της Γεωργίας Τσάκνη, Δρος Νομικής ΔΠΘ
1.Προδιάθεση και εννοιολογικό πλαίσιο ΣΔΙΤ
Οι Συμβάσεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) αποτελούν ευρέως διαδεδομένη έννοια, η οποία συναντάται σε ποικίλους τομείς της καθημερινότητας. Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε στο ρόλο των ΣΔΙΤ στον υγειονομικό τομέα.
Σύμφωνα με το συνοπτικό οδηγό της Ειδικής Γραμματείας ΣΔΙΤ (2006): Οι Συμπράξεις Δημοσίου – Ιδιωτικού Τομέα αποτελούν συμβατικές σχέσεις μακράς διάρκειας (20 ή περισσότερων ετών), οι οποίες συνάπτονται μεταξύ ενός Δημόσιου και ενός Ιδιωτικού Φορέα για την εκτέλεση έργων και / ή την παροχή υπηρεσιών. Με βάση τη σύμβαση που συνάπτεται, ο Ιδιωτικός Φορέας υποχρεούται να χρηματοδοτήσει την επένδυση, ενώ αναλαμβάνει και σημαντική ευθύνη για το σχεδιασμό του έργου. Η Αναθέτουσα Αρχή καθορίζει τις απαιτήσεις της με βάση λειτουργικές προδιαγραφές και εγκρίνει τον αναλυτικό σχεδιασμό του έργου. Ο Ιδιωτικός Φορέας αμείβεται κατά τη διάρκεια της φάσης της λειτουργίας του έργου, χρεώνοντας σε ετήσια βάση είτε την Αναθέτουσα Αρχή, είτε απευθείας τους χρήστες, είτε, σε ορισμένες περιπτώσεις και τους δύo».
Σύμφωνα με τον εν λόγω οδηγό της Ειδικής Γραμματείας ΣΔΙΤ (2006) του υπουργείου Οικονομικών, η κωδικοποίηση των αρμοδιοτήτων έχει ως εξής:
Ο Δημόσιος Τομέας αναλαμβάνει:
- τον καθορισμό του γενικού σχεδίου ΣΔΙΤ
- την αξιολόγηση της πρότασης του ιδιωτικού φορέα
- την υποστήριξη εκτέλεσης του έργου
- την παρακολούθηση της υλοποίησης του έργου και της τήρησης των συμβατικών υποχρεώσεων του Ιδιώτη.
Ο Ιδιωτικός Τομέας αναλαμβάνει:
- την εκπόνηση των μελετών σύμφωνα με το γενικό σχέδιο
- την κατασκευή του έργου
- την εξασφάλιση της απαιτούμενης χρηματοδότησης του έργου
- τη διαχείριση και λειτουργία του έργου ή και τη συντήρησή του
- την επιστροφή στο Δημόσιο του έργου μετά τη λήξη της σύμβασης.
Η βασική αρχή των ΣΔΙΤ έγκειται στην οικονομική αποδοτικότητα (value for money). Για να αποδώσει μια συνεργασία ιδιωτικού-δημόσιου τομέα, πρέπει να είναι ωφέλιμη και για τα δύο μέρη[1]. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο ιδιωτικός φορέας θα συγκεντρώσει πόρους πιο οικονομικά από ότι ο δημόσιος. Επομένως, για να συμμετάσχει σε ένα έργο ΣΔΙΤ θα πρέπει να επιφέρει και επιπλέον οφέλη[2].
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η προώθηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο με τη χρήση ιδιωτικής χρηματοδότησης (Private Finance Initiative) αποτέλεσε την αφετηρία για την καθιέρωση του θεσμού των συμπράξεων[3], οι οποίες άρχισαν να αποτελούν κοινή πρακτική στην δημιουργία δημόσιων υποδομών. Ειδικότερα, στο σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρατηρήθηκε μια έξαρση των συμπράξεων μεταξύ Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα για την υλοποίηση αναπτυξιακών υποδομών, όπως σιδηροδρομικά δίκτυα, αυτοκινητόδρομοι, συστήματα επικοινωνίας, κτιριακές εγκαταστάσεις, γέφυρες κλπ[4].
