Αντίθετη στο Σύνταγμα η διάθεση καμένων εκτάσεων με άλλο τρόπο πέραν της αναδάσωσης, σύμφωνα με την μειοψηφία της απόφασης 2499/2012 του ΣτΕ

Mε αφορμή τις καταστροφικές φωτιές σε πολλές περιοχές της ελληνικής επικράτειας, γίνεται συζήτηση για την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (αρ.2499/2021, Ολομέλεια), σύμφωνα με την οποία παρακάμφθηκε η Συνταγματική διάταξη του άρθρου 117 παρ.3[1], που απαγορεύει ρητώς και ανεξαίρετα την διάθεση με άλλο τρόπο δασικών εκτάσεων που καταστράφηκαν από πυρκαγιά , πέραν της αναδάσωσης.

Ακολουθεί απόσπασμα από την απόφαση:

«Κατά την έννοια όμως της συνταγματικής διάταξης, παρά την απόλυτη διατύπωσή της, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο συνταγματικός νομοθέτης είχε τη βούληση να απαγορεύσει τη χρησιμοποίηση αναδασωτέων εκτάσεων ακόμη και για σκοπούς ιδιαίτερης σημασίας για το δημόσιο συμφέρον που δεν μπορούν να καλυφθούν με άλλο τρόπο, αφού η απαγόρευση αυτή στις παραπάνω περιπτώσεις θα είχε ως συνέπεια να καταστεί αδύνατη η ικανοποίηση υπέρτερων δημόσιων σκοπών, λόγω του γεγονότος ότι προηγήθηκε καταστροφή της δασικής βλάστησης, που ενδεχομένως, μάλιστα, να προκλήθηκε, με σκοπό τη ματαίωση του έργου. Ως εκ τούτου, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του Συντάγματος, με την οποία συμπληρώνεται η ρύθμιση για την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων που εισάγεται με το άρθρο 24 παρ. 1 και η οποία, ως εκ τούτου, αν και θεσπίζει αυστηρό καθεστώς προστασίας για τις αναδασωτέες εκτάσεις, είναι ερμηνευτέα στο πλαίσιο του επιδιωκόμενου με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 σκοπού, δεν αποκλείεται η θέσπιση από το νομοθέτη ρυθμίσεως, δια της οποίας παρέχεται η δυνατότητα σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να εγκριθεί επέμβαση σε έκταση που έχει κηρυχθεί αναδασωτέα, ακόμη και πριν ανακτήσει τη δασική μορφή της, προκειμένου να εκτελεστεί έργο, το οποίο αποβλέπει στην εξυπηρέτηση ανάγκης με ιδιαίτερη κοινωνική, εθνική ή οικονομική σημασία, αν η εκτέλεση του έργου στην έκταση αυτή είναι απολύτως αναγκαία και επιτακτική, στο μέτρο που η παρέλευση του απαιτούμενου για την πραγματοποίηση της αναδάσωσης χρονικού διαστήματος θα είχε ως συνέπεια τη ματαίωση του επιδιωκόμενου δημόσιου σκοπού…Την αυτή δυνατότητα ανεγνώρισε μεταγενεστέρως ο νομοθέτης και για την εκτέλεση σημαντικών δημοσίων έργων και έργων υποδομής, όπως αυτά των παρ. 1 και 2 του άρθρου 58, μεταξύ των οποίων οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. και τα συνοδά έργα, για τα οποία εκδίδεται σχετική έγκριση επέμβασης».

