Σύμφωνα με το άρθρο 322 παρ.2 εδ. β ΚΠολΔ « το δεδικασμένο εκτείνεται επίσης και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε οριστικά». Ως «δικονομικό ζήτημα» στη διάταξη αυτή νοείται κυρίως η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, για το λόγο ότι λείπουν μια ή περισσότερες διαδικαστικές προϋποθέσεις. Το δεδικασμένο για το δικονομικό ζήτημα καλύπτει, όπως και το δεδικασμένο για το ουσιαστικό ζήτημα, ως ενιαίο όλο. Εάν συνεπώς εγερθεί νέα, όμοια με την προηγούμενη αγωγή, δηλαδή αγωγή που έχει το ίδιο δικονομικό ελάττωμα, το δικαστήριο θα την απορρίψει ως απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου για την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης, χωρίς να ερευνήσει, αν έκρινε ορθά ή εσφαλμένα το προηγούμενο δικαστήριο. Εάν με τη δεύτερη αγωγή συμπληρώνεται η έλλειψη, το δικαστήριο μπορεί να την απορρίψει και πάλι ως απαράδεκτη για έλλειψη κάποιας άλλης διαδικαστικής προϋπόθεσης, έστω και εάν με την πρώτη απόφασή του έκρινε ότι η προϋπόθεση αυτή συντρέχει ( Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2η έκδοση, 2007, παρ.18, σελ.345-346, Ε.Ποδηματά, Δεδικασμένο, Αντικειμενικά όρια ιδίως επί ενστάσεων, τόμος I, έκδοση 2002, σελ. 128, ΕφΘες 796/2008 ό.π. ).
Το δεδικασμένο της απόφασης, που απορρίπτει την αγωγή ως μη νόμιμη, είναι ισοδύναμο με το δεδικασμένο της απόφασης, που απορρίπτει την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Και στις δύο περιπτώσεις το δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο ενάγων δεν έχει το επικαλούμενο με την αγωγή του ουσιαστικό δικαίωμα και αυτή ακριβώς η διαπίστωση περιβάλλεται με την ισχύ δεδικασμένου, αν η απόφαση είναι ή καταστεί τελεσίδικη (Κονδύλης ό.π. παρ.18, σελ.354). Σε περίπτωση απορρίψεως της αγωγής ως νόμω αβάσιμης, ο ενάγων αποκλείεται με βάση το δεδικασμένο μόνον από τη δυνατότητα να επανέλθει με μια νέα αγωγή ακριβώς ομοίου περιεχομένου προς την απορριφθείσα, εμμένοντας στο αίτημά του για διάγνωση της ίδιας έννομης συνέπειας (Ποδηματά, ό.π. σελ.94 επ. ιδίως σελ.100, ΕφΑθ 796/2008 ό.π.)...
Σε περίπτωση έκδοσης μη οριστικής απόφασης αναστολής της δίκης για προκριματικά ζητήματα κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ στην τακτική διαδικασία, η συζήτηση επαναφέρεται με κλήση και δεν είναι υποχρεωτική η προκατάθεση προτάσεων. Η επαναλαμβανόμενη μετά την αναστολή συζήτηση θεωρείται συνέχεια της αρχικής. Προς διαφύλαξη του δικαιώματος ακρόασης των διαδίκων είναι δυνατή η κατάθεση προσθήκης, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 237 παρ.7 ΚΠολΔ, για την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού της επαναλαμβανόμενης συζήτησης (Χ. Απαλλαγάκη (- Χ.Τριανταφυλλίδης) ό.π. αρθρ.249, αριθμ.6, σελ. 809, Αθ.Πανταζόπουλος, Πρακτικά ζητήματα εφαρμογής του Ν.4335/2015, ΕΠολΔ 2019 σελ. 40 επ. ιδίως 46-49, Αικ.Καραϊνδρου, εισήγηση σε επιμορφωτικό σεμινάριο δικαστικών λειτουργών της Ε.Σ.Δ.Ι. με θέμα «Ζητήματα εφαρμογής ΚΠολΔ μετά τους ν.4335/2015 και 4512/2018», Θεσσαλονίκη 12 Απριλίου 2019, Η άσκηση και συζήτηση της αγωγής κατά την τακτική διαδικασία μετά τις τροποποιήσεις του Ν.4335/2015, σελ.19, ΠΠΚερκ 679/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, αντιθέτως 2/2019 ΠρΧαλκ (Ολομ), σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση έκδοσης μη οριστικής απόφασης λόγω αναβολής της συζήτησης κατ’ άρθρο 249 ή 250 ΚΠολΔ, δεν χωρεί αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 254 παρ.2 ΚΠολΔ και η επαναφορά της αγωγής προς συζήτηση γίνεται με την κατάθεση κλήσης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου και την τήρηση των προθεσμιών των άρθρων 215, 237 ΚΠολΔ, με αφετήριο χρονικό σημείο υπολογισμού των σχετικών προθεσμιών την κατάθεση της κλήσης)...
...Στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής αντικειμενικώς σωρεύονται δύο αγωγές και ειδικότερα α) αρνητική αναγνωριστική αγωγή κυριότητας του εναγομένου και β) αρνητική αγωγή κατά το άρθρο 1108 ΑΚ, όπως έχει ήδη κριθεί με την μη οριστική υπ’αριθμ.44/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η υπό κρίση αρνητική αγωγή κατά το άρθρο 1108 ΑΚ αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, λαμβανομένου υπόψη ότι, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στην ανωτέρω υπό στοιχείο (γ) νομική σκέψη της παρούσας, η αρνητική αγωγή υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, αφού το αντικείμενο της δεν είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης. Όσον αφορά, όμως, την σωρευόμενη αρνητική αναγνωριστική αγωγή κυριότητας του εναγομένου στο επίδικο εδαφικό τμήμα, είναι αποτιμητή σε χρήμα και κατ’ εκτίμηση της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, που εισάγει αυτή, υπάγεται στην καθ’ύλην αρμοδιότητα όχι του παρόντος Δικαστηρίου αλλά του Ειρηνοδικείου (άρθρα 7, 8, 11 αριθμ.1, 12, 14 παρ.1 περ. α΄ ΚΠολΔ). Είναι αληθές βέβαια ότι η ύπαρξη καθ’ ύλην αρμοδιότητας ως προς μια από τις σωρευόμενες κατά το άρθρο 218 ΚΠολΔ αξιώσεις δεν καθιδρύει αρμοδιότητα και για τις λοιπές (ΕφΑθ 6197/2009 ΕλλΔνη 2010, 512). Ωστόσο, το παρόν Δικαστήριο, λόγω της συνάφειας των σωρευομένων αγωγών (άρθρο 31 §§ 2, 3 ΚΠολΔ, το οποίο καθιερώνει την ειδική δωσιδικία της συνάφειας, η οποία κάμπτει τη ρύθμιση του άρθρου 218 ΚΠολΔ και διέπει τόσο την καθ’ ύλην όσο και την κατά τόπο αρμοδιότητα (ΕφΠειρ 459/2016 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 317/2015 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) αλλά και για χάρη της οικονομίας της δίκης, θα κρατήσει ως ανώτερο και θα δικάσει κατά την τακτική διαδικασία και τη σωρευόμενη στην αρνητική αγωγή κατά το άρθρο 1108ΑΚ αρνητική αναγνωριστική αγωγή της κυριότητας του εναγομένου στο επίδικο εδαφικό τμήμα (άρθρα 7, 9, 11 αρ.1, 14 παρ. 1 περ. α΄, 18, 31 παρ. 3-2, 29 παρ.1 ΚΠολΔ). Ωστόσο η αρνητική αγωγή κατά το άρθρο 1108 ΑΚ ως προς άπαντα τα αιτήματα τυγχάνει απαράδεκτη λόγω ύπαρξης δεδικασμένου και πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα στην κρινόμενη υπόθεση, από το σύνολο των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων διαδικαστικών εγγράφων, που παραδεκτά προεπισκοπούνται, προκύπτει ότι η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας την από 05 Δεκεμβρίου 2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΜΤ 256/10.12.2012 αγωγή, η οποία αφορά στο ίδιο βιοτικό συμβάν, θεμελιώνεται στην ίδια νομική αιτία και περιέχει τα ίδια αιτήματα με την υπό κρίση αγωγή, πλην του αιτήματος να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, το οποίο δεν συνιστά αίτημα της τελευταίας. Επί της ανωτέρω από 05 Δεκεμβρίου 2012 αγωγής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 