του Ηρακλή Μουράβα, δικηγόρου
Η τρέχουσα υγειονομική κρίση της πανδημίας του Covid-19 μεταξύ των μεταβολών που προκάλεσε σε όλο το φάσμα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής είναι και η μεταβολή ως προς τον τρόπο εργασίας πολλών εργαζομένων. Λόγω του αυξημένου κινδύνου μετάδοσης του Κορωνοϊού πολλοί εργαζόμενοι υποχρεώθηκαν από το κράτος να αντικαταστήσουν την εργασία τους δια ζώσης στους επαγγελματικούς χώρους των επιχειρήσεων και να εργάζονται από το σπίτι τους ή από δικό τους επαγγελματικό χώρο.
Η τηλεργασία μολονότι σε πολλές Ευρωπαϊκές Χώρες ήδη είχε εφαρμογή προ της υγειονομικής κρίσης, στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια αν και ως έννοια δεν ήταν ανύπαρκτη, ωστόσο η εφαρμογή της ήταν πολύ περιορισμένη. Αφορούσε συνήθως εργαζομένους γραφείου, που άτυπα σε κάποια μακρόχρονη αναρρωτική άδεια ήταν υποχρεωμένοι να εργασθούν,εργαζόμενες εγκύους, οι οποίες κατά το στάδιο προχωρημένης εγκυμοσύνης απέφευγαν τις μετακινήσεις και εργάζονταν από τον υπολογιστή του σπιτιού τους και τέλος στελέχη κάποιων πολυεθνικών εταιριών, συνήθως προγραμματιστές που έφτιαχναν προγράμματα λογισμικού από δικό τους χώρο, για λογαριασμό των εταιριών που απασχολούνταν. Ακόμη κάποιοι ελεύθεροι επαγγελματίες από δική τους επιλογή εργάζονταν περιστασιακά στο σπίτι τους, σε περιορισμένη όμως κλίμακα.
Με την έλευση της υγειονομικής κρίσης όμως και την απειλή του υγειονομικού κινδύνου της πανδημίας η τηλεργασία καθιερώθηκε και στη χώρα μας σε μεγαλύτερο φάσμα εργασιακών σχέσεων. Για πολλές κατηγορίες εργαζομένων θεσπίστηκε υποχρεωτική τηλεργασία το προηγούμενο διάστημα. Παράλληλα, η ψηφιακή εξέλιξη του κράτους, η προμήθεια του αναγκαίου εξοπλισμού προκειμένου να είναι αποδοτική η τηλεργασία (Λ.χπρομήθεια εξοπλισμού μέσων τηλεδιασκέψεων, προγραμμάτων λογισμικού, εκτυπωτών και γενικότερα μέσων που κάνουν την εργασία από το σπίτι πιο αποδοτική) είναι παράγοντες που η τηλεργασία αναπτύχθηκε και στη χώρα μας ραγδαία και μεγάλο μέρος των εργαζομένων πλέον απασχολούνται από το σπίτι τους.
Παρότι πλέον διαφαίνεται στον ορίζοντα το πέρας της υγειονομικής κρίσης με τη σταδιακή άρση των περιορισμών και την εξέλιξη των εμβολιασμών, η τηλεργασία όπως φαίνεται ήρθε για να μείνει και μετά το πέρας της υγειονομικής κρίσης. Οι δαπάνες που έγιναν ήδη για τη βελτίωση της εργασιακής απόδοσης στο σπίτι από τους εργαζομένους, με χρηματοδότηση πολλές φορές και από τον ίδιο τον εργοδότη ή από το κράτος, η εκ του αποτελέσματος σε πολλές των περιπτώσεων επιτυχημένη απόδοση των εργαζομένων με τηλεργασία, η ευελιξία που προσφέρει στον εργαζόμενο αυτός ο τρόπος εργασίας καθόσον ιδίως στις μεγαλουπόλεις αποφεύγονται περιττές καθημερινές μετακινήσεις, είναι παράγοντες που συντελούν στο ότι η τηλεργασία σε μεγάλο βαθμό δεν θα παρέλθει με το πέρας της υγειονομικής κρίσης.
