Κατηγορούμενοι για ξέπλυμα εκατομμυρίων ευρώ εγκληματικής οργάνωσης μεγάλη ελβετική τράπεζα και πρώην υπάλληλος της
Στην πρώτη ποινική δίκη μεγάλης τράπεζας στην Ελβετία, η Credit Suisse και μία πρώην υπάλληλος της αντιμετωπίζουν κατηγορίες ότι επέτρεψαν σε μια βουλγαρική εγκληματική οργάνωση διακίνησης κοκαΐνης να ξεπλύνει εκατομμύρια ευρώ, μερικά από αυτά σε τραπεζογραμμάτια μέσα σε βαλίτσες.
Η τράπεζα και η υπάλληλος αρνούνται τις κατηγορίες στην δίκη που ξεκίνησε και αναμένεται να διαρκέσει μέχρι τις αρχές Μαρτίου.
Το κατηγορητήριο επικεντρώνεται στις σχέσεις που είχαν η Credit Suisse και η πρώην υπάλληλος της με τον Βούλγαρο Έβελιν Μπάνεφ και συνεργάτες του, δύο από τους οποίους κατηγορούνται επίσης για την υπόθεση.
Η γυναίκα τραπεζίτης, η οποία κατηγορείται ότι βοήθησε στην απόκρυψη της εγκληματικής προέλευσης των χρημάτων μέσω συναλλαγών άνω των 146 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων, εμφανίστηκε στο Ομοσπονδιακό Ποινικό Δικαστήριο στην Bellinzona στη νότια Ελβετία. Τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν μεταξύ 2004 και 2008.
Εκπρόσωπος της Credit Suisse κατέθεσε ότι η τράπεζα απορρίπτει όλες τις κατηγορίες και είναι πεπεισμένη ότι η πρώην υπάλληλος της είναι αθώα.
Η Credit Suisse αμφισβητεί την παράνομη προέλευση των χρημάτων, όπως αναφέρει το δημοσίευμα του Reuters, λέγοντας ότι ο Μπάνεφ και ο κύκλος του διαχειρίζονταν νόμιμες επιχειρήσεις στον τομέα των κατασκευών, της χρηματοδοτικής μίσθωσης και των ξενοδοχείων.
Ο Μπάνεφ δεν αντιμετωπίζει κατηγορίες στην Ελβετία, αλλά καταδικάστηκε στην Ιταλία για διακίνηση ναρκωτικών το 2017 και στη Βουλγαρία το 2018 για ξέπλυμα χρήματος. Συνελήφθη τον περασμένο Σεπτέμβριο στην Ουκρανία καθώς χώρες όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία ζήτησαν τη σύλληψή του.
Στη Σόφια, ο δικηγόρος του είπε την περασμένη εβδομάδα ότι ο Μπάνεφ αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη σε ξέπλυμα χρημάτων από διακίνηση ναρκωτικών μέσω της Credit Suisse.
Η πρώην τραπεζίτης της Credit Suisse, της οποίας η ταυτότητα δεν αποκαλύφθηκε σύμφωνα με τους ελβετικούς κανόνες απορρήτου, ανέφερε στους διευθυντές τα επίμαχα γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων και δύο δολοφονιών, αλλά η τράπεζα αποφάσισε να συνεχίσει τη συνεργασία με τον Μπάνεφ.
Οι δύο δολοφονίες είχαν θύματα μάρτυρα που επρόκειτο να καταθέσει στο πλαίσιο ποινικής έρευνας κατά του Μπάνεφ και τη μητέρα του μάρτυρα. Ο Μπάνεφ, βρισκόταν υπό κράτηση εκείνη την εποχή, κατηγορούμενος για συμμετοχή σε ομάδα οργανωμένου εγκλήματος που είχε σκοπό να ξεπλύνει χρήματα.
"Η αντίδραση που έλαβα όταν μίλησα με τους ανωτέρους μου, ήταν να με ρωτήσουν: «ήταν το άτομο που δολοφονήθηκε πελάτης τράπεζας; Όχι, δεν ήταν», κατέθεσε η πρώην υπάλληλος στο δικαστήριο. Επίσης ρωτήθηκε αν το θύμα συνδεόταν με κάποιο τρόπο με την τράπεζα και στην αρνητική απάντηση της υπαλλήλου, οι managers της τράπεζας αντέδρασαν ως εξής: «τότε ποιο είναι το πρόβλημά σου;"
Στο δικαστήριο αναφέρθηκε ότι η πρώην υπάλληλος έλαβε μπόνους 122.000 ελβετικών φράγκων το 2006 και 180.000 φράγκων τόσο το 2007 όσο και το 2008.