158/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηλείας ως καθ’ ύλην αρμόδιο για την εκδίκασή της. Εν συνεχεία, με την από 29 Ιουνίου 2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 48/2015 κλήση της ενάγουσας, η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηλείας στις 20 Ιανουαρίου 2016 και κατόπιν αναβολών συζητήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2016. Επί της ανωτέρω από 05 Δεκεμβρίου 2012 αγωγής εκδόθηκε στις 08 Μαΐου 2017 η υπ’αριθμ.11/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, η οποία, κατά τα προαναφερόμενα, έχει καταστεί τελεσίδικη. Με την ανωτέρω υπ’αριθμ.11/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου απορρίφθηκε η αρνητική αγωγή του άρθρου 1108 ΑΚ καθ’όλα τα αιτήματα αυτής ως μη νόμιμη, καθόσον « σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, η διαταρακτική συμπεριφορά του εναγομένου συνίσταται στην κατασκευή του αντλιοστασίου το έτος 1951, η οποία έγινε κατόπιν συναίνεσης του τότε κυρίου του ακινήτου, ..., και, επομένως, ….. δεν υφίσταται το στοιχείο του παρανόμου ως προϋπόθεση της αρνητικής αγωγής του άρθρου 1108 ΑΚ. Εξάλλου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, το εναγόμενο έπαυσε να χρησιμοποιεί το κατασκεύασμα επί του ακινήτου της ενάγουσας ήδη από το 1957 και, επομένως, δεν διαταράσσει με ενέργειες του την κυριότητα της ενάγουσας, ενώ ουδόλως αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο για ποιο λόγο υφίσταται νόμιμη υποχρέωση του εναγόμενου να άρει το ανωτέρω κατασκεύασμα, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, κατασκεύασε με τη συναίνεση του τότε κυρίου του το έτος 1951». Επομένως, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στις ανωτέρω υπό στοιχεία (α και β) νομικές σκέψεις της παρούσας και με δεδομένο ότι το δεδικασμένο της απόφασης, που απορρίπτει την αγωγή ως νόμω αβάσιμη, όταν δηλαδή τα επικαλούμενα με την αγωγή πραγματικά περιστατικά δεν επάγονται την αιτούμενη με αυτήν (αγωγή) έννομη συνέπεια, είναι ισοδύναμο προς το δεδικασμένο της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, διότι και στις δύο περιπτώσεις το δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο ενάγων δεν έχει το επικαλούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα και αυτή ακριβώς η διαπίστωση περιβάλλεται με την ισχύ του δεδικασμένου, από την υπ' αριθμ. 11/2017 τελεσίδικη απόφαση επί της πρώτης από 05 Δεκεμβρίου 2012 αγωγής παρήχθη δεδικασμένο ως προς το ουσιαστικό ζήτημα (δικαίωμα της ενάγουσας να παύσει ο εναγόμενος τη διατάραξη της κυριότητάς της, με το να καλύψει με επιχωμάτωση το πηγάδι που κατασκεύασε, να κατεδαφίσει το πέτρινο κτίσμα (αντλιοστάσιο) και να προβεί σε εργασίες ομαλοποίησης του εδάφους), το οποίο εμποδίζει την εκ νέου εκδίκαση του ίδιου δικαιώματος, που αποδικάσθηκε.
(η απόφαση δημοσιεύεται με επιμέλεια του δικηγόρου Πατρών, Βασιλείου Γαλανόπουλου)
Σχόλια