Όμως προκειμένου η τηλεργασία να είναι βιώσιμη και να διασφαλίζονται στο ακέραιο τα δικαιώματα των εργαζομένων θα πρέπει να θεσμοθετηθεί κατάλληλα από ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο που θα διασφαλίζει τα δικαιώματα των εργαζομένων. Η ευέλικτη παροχή εργασίας από το σπίτι παρόλα τα παραπάνω πλεονεκτήματα που αναπτύξαμε έχει και ένα βασικό μειονέκτημα. Το ωράριο της εργασίας δεν είναι συγκεκριμένο και θεσμοθετημένο. Μέχρι σήμερα λόγω και των παρατεταμένων περιορισμών που ίσχυσαν στη χώρα μας , λόγω και του ότι τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι εργοδότες πειραματίστηκαν στην πρώτη εφαρμογή του συγκεκριμένου τρόπου εργασίας κανένας λόγος δεν έγινε για το ωράριο εργασίας. Οποιαδήποτε ώρα μέσα στην ημέρα προέκυπταν επαγγελματικά ζητήματα μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου ακόμη και τα Σαββατοκύριακα οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι επικοινωνούσαν μέσω αλληλογραφίας ή τηλεφωνικά προκειμένου να συζητήσουν θέματα της εργασίας τους χωρίς κανέναν απολύτως περιορισμό και χωρίς να ελέγχεται από κανέναν αν οι εργατοώρες αποσχόλησης των εργαζομένων ή υπαλλήλων αντικατοπτρίζουν τα συμφωνηθέντα με τον εργοδότη για το μισθό τους, καθόσον ήταν για αμφοτέρους μια πρωτόγνωρη κατάσταση εκτάκτων αναγκών και τέτοιες σκέψεις ήταν πολυτέλεια να υπάρχουν.
Ωστόσο σήμερα όλα δείχνουν ότι πρέπει και στη χώρα μας να θεσμοθετηθεί σ΄ένα κατάλληλο νομικό πλαίσιο ο τρόπος τηλεργασίας, το ωράριο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις όλων των μερών. Ένα θεμελιώδες μοντέρνο δικαίωμα του τηλεργαζομένου σε καθεστώς τηλεργασίας είναι το λεγόμενο δικαίωμα στην «αποσύνδεση».
Πιο συγκεκριμένα ως δικαίωμα στην «αποσύνδεση», ορίζεται το δικαίωμα του τηλεργαζομένου « να απέχει πλήρως από την παροχή της εργασίας σε ωράριο εκτός αυτής και ιδίως να μην επικοινωνεί ψηφιακά και να μην απαντά σε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή να απέχει από οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας εκτός ωραρίου εργασίας ή κατά τη διάρκεια των νόμιμων αδειών του. Είναι τόσο δικαίωμα του εργαζομένου να απενεργοποιεί τα ψηφιακά εργαλεία του όσο και αμφίδρομα υποχρέωση του εργοδότη να διακόπτει τη σύνδεση με τον εργαζόμενο στο τέλος του ωραρίου του» . Επί της ουσίας πρόκειται για μία προϋπόθεση εφαρμογής ωραρίου εργασίας στους τηλεργαζόμενους ώστε να μην είναι «προσβάσιμοι» κάθε στιγμή για τον εργοδότη ακόμη και εκτός εργασιακών ωρών, με την πρόβλεψη στο νέο νομοσχέδιο ότι απαγορεύεται κάθε δυσμενής διάκριση ή απόλυση εργαζομένου επειδή άσκησε το δικαίωμα αποσύνδεσης.Το δικαίωμα στην αποσύνδεση έχει ήδη θεσμοθετηθεί στο Βέλγιο από το 2018, στη Γαλλία και στην Ιταλία και πλέον εντάσσεται στο ελληνικό νομικό πλαίσιο για την τηλεργασία μέσω του νομοσχεδίου που κατατέθηκε πρόσφατα προς ψήφιση από τη Βουλή.