Παίρνοντας θέση για την υπόθεση, οι υπεύθυνοι της τράπεζας κατέθεσαν ότι δεν μπορούσαν να θυμηθούν τα γεγονότα εκείνης της εποχής και είπαν ότι εμπιστεύτηκαν το θέμα στο νομικό τμήμα και το τμήμα συμμόρφωσης της τράπεζας σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανόνες σχετικά με τα υπό έρευνα κεφάλαια.
Η εν λόγω υποθεση φαινεται να είναι μόνο ένα μικρό μερος του μεγαλύτερου σκανδάλου στο ελβετικό τραπεζικό σύστημα.
Πρόκειται για την πρόσφατη διαρροή των στοιχείων 30.000 πελατών της Credit Suisse, που αποδεικνύουν ότι εγκληματίες μπορούσαν να ανοίξουν και να διατηρούν λογαριασμούς στην τράπεζα, ακόμα κι όταν εκείνη γνώριζε τη δράση τους.
Τα στοιχεία έδωσαν, πριν έναν χρόνο, στη γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung πληροφοριοδότες. Ακολούθησε έρευνα από την εφημερίδα με τη συνεργασία των Organized Crime and Corruption Reporting Project (OCCRP), The Guardian, The New York Times και Le Monde.
Μεταξύ των προσώπων που απολάμβαναν την ασφάλεια και μυστικότητα της δεύτερης μεγαλύτερης τράπεζας της Ελβετίας είναι άτομα που εμπλέκονται σε βασανιστήρια, διακίνηση ναρκωτικών, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, διαφθορά και άλλα σοβαρά εγκλήματα.
Τα στοιχεία των λεγομένων Suisse Secrets ξεκινούν από τη δεκαετία του 1940 και απλώνονται έως και την περασμένη δεκαετία. Πάνω από τα δύο τρίτα των διαθέσιμων λογαριασμών άνοιξαν μετά το 2000 και σύμφωνα με την έρευνα της SZ, πολλοί από αυτούς εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα.
Μεταξύ των προσώπων που εμπλέκονται στην υπόθεση είναι:
Το πρώην αφεντικό της Siemens στη Νιγηρία, Eduard Seidel, που έχει καταδικαστεί για δωροδοκία. Είχε κατά καιρούς έξι λογαριασμούς στην Credit Suisse. Σύμφωνα με στοιχεία του 2006, ένας από αυτούς έχει περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω των 54 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων - ποσό που είναι δύσκολο να εξηγηθεί με τον μισθό του στη Siemens. Όταν ρωτήθηκε, ο Seidel αρνήθηκε τις κατηγορίες, χωρίς να εξηγήσει από πού προέρχονται τα εκατομμύρια.
- Ένα άτομο που έχει καταδικαστεί στις Φιλιππίνες ως «δουλέμπορος».
- Ένας Αιγύπτιος που καταδικάστηκε για δολοφονία.
- Καρδινάλιοι που εμπλέκονται σε μια φερόμενη δόλια επένδυση σε ακίνητο στο Λονδίνο, ύψους 350 εκατομμύριων ευρώ και βρίσκεται στο επίκεντρο ποινικής δίκης.
- Ο Pavlo Lazarenko, ο οποίος υπηρέτησε ένα έτος ως πρωθυπουργός της Ουκρανίας (1997 -1998) πριν υποβάλει αίτηση για λογαριασμό στην Credit Suisse. Ένα μήνα αφότου οι πιέσεις των αντιπάλων ανάγκασαν τον Λαζαρένκο να ανακοινώσει την παραίτησή του, άνοιξε τον πρώτο από τους δύο λογαριασμούς του στην Credit Suisse. Στον έναν λογαριασμό βρέθηκαν 3,6 εκατομμύρια δολάρια.
