Γράφει η δικηγόρος Παρ’Αρείω Πάγω Αναστασία Χρ. Μήλιου*
Σπανίζουν πλέον οι δικαστικές αποφάσεις που δικαιώνουν τους δανειολήπτες έναντι των καταχρηστικών συμπεριφορών των τραπεζών. Βασικός λόγος φυσικά είναι και η οικονομική δυσχέρεια των οφειλετών να προσφύγουν στην δικαιοσύνη για να διεκδικήσουν χρηματική αποζημίωση ενώ και η καθυστέρηση στην έκδοση απόφασης παίζει αποτρεπτικό ρόλο.
Η συγκεκριμένη υπόθεση που θα αναλυθεί κατωτέρω ξεκίνησε με αγωγή του δανειολήπτη που κατατέθηκε το 2017 με την πρωτόδικη απόφαση να απορρίπτει την αγωγή του. Ο δανειολήπτης προσέφυγε στο Εφετείο και αυτό το 2022 τον δικαίωσε. Από την κατωτέρω απόφαση προκύπτουν αρκετά ζητήματα άξια σχολιασμού. Το πρώτο είναι η διάρκεια έκδοσης τελεσίδικης απόφασης. Η αγωγή κατατέθηκε το 2017 και εν τέλει ο ενάγων δικαιώθηκε το 2022. Το άλλο είναι η μικρή χρηματική αποζημίωση που όρισε το δικαστηριο για μια τέτοια καταχρηστική συμπεριφορά της τράπεζας και το τρίτο και βασικότερο είναι αυτή καθ’εαυτή η συμπεριφορά της τράπεζας που είναι παρόμοια σε πολλές άλλες περιπτώσεις και οδηγεί τους δανειολήπτες αν όχι στην οικονομική τους καταστροφή, τουλάχιστον σε μαρασμό και δυσχέρεια.
Ο εκκαλών δανειολήπτης το 2010 σύνηψε με την τράπεζα δανειακή σύμβαση προκειμένου να καλύψει τα έξοδα εγκατάστασης φωτοβολταϊκού συστήματος. Παράλληλα με τη σύναψη της ως άνω σύμβασης, προέβη σε σύσταση ενεχύρου προς εξασφάλιση της, εκχωρώντας τις απαιτήσεις που διατηρούσε έναντι της ΔΕΗ Α.Ε., δυνάμει της σύμβασης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Από το 2012 αναγκάστηκε να προβεί σε διαπραγματεύσεις με τους προστηθέντες υπαλλήλους της τράπεζας, προκειμένου να τροποποιήσει τους όρους της σύμβασης, με σκοπό να επιτύχει μείωση της δόσης εξυπηρέτησης του δανείου του με ταυτόχρονη επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του.
Προς τον σκοπό αυτό συναίνεσε στην παραχώρηση εμπράγματης ασφάλειας σε ακίνητο ιδιοκτησίας του στη Σαλαμίνα, στο οποίο και είχε εγκατασταθεί το φωτοβολταϊκό σύστημα. Επί έξι μήνες ανέμενε την υλοποίηση της τροποποίησης των όρων δανεισμού και όταν τελικά η τράπεζα απάντησε ότι δεν ικανοποιείται από το εν λόγω ακίνητο, υπέβαλε εκ νέου το αίτημα του, προσφέροντας έτερο ακίνητο ιδιοκτησίας του. Εν συνεχεία η τράπεζα του απέστειλε εξώδικο καλώντας τον να ρυθμίσει τις οφειλές του, χωρίς ωστόσο να υφίστανται τέτοιες, καθόσον ο ίδιος ήταν ενήμερος. Ενόσω διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις υπογραφής πρόσθετης τροποποιητικής πράξης της σύμβασης, ξεκίνησαν αλλεπάλληλες τηλεφωνικές οχλήσεις, σε διαφορετικές ώρες της ημέρας, από διαφορετικούς προστηθέντες της εναγομένης με σκοπό την ενημέρωση του για προγράμματα ρύθμισης οφειλών, αποδέκτης των οποίων πλην του δανειολήπτη υπήρξε και η μητέρα του.
Εν τέλει, κατόπιν σωρείας επιστολών και επιτόπιων μεταβάσεων σε διάφορα υποκαταστήματα της τράπεζας, ένα χρόνο μετά, ο ενάγων συναίνεσε ενώπιον Δικαστηρίου στην εγγραφή προσημείωσης επί ακινήτου ιδιοκτησίας του, χωρίς να έχει ενημερωθεί προσηκόντως για τους νέους όρους αποπληρωμής της οφειλής του. Κατόπιν η τράπεζα τον προέτρεψε να συνυπογράψει πρόσθετη πράξη με την οποία δεσμευόταν για το ύψος της οφειλής μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο, χωρίς όμως ο ίδιος να είναι σε θέση να ελέγξει την ορθότητα του ποσού, ενώ η πρόσθετη αυτή πράξη δεν προέβλεπε ούτε χρόνο έναρξης πληρωμής και λήξης της συμβατικής σχέσης, ούτε επιτόκιο αποπληρωμής.