2.Νομικό πλαίσιο
Ο Νόμος 3389/2005 οριοθετεί και καθορίζει το περιεχόμενο των ΣΔΙΤ και το πλαίσιο εφαρμογής τους στην Ελλάδα, προσδιορίζοντας τις διαδικασίες για να επιλεγεί και να ενταχθεί ένα έργο στις διατάξεις του.
Τα κύρια σημεία του νόμου αυτού για τις ΣΔΙΤ είναι τα κάτωθι:
1. Το πεδίο εφαρμογής τους:
- Να έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση έργου ή την παροχή υπηρεσιών που ανήκουν στους δημόσιους φορείς.
- Οι ιδιωτικοί φορείς αναλαμβάνουν μέρος των κινδύνων που αφορούν την χρηματοδότηση, την κατασκευή, την διαθεσιμότητα ή και τη ζήτηση του αντικειμένου των ΣΔΙΤ, έναντι ανταλλάγματος.
- Να είναι σαφές ότι, η χρηματοδότηση των έργων γίνεται εξ’ ολοκλήρου ή μερικώς από τον ιδιωτικό φορέα που θα συνάψει μια τέτοιου είδους σύμβαση.
- Ως Δημόσιοι φορείς ορίζονται το δημόσιο, οι ΟΤΑ, τα ΝΠΔΔ, οι ανώνυμες εταιρίες που το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου τους ανήκει σε κάποιον από τους παραπάνω φορείς.
- Ως Ιδιωτικοί φορείς συμμετέχουν στις συμπράξεις μέσω μιας νέας μορφής της «ανώνυμης εταιρίας ειδικού σκοπού» (ΕΕΣ) οι οποίες είτε με ίδια μέσα είτε με εργολαβίες, αναλαμβάνουν την ολοκλήρωση των μελετών, την κατασκευή του έργου ή την παροχή υπηρεσιών, και είτε την λειτουργία και την εκμετάλλευση του, είτε τη συντήρηση σύμφωνα με τους όρους του διαγωνισμού. Η ΕΕΣ κατά την διάρκεια του έργου πληρώνετε τμηματικά από το Δημόσιο ή τους χρήστες, αποπληρώνει σταδιακά τα δάνεια των τραπεζών και έχοντας σιγά –σιγά κέρδη αποδίδει στους μετόχους αναμένοντας μια εύλογη απόδοση στα ίδια κεφάλαια που έχει επενδύσει[5].
Με τον Ν. 4635/2019 αντικαταστάθηκαν τα άρθρα 17, 21, το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 23 και το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Ν. 3389/2005. Ενδεικτικά, αξίζει να αναφερθεί η προσθήκη της παραγράφου 3 στο άρθρο 17 του Ν. 3389/2005, σύμφωνα με την οποία « χωρίς να θίγεται ο τρόπος άσκησης της εποπτείας της εκτέλεσης και λειτουργίας του έργου ή της παροχής της υπηρεσίας που καθορίζεται από τον Δημόσιο και τον Ιδιωτικό Φορέα με τη Σύμβαση Σύμπραξης, κατά την περίοδο υλοποίησης του έργου ή της παροχής της υπηρεσίας, ο Ιδιωτικός και ο Δημόσιος Φορέας οφείλουν να αποστέλλουν στη Γενική Γραμματεία Ιδιωτικών Επενδύσεων και ΣΔΙΤ κάθε δύο (2) μήνες αναφορά προόδου του έργου.
Συστήνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Ιδιωτικών Επενδύσεων και ΣΔΙΤ τριμελής επιτροπή παρακολούθησης της πορείας υλοποίησης εκάστου έργου με εκπρόσωπο της Γενικής Γραμματείας Ιδιωτικών Επενδύσεων και ΣΔΙΤ, του Δημοσίου Φορέα και του Ιδιωτικού Φορέα που συμβάλλονται σε ένα έργο ΣΔΙΤ. Η επιτροπή αυτή θα συνεδριάζει κατ’ ελάχιστον μια φορά το τρίμηνο κατόπιν πρόσκλησης του Γενικού Γραμματέα Ιδιωτικών Επενδύσεων και ΣΔΙΤ».
