Η κατάχρηση επιρροής πιστωτικών ιδρυμάτων κατά δανειοληπτών και το ηθικό ζήτημα εκμετάλλευσης της ψυχολογικής τους κατάστασης κατά τη σύναψη δανειακών συμβάσεων
του Γιώργου Καζολέα, δικηγόρου
Κατά το στάδιο πριν τη σύναψη μιας δανειακής σύμβασης μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του υποψήφιου δανειολήπτη, η ανισότητα διαπραγματευτικής ισχύος των προτιθεμενων συμβαλλομένων φτάνει στην κορύφωση της προκειμένου να ολοκληρωθεί η συμφωνία. Η πίεση να συμφωνηθούν οι επιμέρους ρήτρες που συνηθέστατα απεικονίζουν την ανισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των δύο πλευρών και που αρκετές από αυτές είναι καταχρηστικές, παρά το γεγονός ότι έχουν προηγουμένως νομολογιακά κριθεί ή και νομοθετηθεί ως τέτοιες, δεν είναι μια ουδέτερη πίεση, αλλά η πίεση του δυνατού και οικονομικά ισχυρού απέναντι στον οικονομικά αδύνατο και ψυχικά ευάλωτο.
Μία από τις δικλείδες αποφυγής της κατάχρησης της θέσης ισχύος του πιστωτικού ιδρύματος είναι η απαίτηση καλής πίστης, κατά την εκτίμηση της οποίας, πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στη διαπραγματευτική δύναμη εκατέρου των συμβαλλομένων, στο αν ο καταναλωτής παρακινήθηκε κατά οποιοδήποτε τρόπο να αποδεχθεί τη ρήτρα και αν η παροχή των αγαθών ή των υπηρεσιών έγινε κατόπιν ειδικής παραγγελίας του καταναλωτή· Η δε απαίτηση καλής πίστης μπορεί να ικανοποιηθεί από τον επαγγελματία όταν συναλλάσσεται με έντιμο και δίκαιο τρόπο με τον αντισυμβαλλόμενο του οποίου οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα νόμιμα συμφέροντα.[1]
Σκοπός της νομοθεσίας είναι η προστασία του καταναλωτή, προκειμένου να επέλθει ισορροπία στην ασύμμετρη συμβατική σχέση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή. Η ασυμμετρία αυτή προκύπτει από την ασθενέστερη θέση του καταναλωτή έναντι του επαγγελματία όσον αφορά τόσο τη διαπραγματευτική ισχύ όσο και το επίπεδο πληροφορήσεως, κατάσταση η οποία οδηγεί τον καταναλωτή να προσχωρήσει, στους όρους που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορεί να ασκήσει επιρροή επί του περιεχομένου τους.[2].
Δεν παραγνωρίζεται το γεγονός ότι τα πιστωτικά ιδρύματα δεν είναι ευαγή , αλλά κερδοσκοπικές επιχειρήσεις , είναι όμως κάτι άλλο να επωφελείται κάποιος από την αδυναμία , την ανάγκη και την άγνοια του άλλου. Η υποχρέωση της τράπεζας μη εκμετάλλευσης αφενός της ασύμμετρα ισχυρής διαπραγματευτικής της θέσης και αφετέρου της δυσκολίας, της ανάγκης και της ψυχολογικής κατάστασης του υποψήφιου δανειολήπτη, κατά το στάδιο πριν τη σύναψη της δανειακής σύμβασης, αποτελεί στη συνήθη πρακτική ζητούμενο και όχι δεδομένο.
Η "κατάχρηση επιρροής" ορίζεται στο νόμο ως η εκμετάλλευση της θέσης ισχύος σε σχέση με τον καταναλωτή για την άσκηση πίεσης, ακόμα και χωρίς τη χρήση ή την απειλή σωματικής βίας, με τρόπο που περιορίζει σημαντικά την ικανότητα του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση.[3]
Στην έννοια του «καταναγκασμού» εντάσσονται ιδίως οι πρακτικές που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στα συναισθήματα, στους φόβους και στην εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, όπως είναι η ψυχολογική πίεση, ήτοι ο ψυχολογικός καταναγκασμός ο οποίος συνδέεται στενά με την «κατάχρηση επιρροής» που απορρέει από την εκμετάλλευση της θέσης ισχύος του προμηθευτή.[4]
Παρότι η σχετική νομολογία, κοινοτική και εθνική, δεν παραβλέπει γενικά το θέμα της κατάχρησης επιρροής και θέσης ισχύος από τα πιστωτικά ιδρύματα, το ζήτημα δεν έχει μόνο νομικές διατάσεις αλλά είναι και ηθικό και ως τέτοιο θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τα δικαστήρια. Ο δανειστής έχει πολλά χρήματα, την ίδια ώρα που ο δανειολήπτης βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση. Ο δανειστής έχει στη διάθεσή του πόρους, πληροφορίες, νομικές γνώσεις, νομοθετική επιρροή και γεωγραφική παρουσία , ο δανειολήπτης απλά χρειάζεται επειγόντως χρήματα. Το δικαστήριο οφείλει να αξιολογεί την ψυχολογική κατάσταση και την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του προτιθέμενου δανειολήπτη καθώς και τις ιδιαίτερες προσωπικές του περιστάσεις κατά το προσυμβατικό στάδιο λίγο πριν την υπογραφή και κατά πόσο αυτές επηρεάζουν το βαθμό κατανόησης και εμπέδωσης του αληθινού νοήματος και των εννόμων συνεπειών των συμφωνημένων όρων.
Η καταφανής ανισότητα μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και η ασθενέστερη θέση του καταναλωτή τόσο ως προς την διαπραγματευτική ισχύ όσο και από άποψη ενημέρωσης ή πραγματικής γνώσης των προς υπογραφή όρων με φόντο την άσκηση ασφυκτικής ψυχολογικής πίεσης προκειμένου να δεσμευθεί συμβατικά, σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως και να οδηγεί σε ελάττωμα της βούλησης του δανειολήπτη ως προς την συμφωνία του σε συγκεκριμένες συμβατικές ρήτρες, που αν όντως κατανοούσε το ακριβές περιεχόμενο και τις συνέπειες τους, δεν θα τις συνομολογούσε ποτέ.
Δείτε την αρθρογραφία του Γιώργου Καζολέα εδώ
Σχόλια