Στην ως άνω συμπεριφορά της τράπεζας ο δανειολήπτης απάντησε με την απεύθυνση του στην Ανεξάρτητη Αρχή «Συνήγορος του Καταναλωτή», υποβάλλοντας το 2014 αίτημα να ενημερωθεί εγγράφως για το σύνολο των ειδικότερων τροποποιημένων πια όρων της δανειακής του σύμβασης. Μετά από πληθώρα επιστολών από τον Συνήγορο του Καταναλωτή προς την τράπεζα, η τελευταία προέβη στην αποστολή νεότερης εξώδικης επιστολής με την οποία του δήλωνε ότι θα προβεί σε καταγγελία του δανείου και σε δικαστικές ενέργειες εναντίον του. Ητράπεζα προέβη σε παράνομες χρεώσεις συνολικού ποσού 1.500 ευρώ περίπου και πλέον συγκεκριμένα χρέωσε το λογαριασμό εξυπηρέτησης του επίδικου δανειακού προϊόντος το 2013 με «ΕΞΟΔΑ ΑΛΛΑ ΕΞΑΣΦ Δ/.», το 2014 με «ΕΞΟΔΑ ΚΑΘΥΣΤΕΡ.», με «ΕΞ ΚΟΙΝ/ΣΗΣ» και με τόκους υπερημερίας για το χρονικό διάστημα της μεταξύ τους διαπραγμάτευσης.
Η ως άνω συμπεριφορά της τράπεζας, καθώς και οι συνεχείς τηλεφωνικές οχλήσεις της δια των προστηθέντων της προς τον δανειολήπτη και την μητέρα του καθ' όλο το διάστημα της προσπάθειας εκ μέρους του να επιλυθεί συμβιβαστικά η μεταξύ τους διαφορά, προσέβαλαν την τιμή και την αξιοπρέπεια του και του προκάλεσαν ψυχική ταλαιπωρία. Με την προεκτεθείσαανυσυμβατική, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της η τράπεζατου προκάλεσε περιουσιακή ζημία. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, επικαλούμενος ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη της τράπεζας, ζήτησε από το δικαστήριο αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία που υπέστη, συνιστάμενη στο ποσό των 1.500 ευρώ, και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη.
Μορφή παραβίασης αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. Επιπλέον ο νόμος για την προστασία του καταναλωτή έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον «προμηθευτή» - και στις τράπεζες - την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» - και του ιδιώτη επενδυτή - ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται σε άρθρα του νόμου, που αναφέρονται σε «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών».
Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του «προμηθευτή» συνίσταται κυρίως, σε αποζημίωση του καταναλωτή. Επομένως, οι ανωτέρω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται η αστική ευθύνη σε αποζημίωση εξαιτίας αδικοπραξίας, δε διαφέρουν από εκείνες του νομου περί προστασίας καταναλωτών, που διέπει, μεταξύ άλλων, τις περιπτώσεις ευθύνης ένεκα παροχής τραπεζικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής ήτοι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους.
Από τη συναλλακτική σχέση που δημιουργείται μεταξύ τράπεζας και πελάτη προκύπτουν τόσο γενικής φύσης υποχρεώσεις, όσο και ειδικής, οι οποίες έχουν τη βάση τους σε συγκεκριμένη σχέση. Τούτο συμβαίνει κυρίως για τους εξής λόγους: α) η τράπεζα είναι επαγγελματίας και γνώστης της αγοράς χρήματος, με ευρύτατη πληροφόρηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω δε της θέσης της αυτής, μπορεί να προκόψει υποχρέωση της να καταστήσει τον πελάτη της κοινωνό ορισμένων πληροφοριών ή να του παράσχει συμβουλές, β) από τη συμπεριφορά της τράπεζας εξαρτάται πολλές φορές ακόμη και η οικονομική κατάσταση του πελάτη της, γ) οι σχέσεις τράπεζας και πελάτη έχουν εμπιστευτικό και άρα ιδιαίτερα ευαίσθητο χαρακτήρα, δεδομένου ότι η τράπεζα γνωρίζει πολλά προσωπικά και ενδεχομένως απόρρητα στοιχεία του πελάτη της, δ) τα πιστωτικά ιδρύματα δεν είναι απλές εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά επιτελούν σημαντικότατη λειτουργία στην εθνική οικονομία κάθε χώρας διότι χρηματοδοτούν το εμπόριο και τη βιομηχανία. Η θέση αυτή των τραπεζών τους επιβάλλει την υποχρέωση ομαλής και καλόπιστης συνεργασίας τους με τους πελάτες τους και ε) η τράπεζα έχει κατά κανόνα μεγαλύτερη οικονομική ισχύ από τον πελάτη της.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η θέση της τράπεζας είναι κατά πολύ πλεονεκτικότερη από αυτή των πελατών της, πράγμα που δικαιολογεί τη δημιουργία αυξημένης υποχρέωσης προστασίας των συμφερόντων των πελατών της, η οποία εξειδικεύεται με βάση και τις ειδικές συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Και τούτο γιατί μεταξύ τράπεζας και πελάτη δημιουργείται μία εξειδικευμένη σχέση εμπιστοσύνης αλλά εν μέρει και εξάρτησης του πελάτη καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η τράπεζα έχει ειδικές γνώσεις των συνθηκών της αγοράς, καθώς και ευρύτατο φάσμα πληροφοριών. Από τη γενική αυτή υποχρέωση απορρέει αφενός η ειδικότερη υποχρέωση της τράπεζας να μην επιδιώκει μονομερώς την πρόταξη των ατομικών της συμφερόντων καθώς και ότι η υπό ευρεία έννοια παροχή της πρέπει να τελεί σε σχέση αναλογίας με την αιτούμενη από τον πελάτη της αντιπαροχή και αφετέρου η ειδικότερη υποχρέωση ενημέρωσης και παροχής συμβουλών, ανάλογα και με τις συγκεκριμένες συνθήκες και το επίπεδο γνώσεων του πελάτη της.