3.ΣΔΙΤ στον υγειονομικό τομέα: ελληνική και διεθνής εμπειρία
Η αύξηση των ΣΔΙΤ στην Ευρώπη στον τομέα της υγείας, οφείλεται σε διάφορους παράγοντες[6]. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι ΣΔΙΤ ανταποκρίνονται στην ανάγκη του δημοσίου τομέα για ιδιωτική χρηματοδότηση, λόγω των δημοσιονομικών περιορισμών που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη. Επίσης, οι εν λόγω συμπράξεις δίνουν στο δημόσιο τομέα την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει την τεχνογνωσία και τις μεθόδους λειτουργίας του ιδιωτικού τομέα, με στόχο τη γρήγορη βελτίωση υποδομών και υπηρεσιών[7].
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank), μεταξύ 135 χωρών, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 3η θέση στον τομέα «Βέλτιστων Διαγωνιστικών Διαδικασιών σε έργα ΣΔΙΤ», αν και στο στάδιο προετοιμασίας και διαχείρισης συμβάσεων η χώρα μας υστερεί συγκριτικά με άλλες χώρες. Οι στόχοι για την Αειφόρο Ανάπτυξη επικεντρώνονται στην ανάπτυξη ποιοτικών, αξιόπιστων και βιώσιμων υποδομών για την υποστήριξη της οικονομικής ευημερίας του ανθρώπου. Στον τομέα της υγείας δίνεται μεγάλη έμφαση στη διασφάλιση υγιών συνθηκών διαβίωσης και στην προσιτή και δίκαιη πρόσβαση υπηρεσιών υγείας για όλους[8].
Σε μία άλλη μελέτη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το 2017, η χώρα μας αναγνωρίζεται ως καινοτόμος στην χρηματοδότηση έργων ΣΔΙΤ, με μίξη των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και του Ταμείου Συνοχής σε έργα ΣΔΙΤ, όπως η επιτυχής υλοποίηση του έργου του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών.
Στην ειδική έκθεση επί του πλαισίου των έργων ΣΔΙΤ (2018), στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, διατυπώθηκε θετική αξιολόγηση για το νομικό πλαίσιο του Ν3389/2005, με επισήμανση ότι μόνο η Ελλάδα και η Ιρλανδία δεν δεσμεύουν υπερβολικά ποσά μελλοντικών προϋπολογισμών για την υλοποίηση έργων ΣΔΙΤ[9].
Στη Μεγάλη Βρετανία, στον τομέα της δευτεροβάθμιας περίθαλψης, η Private Finance Initiative (PFI) αποτέλεσε για την κυβέρνηση των Εργατικών το «όχημα του εκσυγχρονισμού του συστήματος υγείας»[10]. Τα PFI προγράμματα παρουσιάστηκαν ως μέσο απόκτησης από το NHS (εθνικό σύστημα υγείας) νέων σύγχρονων κτιρίων και μηχανημάτων, χωρίς να υπάρξει αύξηση της φορολογίας και δημόσια οφειλή[11], καθώς η Eurostat δεν συμπεριλαμβάνει τις πληρωμές του δημοσίου για την αποπληρωμή των προγραμμάτων ΣΔΙΤ στον υπολογισμό του δημόσιου χρέους[12], με αποτέλεσμα το κράτος να κινείται εντός των ορίων της δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβάλλει το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Σχετικά με την καταλληλότητα των ρυθμίσεων των ΣΔΙΤ για τη χρηματοδότηση των εγκαταστάσεων υγειονομικής περίθαλψης στη Μ. Βρετανία, πολλές μελέτες επικεντρώνουν τις έρευνές τους στις επιπτώσεις της υγειονομικής περίθαλψης από την έγκριση τέτοιων ρυθμίσεων από αναπτυσσόμενες χώρες και από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Τα κέρδη απόδοσης των ΣΔΙΤ στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι αποδεδειγμένα και τα μειονεκτήματα του μοντέλου μπορεί να είναι ακόμη πιο προβληματικά για οργανισμούς παροχής δημόσιας υγείας στις αναπτυσσόμενες και ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, όπου η εμπειρογνωμοσύνη για διαπραγμάτευση, παρακολούθηση και επιβολή ισχυρών συμβάσεων με τον ιδιωτικό τομέα είναι πιο περιορισμένη[13].