Η αντίθετη άποψη της μειοψηφίας

Ιδιαίτερης ωστόσο σημασίας στην εν λόγω απόφαση είναι η γνώμη της μειοψηφίας (9 Σύμβουλοι), σύμφωνα με την οποία, από το Σύνταγμα τίθεται άνευ ουδεμιάς προβλεπόμενης εξαιρέσεως για δημοσίου συμφέροντος σκοπούς ο κανόνας ότι μία έκταση με δασική βλάστηση που έχει απωλέσει την ιδιότητά της αυτή από υλικές πράξεις ή φυσικά αίτια όχι μόνον κηρύσσεται αναδασωτέα, προφανώς για να επανακτήσει την απολεσθείσα ιδιότητα της, αλλά και αποκλείεται να διατεθεί για άλλον προορισμό, δηλαδή κατά τρόπο αναιρούντα τη δυνατότητα υλικής επανακτήσης της υλικώς απολεσθείσης ιδιότητας, για την οποία ακριβώς κηρύχθηκε αναδασωτέα. Και καταλήγει η μειοψηφία ότι «οι επίδικες διατάξεις, καθ΄ όσον επιτρέπουν την κατασκευή και εγκατάσταση έργων ηλεκτροπαραγωγής από Α.Π.Ε. σε αναδασωτέες εκτάσεις πριν την έκδοση πράξεως περί άρσεως της αναδασώσεώς τους λόγω επανακτήσεως της ιδιότητας για την απώλεια της οποίας κηρύχθηκαν αναδασωτέες είναι ανίσχυρες ως αντίθετες προς το άρθρ. 117 παρ. 3 του Συντάγματος».

Παρατίθεται παρακάτω η γνώμη της μειοψηφίας:

«Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Ν. Ρόζου, Μ. Καραμανώφ, Γ. Ποταμιά, Ε. Αντωνόπουλου, Β. Καλατζή, Δ. Κυριλλόπουλου, Ο. Ζύγουρα, Θ. Αραβάνη και Μ. Πικραμένου, η αδιάστικτη γραμματική διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος έχει ως συνέπεια ότι δεν είναι αυτή δεκτική ερμηνείας. Πράγματι, τόσο ο απαγορευτικός της χαρακτήρας όσο και η συστηματική της τοποθέτηση σε ιδιαίτερο άρθρο και κεφάλαιο του Συντάγματος, διαφορετικό εκείνου που περιέχει το άρθρο 24 αυτού, το οποίο ρυθμίζει κατά τρόπο εξαντλητικό τις κατ΄ εξαίρεση επιτρεπτές μεταβολές του προορισμού μόνο των δασών και των δασικών εκτάσεων, μαρτυρούν τη σαφή βούληση του συνταγματικού νομοθέτη να αποκλείσει εντελώς κάθε ενδεχόμενο διασταλτικής ή τελολογικής ερμηνείας της διατάξεως αυτής προς την κατεύθυνση της δυνατότητας μεταβολής του προορισμού του διαφορετικού είδους εδαφών που ρυθμίζει, δηλαδή των αναδασωτέων εκτάσεων. Eξ άλλου, η ερμηνεία μιάς διατάξεως εναντίον του γράμματός της, και αν ακόμα γίνεται κατ΄ εξαίρεση και κατ΄ οικονομία δεκτή προκειμένου για διάταξη κοινού νόμου ώστε να επιτευχθεί η συμφωνία της με το υπέρτερης αυτής τυπικής ισχύος Σύνταγμα και η καλύτερη εναρμόνισή της προς το όλο πλέγμα της εννόμου τάξεως, δεν είναι πάντως νοητή προκειμένου για συνταγματική διάταξη, κατά μείζονα δε λόγο όταν αυτή θεσπίζει ρητή και απόλυτη απαγόρευση ώστε να εναρμονισθεί προς διάταξη κοινού νόμου, κατώτερης δηλαδή αυτής τυπικής ισχύος. Αντίθετη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία ο κοινός νομοθέτης δύναται, επικαλούμενος σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, να θεσπίζει εξαιρέσεις από ρητή και απόλυτη συνταγματική απαγόρευση, όπως η του άρθρου 117 παρ. 3, καθιστά αυτήν ανίσχυρη και ισοδυναμεί πράγματι με ανεπίτρεπτη άσκηση αναθεωρητικής εξουσίας. Ειδικώτερα, από το συνδυασμό των άρθρων του Συντάγματος 24 παρ. 1, της υπ΄ αυτό ερμηνευτικής δηλώσεως, κατά την οποία «Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια εδάφους, τα οποία, μαζί με τη συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) κατ΄ ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά» και 117 παρ. 3, εν όψει δε και του άρθρου 37 παρ. 1 του Ν. 998/1979, κατά το οποίο «Ως αναδάσωσις νοείται η αναδημιουργία της καθ΄ οιονδήποτε τρόπον καταστραφείσης ή συνταγματικής αραιωθείσης ή άλλως πως υποβαθμισθείσης δασικής βλαστήσεως, είτε δια της φυτεύσεως ή σποράς, είτε δια της διευκολύνσεως της φυσικής αναγεννήσεως, προς δημιουργίαν δάσους ή δασικής εκτάσεως» συνάγονται τα εξής: Με την πρώτη από τις ανωτέρω διατάξεις (άρθρο 24 παρ. 1) τίθεται ρητώς ο κανόνας ότι, εν όψει της προστασίας του εν γένει φυσικού περιβάλλοντος μέρος του οποίου αποτελούν τα δάση και οι δασικές εκτάσεις (εφεξής για αμφότερα: εκτάσεις με δασική βλάστηση) απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού τους, δηλαδή η απώλεια της ιδιότητάς τους αυτής ως εκτάσεων με δασική βλάστηση, όπως η εν λόγω ιδιότητα ορίζεται ειδικότερα στην υπό την ανωτέρω διάταξη ερμηνευτική δήλωση. Τίθεται δε περαιτέρω εξ ίσου ρητώς αλλά και εξαντλητικώς η εξαίρεση ότι η εν λόγω μεταβολή επιτρέπεται με την έκδοση της οικείας νομικής πράξεως (ΣτΕ Ολομ. 2636/2009) προκειμένου οι εκτάσεις που έχουν την ανωτέρω ιδιότητα να την απωλέσουν για να χρησιμοποιηθούν ως αγροτική εκμετάλλευση ή για άλλο, επιβαλλόμενο από το δημόσιο συμφέρον σκοπό, όντως εν προκειμένω περαιτέρω αδιαφόρου αν εν συνεχεία οι ανωτέρω εκτάσεις απώλεσαν και υλικώς την ιδιότητά τους αυτή ή αν, μετά το πέρας της κατά τα ανωτέρω μεταβολής του προορισμού τους, επιβάλλεται η επανάκτησή της (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2636/2009, Ολομ. 2573/1994, Ολομ. 2281/1992). Αντιθέτως, από την αδιάστικτη διατύπωση της δεύτερης από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, που όπως έχει ήδη λεχθεί δεν τοποθετείται συστηματικώς ούτε καν στο κεφάλαιο στο οποίο περιλαμβάνεται το ανωτέρω άρθρο 24 περί επιτρεπτών μεταβολών των εκτάσεων με δασική βλάστηση, εν όψει δε και του άρθρου 37 παρ. 