από την επιτυχή έκβαση της δίκης ή από το αποτέλεσμα της εργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη αίρεση, υπό τον ρητά διατυπούμενο σε αυτήν όρο, προς άρση κάθε αμφιβολίας, ότι σε περίπτωση αποτυχίας ο δικηγόρος δεν θα δικαιούται να λάβει αμοιβή. Και ναι μεν στην ως άνω παρ. 5 εδ. α' του ως άνω άρθρου (92 του Κώδικα των Δικηγόρων) γίνεται λόγος περί ανάληψης υποχρέωσης προς διεξαγωγή δίκης μέχρι τελεσιδικίας και έλλειψης δικαιώματος αμοιβής σε περίπτωση αποτυχίας, το αυτό όμως πρέπει να ισχύσει και στην περίπτωση συμφωνίας μεταξύ δικηγόρου και εντολέως του που εξαρτά την αμοιβή από το αποτέλεσμα της εργασίας του δικηγόρου, ανεξάρτητα από τη διεξαγωγή ή μη δίκης, διότι και στην περίπτωση αυτή συντρέχει ο ίδιος λόγος, δηλαδή η προστασία της νομικής συμπαράστασης και βοήθειας από δικηγόρο χάριν του γενικότερου συμφέροντος (ΑΠ 396/2017, ΑΠ 1239/2003).
Στην περίπτωση λοιπόν της κατάρτισης σύμβασης εργολαβίας δίκης, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία διώκεται η επιδίκαση της αμοιβής μετά την επιτυχή περάτωση της ανατεθείσας στο δικηγόρο εργασίας αρκεί στο οικείο δικόγραφο να διαλαμβάνονται: α) η συμφωνία μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέως του για την κατάρτιση σύμβασης εργολαβίας δίκης και το αντικείμενο αυτής, με περαιτέρω μνεία του ρητώς συμφωνηθέντος όρου ότι σε περίπτωση αποτυχίας ο δικηγόρος δεν θα δικαιούται να λάβει την αμοιβή, β) το ύψος της αμοιβής με μνεία του συμφωνηθέντος ποσοστού επί του αντικειμένου της δίκης ή της αναληφθείσας εργασίας και της αξίας αυτών μετά την ολοκλήρωση της ανατεθείσας εργασίας και γ) η επιτυχής τελεσίδικη επίλυση της διαφοράς με τη δικαίωση του εντολέα ή η επιτυχής ολοκλήρωση της ανατεθείσας εργασίας με τη διενέργεια των αναγκαίων προς τούτο δικαστικών ή εξώδικων πράξεων εκ μέρους του δικηγόρου (σχετ. ΑΠ 598/2017, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 57/2005).
Αντιθέτως στις περιπτώσεις εκείνες που δεν έχει καταρτισθεί σύμβαση εργολαβίας δίκης, ούτε έχει συναφθεί καθαρά άνευ αιρέσεως συμφωνία μεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου ως προς το ύψος της οφειλομένης στον τελευταίο αμοιβής, σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 1 του Κώδικα των Δικηγόρων σε συνδυασμό με το άρθρο 91 παρ.1 αυτού ή όπου η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία προβλέπει αμοιβή κατώτερη των ελάχιστων ορίων ή όπου η συμφωνηθείσα αμοιβή καθορίσθηκε στην προβλεπόμενη από τα άρθρα 98 επ. του Κώδικα των Δικηγόρων ελαχίστη αμοιβή σε ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης ή της δικαιοπραξίας ή του είδους της διεκπεραιωθείσας εργασίας, για το ορισμένο της αγωγής του δικηγόρου πρέπει στο οικείο δικόγραφο να διαλαμβάνεται: α) η συμφωνία των διαδίκων για ανάθεση της εντολής στο δικηγόρο και το αντικείμενο αυτής, β) οι όροι αυτής για το ύψος της συμφωνηθείσας αμοιβής