Αναφορικά με τη χώρα μας, οφείλουμε να επισημάνουμε πως η εφαρμογή των ΣΔΙΤ στην δευτεροβάθμια περίθαλψη είναι περιορισμένη. Το εν λόγω γεγονός δεν επιτρέπει την ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων για την αποτελεσματικότητα των ΣΔΙΤ στην βελτίωση της αποδοτικότητας των νοσοκομείων. Από τα διεθνή δεδομένα χωρών όπως η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν προκύψει πολλές μελέτες αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των εν λόγω συμβάσεων. Αναντίρρητα, στόχος των ΣΔΙΤ αποτελεί η βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας, του κόστους λειτουργίας τους, της απόδοσης και της εφαρμογής καινοτομιών, ενώ οι επιστήμονες οδηγούνται σε αντικρουόμενα αποτελέσματα σχετικά με την επίτευξή τους[14].
Τα πλεονεκτήματα των ΣΔΙΤ στον υγειονομικό χώρο συνοψίζονται στα κάτωθι:[15]
- Σαφέστερος προσδιορισμός του έργου.
- Εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος.
- Έργα, από τα οποία το 76% θα είναι παραδοτέα στον προβλεπόμενο χρόνο, ενώ το 27% των έργων είναι παραδοτέα στον προβλεπόμενο χρόνο με τον παραδοσιακό τρόπο της προκήρυξης.
- Το 78% των έργων είναι εντός του προϋπολογισμού, ενώ με τον παραδοσιακό τρόπο αυτό το ποσοστό είναι πολύ μικρότερο (το 27% είναι εντός του προϋπολογισμού).
- Το 81% των πελατών πιστεύουν ότι λαμβάνουν αξία για τα χρήματά τους (value for money).
- Συμμετοχή μεγαλύτερων και πιο ανταγωνιστικών διαγωνιζομένων.
- Απόκτηση τεχνογνωσίας και εξειδίκευσης από τον ιδιωτικό τομέα.
Προς επίρρωση των παραπάνω, είναι αναγκαίο να λαμβάνονται υπόψη οι κάτωθι ιδιαιτερότητες στον υγειονομικό τομέα, αναφορικά με την εισαγωγή των ΣΔΙΤ[16]:
• Η μοναδικότητα του ασθενούς και η αδυναμία του να λάβει ο ίδιος αποφάσεις.
• Η ανάγκη συνεχούς τήρησης κανόνων ηθικής δεοντολογίας.
• Η κρισιμότητα των περιπτώσεων.
• Ο περιορισμένος αριθμός των δυνατών επιλογών και η ανάγκη άμεσης παρέμβασης.
• Η ιδιότητα του λειτουργού που χαρακτηρίζει όλους σχεδόν τους εργαζόμενους.
• Η ένταση οργάνωσης και διαχείρισης και ο τρόπος επιμερισμού της εξουσίας και της ευθύνης.
• Η ανάγκη ταυτόχρονης αντιμετώπισης πολλαπλών και καθημερινών κρίσιμων καταστάσεων.
4. Συμπέρασμα
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, γίνεται κατανοητή η σημαντικότητα του ρόλου των ΣΔΙΤ στον τομέα της υγείας. Παρόλα αυτά, όπως προαναφέρθηκε, ο εν λόγω τομέας έχει ιδιαιτερότητες που πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Οι Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού τομέα δεν πρέπει να προτιμώνται μόνο για οικονομικούς λόγους. Αναμφίβολα, ο κατάλληλος στρατηγικός σχεδιασμός, ο σεβασμός στον ασθενή, η αποτελεσματικότητα και η παροχή υψηλής ποιότητας υγειονομικών υπηρεσιών στο δημόσιο τομέα κρίνονται απαραίτητα στοιχεία, προκειμένου να καταστεί ο θεσμός των ΣΔΙΤ συνολικά περισσότερο αποτελεσματικός και χρήσιμος στον εν λόγω τομέα.