Στις 20-1-2021 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πήρε την πρωτοβουλία και ψήφισε (με 472 ψήφους υπέρ, 126 κατά και 83 αποχές) υπέρ της θεσμοθέτησης του δικαιώματος αποσύνδεσης του τηλεργαζομένου. Μέσω αυτού του ψηφίσματος η πλειοψηφία των Ευρωβουλευτών καλούσαν την αρμόδια για θέσπιση νόμων και Οδηγιών Ευρωπαϊκή Επιτροπή να θεσπίσει οδηγία προς τα κράτη μέλη, υποχρεωτικής θεσμοθέτησης σε νομικό πλαίσιο του δικαιώματος αποσύνδεσης του εργαζομένου. Ωστόσο αυτό το ψήφισμα για πολιτικούς λόγους πάγωσε για μία τριετία με αποτέλεσμα η σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής επιτροπής να θεσμοθετηθεί τουλάχιστον από το 2024 και μετά.Πάραυτα όμως οι εθνικοί νομοθέτες των κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής ένωσης, μολονότι δεν υποχρεούνται να θεσπίσουν το εν λόγω δικαίωμα των τηλεργαζομένων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τουλάχιστον άμεσα, δικαιούνται ωστόσο να λάβουν σε Εθνικό επίπεδο και νωρίτερα νομοθετικές πρωτοβουλίες ως προς την κατοχύρωση του συγκεκριμένου εργασιακού δικαιώματος.
Ήδη ο Έλληνας νομοθέτης όπως προαναφέραμε από τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους μέσω του αρμοδίου υπουργού εργασίας φέρει προς ψήφιση νομοσχέδιο βελτιωτικό της τηλεργασίας, που μεταξύ άλλων προβλέπει και τη θέσπιση του εν λόγω δικαιώματος του εργαζομένου. Αναμένεται να ψηφισθεί και να δημοσιευτεί στο Φ.Ε.Κ ως νόμος του κράτους άμεσα.
Ωστόσο αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία, μολονότι αποτελεί ένα μεγάλο βήμα του εθνικού νομοθέτη, δεν αρκεί προκειμένου να διασφαλισθεί το εν λόγω δικαίωμα του τηλεργαζομένου. Και αυτό διότι ο νόμος για να εφαρμοσθεί πρέπει να υπάρχουν και οι κατάλληλοι ελεγκτικοί μηχανισμοί και στο συγκεκριμένο καθεστώς εργασίας είναιπρακτικά δύσκολο να ελεγχθεί η ορθή εφαρμογή του νόμου. Η απασχόληση στο σπίτι δεν είναι πάντα εύκολα μετρήσιμη. Συνήθως μετριέται και αξιολογείται η πρόοδος και η περάτωση σεσυγκεκριμένο χρόνο συγκεκριμένης εργασιακής ανάθεσης ή μέρους αυτής.
Το βασικότερο όμως για την κατοχύρωση του δικαιώματος αποσύνδεσης, είναι να διαμορφωθεί με την πάροδο του χρόνου από όλα τα μέρη των εργασιακών συμβάσεων-εργοδότες και εργαζομένους- μία αντίστοιχη ευρωπαϊκή κουλτούρα στα ζητήματα τηλεργασίας, ο καθένας να γνωρίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, να μην γίνεται κατάχρηση των δικαιωμάτων και τον ευελιξιών που προσφέρει η τηλεργασία τόσο από εργοδότες όσο και από εργαζομένους και φαινόμενα καταστρατήγησης ή μη εφαρμογής του υπό ψήφιση νόμου να αναφέρονται από τους εργαζομένους στα αρμόδια κρατικά όργανα χωρίς τον φόβο επιπτώσεων στην εργασία τους.
Αντίστοιχα και οι εργοδότες να έχουν το δικαίωμα να ορίζουν εξ αρχής συγκεκριμένα στη σύμβαση τηλεργασίας τις υποχρεώσεις των εργαζομένων, τα ωράρια απασχόλησης, την έκταση της απασχόλησης- αν είναι πλήρης ή μερική-, το είδος της τηλεργασίας αν είναι αποκλειστική ή μεικτή (μαζί με δια ζώσης εργασία) και όλους τους εργασιακούς όρους που θέτουν στους τελευταίους, προκειμένου στη σύμβαση να είναι ξεκάθαρα όσο είναι δυνατό περισσότερα ζητήματα εξ αρχής και να προβλεφθούν τυχόν ασάφειες και δυσχέρειες απ’ όλα τα μέρη εν τη γενέσει τους.
*Ο Ηρακλής Μουράβας είναι Δικηγόρος Βόλου, Μ.Δ.Ε Εμπορικού και Αστικού Δικαίου
Σχόλια