1 του Ν. 998/1979, προκύπτει ότι τίθεται με αυτήν ο άνευ ουδεμιάς προβλεπόμενης εξαιρέσεως για δημοσίου συμφέροντος σκοπούς κανόνας ότι μία έκταση με δασική βλάστηση που έχει υλικώς απολέσει την κατά τα οριζόμενα στην προαναφερόμενη ερμηνευτική δήλωση ιδιότητά της αυτή όχι κατ΄ εκτέλεση νομικής πράξεως, αλλά από υλικές πράξεις ή φυσικά αίτια (ΣτΕ Ολομ. 2753/1994, Ολομ. 2281/1992), ναι μεν δεν παύει νομικώς να την έχει, εφ΄ όσον υλικώς την έχει κατά τα προαναφερόμενα απολέσει, αλλά επί πλέον α) όχι μόνον κηρύσσεται αναδασωτέα, προφανώς για να επανακτήσει υλικώς την υλικώς και μόνο απολεσθείσα, κατά τα ανωτέρω ιδιότητα, εφ΄ όσον καμία άλλη έννοια της αναδασώσεως δεν δίνεται από τη νομοθεσία ούτε και είναι νοητή, αλλά και β) αποκλείεται να διατεθεί για άλλον προορισμό, δηλαδή κατά τρόπο αναιρούντα τη δυνατότητα υλικής επανακτήσεως της υλικώς απολεσθείσης ιδιότητας, για την οποία ακριβώς κηρύχθηκε αναδασωτέα και μετά την επίτευξη της οποίας (επανακτήσεως) η έκταση αυτή παύει να είναι αναδασωτέα με την έκδοση της οικείας περί άρσεως της αναδασωτέας πράξεως ως καταστάσα πλέον και υλικώς έκταση με δασική βλάστηση και, συνεπώς, υποκείμενη εφεξής πλέον στις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, άρα και στην προβλεπόμενη από αυτές εξαίρεση (ΣτΕ Ολομ. 2778/1988). Η διάθεση της αναδασωτέας εκτάσεως κατά τρόπο αναιρούντα την κατά τα ανωτέρω δυνατότητα ολικής επανακτήσεως της υλικώς απολεσθείσας ιδιότητάς της θα ήταν επιτρεπτή μόνον αν η διάταξη του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος δεν προέβλεπε και τον προαναφερόμενο αποκλεισμό της διαθέσεως της εκτάσεως αυτής για άλλον προορισμό, αλλά περιοριζόταν στην συνεπεία της υλικής απώλειας της ιδιότητάς της διατήρηση αυτής (της ιδιότητάς της) νομικώς και την κήρυξή της ως αναδασωτέας, οπότε ως αναδασωτέα έκταση κατά πλάσμα δικαίου έχουσα δασική βλάστηση θα υπέκειτο στις διατάξεις του άρθρ. 24 παρ. 1 του Συντάγματος. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί και το ότι στις συζητήσεις κατά την 25η Συνεδρίαση/22.3.197 της Ολομέλειας της Επιτροπής του Συντάγματος 1975, οπότε η ανωτέρω διάταξη προτάθηκε για πρώτη φορά και περιελήφθη ως παρ. 12 του άρθρ. 111 του σχεδίου αυτής με τη διατύπωση «Δημόσιαι και ιδιωτικαί δασικαί εκτάσεις αποψιλωθείσα ή άλλως πως καταστραφείσαι είναι μόνον αναδασωτέαι, ουδέποτε δε διατίθενται δι΄ έτερον σκοπόν», η αποφυγή οικοπεδοποιήσεως των εκτάσεων με δασική βλάστηση που καταστράφηκε αναφέρθηκε απλώς ως παράδειγμα τέτοιας διαθέσεως και μάλιστα συνεπεία της καταστροφής της μόνο από πυρκαϊά. Το ανωτέρω δε παράδειγμα δεν το ανέφεραν οι βουλευτές που είχαν υποβάλει τη σχετική πρόταση (σελ. 423-425 πρακτικών). Επί πλέον, στην Ολομέλεια της Βουλής (Συνεδρίαση Θ΄/2.6.1975, σ. 1055 πρακτικών), ο ... .........., εκπρόσωπος των βουλευτών που υπέβαλαν την τροπολογία, η οποία αποτέλεσε την ισχύουσα διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 117, ρητώς ανέφερε ότι ο κίνδυνος είναι η μετατροπή των καταστροφεισών εκτάσεων με δασική βλάστηση «είτε εις οικόπεδα είτε εις χωράφια», δηλαδή η διάθεσή τους για οιονδήποτε άλλο πλην της ανακτήσεως της δασικής βλαστήσεως προορισμό, παραθέτων τους δύο συνηθέστερους πλην όχι μοναδικούς τέτοιους προορισμούς, εν γνώσει βεβαίως της προβλεπόμενης από το άρθρ. 24 παρ. 1 εξαιρέσεως, το οποίο είχε γίνει ήδη δεκτό ως άρθρο 27 (συνεδρ. ΟΘ/26.4.1975, σ. 551 πρακτικών). Τούτων έπεται ότι οι επίδικες διατάξεις, καθ΄ όσον επιτρέπουν την κατασκευή και εγκατάσταση έργων ηλεκτροπαραγωγής από Α.Π.Ε. σε αναδασωτέες εκτάσεις πριν την έκδοση πράξεως περί άρσεως της αναδασώσεώς τους λόγω επανακτήσεως της ιδιότητας για την απώλεια της οποίας κηρύχθηκαν αναδασωτέες είναι ανίσχυρες ως αντίθετες προς το άρθρ. 117 παρ. 3 του Συντάγματος».

Ολόκληρη η απόφαση είναι διαθέσιμη εδώ (πηγή: eclass.uoa.gr) 

Ακολουθήστε το legalnews24.gr στο Google News εδώ

Ακολουθήστε το legalnews24.gr στο Instagram εδώ

_______________

(1) 117 παρ.3 Σ: « Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό».

 


Σχόλια