Τα συμπεράσματα που εξάγονται από τη διεθνή εμπειρία, σχετικά με την εισαγωγή των ΣΔΙΤ στον τομέα της υγείας είναι ποικίλα. Οι εν λόγω συμβάσεις δημιουργούν ευκαιρίες, αλλά και εμπόδια. Στη χώρα μας, ο τομέας της δημόσιας υγείας έχει δεχθεί μεγάλη αμφισβήτηση, κυρίως εξαιτίας των ελλείψεων που παρουσιάζει σε υλικοτεχνικές υποδομές και τεχνογνωσία και εξαιτίας της αδυναμίας κάλυψης της δαπάνης για προμήθεια σύγχρονου ιατρικού εξοπλισμού. Χαρακτηριστικό είναι ότι από τους 323 μαστογράφους που λειτουργούσαν πανελλαδικά το 2008, μόνο οι 52 ήταν εγκατεστημένοι σε δημόσια νοσοκομεία, ενώ από τους 199 αξονικούς τομογράφους, το ΕΣΥ κατείχε τους 48[17]. Επίσης, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΟΟΣΑ (Health At A Glance 2019) [18], η χώρα μας αν και διαθέτει περισσότερους αξονικούς τομογράφους από χώρες όπως η Ολλανδία και η Αυστρία, εντούτοις πολλά από τα μηχανήματα στα δημόσια κυρίως νοσοκομεία είναι τεχνολογικά ξεπερασμένα, ενώ ακόμα και σήμερα μεγάλα δημόσια νοσοκομεία διαθέτουν προβληματικά και χαλασμένα ακτινοθεραπευτικά μηχανήματα.
Τέλος, αξίζει να επισημανθεί η ακόλουθη διαπίστωση του καθηγητή Μπένου, η οποία θέτει σε αμφισβήτηση την εφαρμογή των ΣΔΙΤ στον υγειονομικό τομέα του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς «η έλλειψη διαφάνειας στις συμφωνίες ΣΔΙΤ κάτω από το πέπλο της ‘εμπορικής εμπιστευτικότητας’, η διακίνηση μεγάλων ποσών δημόσιου χρήματος, η ύπαρξη χρηματοοικονομικών συμβούλων που εργάζονται ταυτόχρονα ή και διαδοχικά στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα δημιουργούν όλες εκείνες τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση φαινομένων διαφθοράς»[19].
Τέλος, αναφορικά με τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη στο άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος αναγκαία δικαστική προστασία για την εν λόγω θεματική, η νομολογία δέχεται ότι η παροχή δικαστικής προστασίας κατά τον ν. 4412/2016 σχετικά με διαφορές που αναφύονται από πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες εντάσσονται στη διαδικασία που προηγείται της συνάψεως των συμβάσεων οι οποίες υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου - ως τέτοιες δε πράξεις ή παραλείψεις νοούνται όχι μόνον εκείνες, οι οποίες εκδίδονται ή εκδηλώνονται κατά τη διαδικασία, η οποία αρχίζει με την οικεία προκήρυξη και ολοκληρώνεται με την πράξη αναθέσεως της συμβάσεως στον ανάδοχο, αλλά και οι πράξεις με τις οποίες ασκήθηκε έλεγχος νομιμότητας επί των πράξεων αυτών της διαγωνιστικής διαδικασίας - εξ επόψεως δικαιοδοσίας ανήκει κατά την παρ. 1 του άρθρου 372 του νόμου αυτού, στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων, εκτός αν πρόκειται περί διαφορών που αναφύονται κατά την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης, ΣΔΙΤ, συμβάσεων της Οδηγίας 2014/25/ΕΕ ή συμβάσεων της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ με προϋπολογισμό μεγαλύτερο των 15.000.000 ευρώ περιλαμβανομένου του ΦΠΑ, οπότε αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών αυτών καθίσταται, κατ’ εξαίρεση, κατά την παρ. 3 του εν λόγω άρθρου 372, το Συμβούλιο της Επικρατείας[20].