- Η δικηγόρος Helen Rivilla, που καταδικάστηκε το 1992 για συνέργεια στο ξέπλυμα χρημάτων για λογαριασμό του δικτάτορα των Φιλιππίνων, Ferdinand Marcos. Παρόλα αυτά, μπόρεσε να ανοίξει έναν ελβετικό λογαριασμό το 2000, όπως και ο σύζυγός της, Antonio, ο οποίος αντιμετώπισε παρόμοιες κατηγορίες που στη συνέχεια αποσύρθηκαν.
- Ο πρώην επικεφαλής του χρηματιστηρίου του Χονγκ Κονγκ Ronald Li Fook-Shiu που έχει φυλακιστεί για δωροδοκία.
Μεγάλος αριθμός πελατών του Suisse Secrets προέρχεται από τη Βενεζουέλα, την Αίγυπτο, την Ουκρανία και το Τατζικιστάν - όλες χώρες όπου μέλη της πολιτικής ηγεσίας θεωρούνταν επανειλημμένα ύποπτα για διαφθορά.
Η ίδια η Credit Suisse απορρίπτει κατηγορηματικά τις κατηγορίες και υποστηρίζει ότι περίπου το 90% των επίμαχων λογιαριασμών έχει κλείσει. Μάλιστα, αναφέρει ότι το 60% αυτών έκλεισε πριν το 2015.
Ωστοσο οι πληροφοριοδότες, που παραμένουν ανώνυμοι, κατηγορούν για αθέμιτες πρακτικές όχι μόνο την τράπεζα, αλλά το νομικό πλαίσιο της Ελβετίας και καλούν τους πολίτες της Ελβετίας να αλλάξουν αυτό το καθεστώς μυστικότητας.
Μαζί με τα στοιχεία, έστειλαν μία επιστολή στην οποία εξηγούν τα κίνητρά τους:
«Πιστεύουμε ότι οι ελβετικοί νόμοι περί τραπεζικού απορρήτου είναι ανήθικοι. Το πρόσχημα της προστασίας του χρηματοοικονομικού απορρήτου είναι απλώς ένα φύλλο συκής που καλύπτει τον επαίσχυντο ρόλο των ελβετικών τραπεζών ως συνεργατών φοροφυγάδων» αναφέρει η επιστολή.
«Παρόλο που το CRS είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση προς την πρόληψη της φοροδιαφυγής, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες δεν καλύπτονται από αυτή τη συμφωνία. Επιπλέον, η απαίτηση αμοιβαιότητας του CRS επιβάλλει δυσανάλογη οικονομική και υποδομική επιβάρυνση στις αναπτυσσόμενες χώρες, διαιωνίζοντας τον αποκλεισμό τους από το σύστημα στο άμεσο μέλλον. Αυτή η κατάσταση επιτρέπει τη διαφθορά και απομυζεί τις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτές οι χώρες είναι αυτές που υποφέρουν περισσότερο από το κόλπο της Ελβετίας». …Την ευθύνη για αυτήν την κατάσταση δεν έχουν οι ελβετικές τράπεζες αλλά μάλλον το ελβετικό νομικό σύστημα. Οι τράπεζες είναι απλώς καλοί καπιταλιστές που μεγιστοποιούν τα κέρδη εντός του νομικού πλαισίου στο οποίο λειτουργούν. Με απλά λόγια, οι Ελβετοί νομοθέτες είναι υπεύθυνοι για τη δυνατότητα διάπραξης οικονομικών εγκλημάτων και —λόγω της άμεσης δημοκρατίας— ο λαός της Ελβετίας έχει τη δύναμη να κάνει κάτι γι' αυτό. Αν και γνωρίζουμε ότι οι νόμοι περί τραπεζικού απορρήτου ευθύνονται εν μέρει για την ελβετική οικονομική επιτυχία, πιστεύουμε ότι μια τόσο πλούσια χώρα θα πρέπει να έχει συνείδηση.»
Η Credit Suisse έχει εμπλακεί σε δεκάδες σκάνδαλα τις τελευταίες δύο δεκαετίες και έχει πληρώσει περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια δολάρια σε πρόστιμα. Το 2014, επλήγη με πρόστιμο ρεκόρ 2,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
(πηγές : Reuters.com / gr.euronews.com)
Σχόλια