Πλαστογραφία με παραποίηση του βαθμού απολυτηρίου - Έλλειψη αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης (ΑΠ)
“Από τη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 1 και 3 του Π.Κ., όπως αυτή τροποποιήθηκε με το Νόμο 4619/2019 και ισχύει από την 1-7-2019 (άρθρο δεύτερο του Νόμου αυτού), και εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, ως επιεικέστερη ουσιαστική ποινική διάταξη, κατ' άρθρο 2 παρ. 1 του Π.Κ., προκύπτει ότι "1. Όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ίδιου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο που κατά προορισμό χρησιμεύει για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. 3. Με φυλάκιση τιμωρείται όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πτυχίο ή κάθε πιστοποιητικό γνώσεων ή δεξιοτήτων, η νοθεύει γνήσιο ή κάνει χρήση αυτών, με σκοπό να καταλάβει θέση εργασίας ή να διεκδικήσει βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα".
Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, η οποία ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, συντρέχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν.
Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και, όταν η αιτιολογία είναι εντελώς τυπική, προς την οποίαν εξομοιώνεται και εκείνη, που παραπέμπει στα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού. Και ναι μεν το αιτιολογικό μαζί με το διατακτικό της απόφασης, στο οποίο, ως λογικό συμπέρασμα, καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αποτελούν ενιαίο σύνολο και είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωσή τους, πλην όμως η συμπλήρωση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι του σημείου ολικής αναφοράς στα περιστατικά, που αναφέρονται στο διατακτικό της απόφασης, διότι σε τέτοια περίπτωση δεν πρόκειται για συμπλήρωση του σκεπτικού από το διατακτικό αλλά ούτε καν για πιστή αντιγραφή του τελευταίου, οπότε, αν το διατακτικό είναι τόσο αναλυτικό και πλήρες, ώστε να καθίσταται εντελώς περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του αιτιολογικού, η ταύτιση του περιεχομένου σκεπτικού και διατακτικού είναι δυνατό να μην συνιστά έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της υπ' αριθμ. ΘΤ3149/2018 απόφασης του Θ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατά το είδος τους σε αυτήν, έκρινε, κατά πιστή μεταφορά, ότι: "προέκυψε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι η κατηγορούμενη τέλεσε την αξιόποινη πράξη για την οποίαν κατηγορείται, καθόσον αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά, που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας και αφορούν το υπό στοιχείο (Β) του κατηγορητηρίου. Γι' αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχη της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως".
Μετά ταύτα και υπό τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη-αναιρεσείουσα, κατά πιστή μεταφορά, του ότι: "Στις 5-2-2015 για την εγγραφή της στο πτυχιακό πρόγραμμα σπουδών "Σπουδές στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό" της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, συνυπέβαλε μεταξύ άλλων δικαιολογητικών εγγράφων και το υπ' αριθμ. πρωτ: ...9-7-1980 Απολυτήριο του ... Λυκείου …., το οποίο όμως ήταν πλαστό, κατά τα εκτιθέμενα στο υπό στοιχείο (Α) του παρόντος, αφού είχαν παραποιηθεί σ' αυτό ο γενικός βαθμός απόλυσης και η βαθμολογία όλων των μαθημάτων και συγκεκριμένα, αναγράφονταν σ' αυτό, γενικός βαθμός απόλυσης: "Πολύ Καλά Δεκαοκτώ και 8/13 (18 8/13) και διαγωγή Κοσμιωτάτη" με αναλυτική βαθμολογία σε κάθε μάθημα, όπως αυτή ακριβώς ως άνω υπό στοιχείο (Α) αναφέρεται, γεγονός που γνώριζε η κατηγορούμενη, είχε δε σκοπό να παραπλανήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, ως προς την γνησιότητα του εν λόγω εγγράφου και δη αναφορικά με το ότι κατείχε απολυτήριο λυκείου με βαθμό απολυτηρίου 18 και 8/13, είχε δε ξεκινήσει τις σπουδές της στο πτυχιακό πρόγραμμα σπουδών "Σπουδές στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό" της Σχολής Ανθρωπίνων Σπουδών στις 1-10-2015".
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σ' αυτή, με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα, ούτε οι σκέψεις που οδήγησαν το Δικαστήριο στην κρίση του για την ενοχή αυτής και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν, οι δε πιο πάνω ελλείψεις δεν μπορούν να αναπληρωθούν από όσα περιέχονται στο διατακτικό, στο οποίο παραπέμπει καθ' ολοκληρία το σκεπτικό.
Συγκεκριμένα, η προπαρατεθείσα αιτιολογία, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν είναι επαρκής, διότι είναι εντελώς τυπική και δεν πρόκειται περί αλληλοσυμπλήρωσης του αιτιολογικού με το διατακτικό, που προϋποθέτει παράθεση περιστατικών της πράξης στο σκεπτικό, αλλά περιέχει ολική αναφορά και παραπομπή του αιτιολογικού στο διατακτικό της απόφασης, το οποίο, μάλιστα, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, αποτελεί αντιγραφή του κατηγορητηρίου, με το οποίο διατυπώθηκε η σχετική κατηγορία σε βάρος της αναιρεσείουσας. Επομένως, είναι βάσιμος ο σχετικός τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, καθώς και ο αντίστοιχος πρώτος πρόσθετος λόγος αυτής, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, οπότε, κατά παραδοχή των προαναφερόμενων αναιρετικών τούτων λόγων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, αφού παρέλκει πλέον η έρευνα του πρώτου λόγου της ίδιας αίτησης και του τρίτου πρόσθετου λόγου αυτής, περί παραβιάσεως του δεδικασμένου (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ' του Κ.Π.Δ.) και του δεύτερου λόγου αμφοτέρων (αίτησης αναίρεσης και πρόσθετων λόγων αυτής), για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ.)., να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι την είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 522 Κ.Π.Δ.)». (areiospagos.gr)
Σχόλια