Έτσι η τράπεζα έχει υποχρέωση όταν είναι πρόδηλο ότι ο συγκεκριμένος πελάτης δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους από τη σκοπούμενη συναλλαγή ή όταν η τράπεζα γνωρίζει ορισμένα γεγονότα, που αν γνώριζε ο πελάτης της. πιθανότατα δεν θα προέβαινε στη σύναψη της. Αντίστοιχα ισχύουν σχετικά με την υποχρέωση της τράπεζας για παροχή συμβουλών σε περίπτωση που το ζητήσει ο πελάτης και το αποδεχθεί η τράπεζα. Λόγω της σχέσης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει κάθε τραπεζική σύμβαση και έχει ως γενικό περιεχόμενο την πίστη κυρίως του πελάτη της τράπεζας ότι αυτή θα πράξει ό,τι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και την προστασία των οικονομικών του συμφερόντων, αλλά και της ίδιας της τράπεζας ότι ο πελάτης της συμπεριφέρεται απέναντι της με ειλικρίνεια και διάθεση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει, η εφαρμογή των αρχών της καλής πίστης προσλαμβάνει ιδιαίτερα ευρύ περιεχόμενο και ένταση στα πλαίσια των τραπεζικών συναλλαγών. Οι αρχές αυτές επιβάλλουν τόσο στα διαπραγματευόμενα όσο και στα συμβαλλόμενα μέρη την τήρηση συμπεριφοράς ανταποκρινόμενης στην ιδιαιτερότητα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των μερών.
Κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων η σχέση εμπιστοσύνης, ως απόρροια της εφαρμογής της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, αφορά οπωσδήποτε στις γενικές υποχρεώσεις διαφώτισης και προστασίας. Η πρώτη έχει ως αντικείμενο την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων σχετικά με το περιεχόμενο της σκοπούμενης σύμβασης, ώστε να διαφυλάσσεται η συμβατική ελευθερία, δηλαδή να μην επηρεάζεται από άγνοια η βούληση του άλλου μέρους, κατά τη σύναψη της σύμβασης και τη διαμόρφωση του περιεχομένου της. Η δεύτερη αφορά στην λήψη μέτρων προστατευτικών των απολύτων εννόμων αγαθών, αλλά και της περιουσίας του άλλου μέρους. Κατά το στάδιο της συμβατικής δέσμευσης, η σχέση εμπιστοσύνης επιβάλλει στην τράπεζα τις γενικές «υποχρεώσεις» αφενός της τήρησης εξαιρετικής επιμέλειας ως προς την εξυπηρέτηση του αντισυμβαλλόμενου πελάτη της και αφετέρου, σε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, της πρόταξης του συμφέροντος αποκλειστικά του πελάτη της. Ο τελευταίος οφείλει επίσης από την πλευρά του να επιδεικνύει ιδιαίτερα ειλικρινή συμπεριφορά και επιμέλεια. Η παράβαση αυτών των υποχρεώσεων, συνεπάγεται ευθύνη του παραβάτη. Ειδικότερη παράβαση των αρχών της καλής πίστης μπορεί να αποτελέσει και η εκμετάλλευση της υπερέχουσας θέσης της τράπεζας έναντι του πελάτη της και μάλιστα με την χρησιμοποίηση μεθοδεύσεων μη ανταποκρινόμενων στην εντιμότητα και την ειλικρίνεια των συναλλαγών, με αποτέλεσμα τη συνομολόγηση υπέρ αυτής συμβατικών όρων που διαταράσσουν υπέρμετρα την ισορροπία σε βάρος του πελάτη, με συνεκτίμηση βέβαια της φύσης των αγαθών και των υπηρεσιών όσον αφορά η σχετική σύμβαση.
Με βάση τις νομικές αυτές σκέψεις και με το ιστορικό όπου αναφέρεται περιληπτικά η παράνομη και καταχρηστική συμπεριφορά της τράπεζας το δικαστηριο έκρινε ότι θα πρέπει η τράπεζα να καταβάλει στον δανειοληπτη ποσό 3.500 ευρώ ήτοι τα 1500 ευρώ που του χρέωσε παράνομα και 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
* Η Αναστασία Μήλιου είναι δικηγόρος Αθηνών, Τηλ. 6945-028153, 213-0338950 e-mail: natmil@otenet.gr
Σχόλια