Δείτε την αρθρογραφία της Γεωργίας Τσάκνη εδώ
[1] Βενιέρης, Ι (2007), ΣΔΙΤ-Συμβάσεις δημόσιου & Ιδιωτικού Δικαίου, Το Συμβατικό πλαίσιο, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα
[2] Ρουμπέκα, Μ. (2020) «ΣΔΙΤ: Ελληνική
και Διεθνής Εμπειρία στα Ολοκληρωμένα Πληροφοριακά Συστήματα στην Υγεία», διπλ.
Εργασία ΠΜΣ Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
[3] Steane, P. & Caroll P. (2000). «Public-Private partnerships, Sectoral Perspectives Pubic-Private Partnerhips. Theory and practice in international perspectives». Advances in Management and Business Studies, Roudledge.
[4] Yescombe E.R. (2007). «Public-Private Partnerships: Principles of Policy and Finance», London, Butterworth-Heinemann
[5] Ειδική Γραμματεία Συμπράξεων, 2006
[6] Χατζηπουλίδης, Γ. (2020), «ΣΥΜΠΡΑΞΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ & ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ ΚΑΙ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ – Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ», διδακτ. Διατριβή, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, ΑΠΘ
[7] European Commission, 2003; Wall & Connolly,
2009b; Torchia et.al., 2015/ Wall, T. &
Connolly, C. (2009a). Public Private Partnerships: The Logic of Myths, Queen’s
University Management School, Belfast. Available at: 328
[8] Augusto Lopez Claros, Laurence W. Carter, (2017),
Benchmarking Public-Private Partnerships Procurement 2017 ,World Bank Group,
Washington, USA
[9] Ρουμπέκα, Μ., ό.π.
[10] Χατζηπουλίδης, Γ. ό.π.
[11] Pollock A. NHS plc.
(2004) «The privatization of our health care. Verso», UK, 2004:26–28, 52–60, 110–113
[12] Eurostat
(2004) «New decision of Eurostat on deficit and debt. Treatment of public-private partnerships. Eurostat Press Office», Luxembourg
[13] Holden, C. (2009) «Exporting
public–private partnerships in healthcare: export strategy and policy transfer», Pages 313-332 | Received 12 Apr 2007,
Published online: 15 Jul 2009
[14]
https://www.inveria.gr/2021/06/peri-sdit-kai-ygeias.html
[15] Ντέντε, Α. (2007)
«Συμπράξεις Δημόσιου – Ιδιωτικού Τομέα. Εφαρμογές και Διεθνείς Εμπειρίες στην
Δημόσια Υγεία», διπλ. Εργασία ΠΜΣ Πανεπιστήμιο Πειραιά
[16] Χατζηπουλίδης,
Γ., Καλφακάκου Γλ, 2008, Συμπράξεις
Δημοσίου & Ιδιωτικού Τομέα: Η εφαρμογή τους στον τομέα της Υγείας, Τεχνικά
Χρονικά Διμηνιαία Έκδοση Τεύχος 3 (Μάιος- Ιούνιος 2008) ΤΕΕ
[17] Γκίκας, Σ. (2008) «Σύμπραξη Δημόσιου – Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) με εστίαση στον τομέα της υγείας, διπλ. εργ. ΜΠΣ Πανεπιστήμιο Πειραιά
[18] www.iatronet.gr
[19] Κονδύλης, Η., Μπένος, Α (2006)
«Ποιότητα και ιδιοκτησιακός χαρακτήρας μονάδων παροχής υπηρεσιών υγείας. Μία ανασκόπηση εμπειρικών δεδομένων από τις
ΗΠΑ», Ιατρική
[20] ΣτΕ 2/2021 ΝΟΜΟΣ
Σχόλια