στα ανωτέρω πλαίσια ή η μνεία ότι δεν υπήρξε μεταξύ των μερών συμφωνία ως προς το ύψος της οφειλομένης αμοιβής, γ) η εκτέλεση της εντολής αυτής με την διενέργεια των αναγκαίων για τη διεκπεραίωση της ανατεθείσας εντολής δικαστικών και εξώδικων πράξεων από τον δικηγόρο που πρέπει να διαλαμβάνονται λεπτομερώς στο οικείο δικόγραφο και δ) η αναγραφή της αξίας του αντικειμένου της δίκης ή της αξίας της δικαιοπραξίας ή του είδους της διεκπεραιωθείσας εργασίας σε συνάρτηση με τις επί μέρους διαδικαστικές ενέργειες στις οποίες προέβη ο δικηγόρος, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της οφειλόμενης εκάστοτε ελάχιστης αμοιβής και η αναφορά της οφειλομένης για κάθε επί μέρους ενέργεια αμοιβής, με βάση τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα των δικηγόρων ελάχιστα όρια (ΑΠ 1251/2018, ΑΠ 441/2016, ΑΠ 556/2009), με παράθεση αυτών στον προβλεπόμενο από το άρθρο 680 του ΚΠολΔ πίνακα.
Ομοίως για το ορισμένο της αγωγής επιδίκασης των εξόδων, στα οποίο προέβη ο δικηγόρος για την εκτέλεση της εντολής, πρέπει στο οικείο δικόγραφο να αναγράφονται λεπτομερώς κατ' είδος και δαπάνη αυτά σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες προέβη ο δικηγόρος για τη διεκπεραίωση της εντολής, με παράθεση αυτών στον προβλεπόμενο από το άρθρο 680 του ΚΠολΔ πίνακα. Αν τυχόν με την αγωγή διώκεται η καταβολή μεγαλύτερου ποσού σε σχέση με το προκύπτον με βάση τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα περί Δικηγόρων ελάχιστα όρια για επί μέρους ενέργειες στις οποίες προέβη ο δικηγόρος, λόγω της επιστημονικής εργασίας, του είδους της διεκπεραιωθείσας υπόθεσης, του καταναλωθέντος χρόνου, της σπουδαιότητας της διαφοράς και των ιδιαζουσών περιστάσεων κατ' εφαρμογή του άρθρου 98 του Κώδικα περί δικηγόρων, πρέπει να γίνεται μνεία και των στοιχείων αυτών στο οικείο αγωγικό δικόγραφο.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, δεν αποτελεί όμως αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής, ο ακριβής χρόνος διενεργείας των επί μέρους εργασιών του δικηγόρου στο πλαίσιο εκτέλεσης της ανατεθείσας σε αυτόν εντολής ή ο χρόνος περάτωσης των σχετικών εργασιών (ΑΠ 1881/1987 σχετ. ΑΠ 568/1999, ΑΠ 1439/1990). Και τούτο, διότι, πλην εξαιρέσεων που δεν αφορούν την προκείμενη διαφορά, κρίσιμο για την επιδίκαση της δικηγορικής αμοιβής είτε στο πλαίσιο σύμβασης εργολαβίας δίκης, είτε με βάση τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα περί Δικηγόρων ελάχιστα όρια, είναι η επιτυχής ολοκλήρωση της εκτέλεσης της ανατεθείσας εντολής (στην πρώτη περίπτωση) ή η εκτέλεση των αναγκαίων για τη διεκπεραίωση της ανατεθείσας υπόθεσης επί μέρους δικαστικών και εξώδικων πράξεων από τον δικηγόρο (στη δεύτερη περίπτωση), είναι δε αδιάφορος ο συγκεκριμένος χρόνος που εκτελέσθηκαν οι επί μέρους εργασίες εκ μέρους του δικηγόρου ή ο συγκεκριμένος χρόνος περάτωσης αυτών". (areiospagos.gr)
Σχόλια