Σύμφωνα με Απόφαση του ΔΕΕ στις 29.3.2022, στην υπόθεση C-132/20 Getin Noble Bank, το γεγονός και μόνον ότι ένας δικαστής διορίσθηκε σε χρονική περίοδο που το κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται δεν αποτελούσε ακόμη δημοκρατικό καθεστώς δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του.
Το πολωνικό Ανώτατο Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί σε τελευταίο βαθμό επί διαφοράς σχετικής με τον προβαλλόμενο καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας υπολογισμού δανείου σε αξία αλλοδαπού νομίσματος, η οποία περιλαμβάνεται σε σύμβαση πιστώσεως συναφθείσα μεταξύ καταναλωτών και της πολωνικής τράπεζας Getin Noble Bank.Στο πλαίσιο αυτό, το ως άνω δικαστήριο διερωτάται εάν οι τρεις εφέτες που είχαν επιληφθεί προηγουμένως της διαφοράς πληρούν τις κατά το δίκαιο της Ένωσης απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Συγκεκριμένα, ένας από τους δικαστές αυτούς είχε αρχίσει τη δικαστική σταδιοδρομία του επί κομμουνιστικού καθεστώτος και δεν έδωσε εκ νέου όρκο δικαστή μετά την πτώση του εν λόγω καθεστώτος. Οι δύο άλλοι δικαστές διορίσθηκαν ως εφέτες σε χρονική περίοδο (συγκεκριμένα δε μεταξύ των ετών 2000 και 2018) κατά την οποία, όπως έχει κρίνει το πολωνικό Συνταγματικό Δικαστήριο, το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο (KRS), το οποίο μετείχε στη διαδικασία διορισμού τους, δεν λειτουργούσε κατά τρόπο διαφανή, η δε σύνθεσή του ήταν αντίθετη προς το Σύνταγμα.
Το πολωνικό Ανώτατο Δικαστήριο, σε μονομελή σχηματισμό, αποφάσισε επομένως να υποβάλει ερωτήματα στο Δικαστήριο σχετικά με τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των δικαστηρίων.
Με την απόφασή του, το Δικαστήριο απορρίπτει καταρχάς το επιχείρημα του μετέχοντος στη διαδικασία Πολωνού Συνηγόρου του Πολίτη, κατά το οποίο ο δικαστής του πολωνικού Ανωτάτου Δικαστηρίου που υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο δεν είχε το δικαίωμα να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα λόγω πλημμελειών τις οποίες ενείχε ο δικός του διορισμός και οι οποίες θέτουν υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του.
Πράγματι, το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του πληροφορίες σχετικά με τον συγκεκριμένο δικαστή ή άλλα στοιχεία που θα μπορούσαν να ανατρέψουν το τεκμήριο ότι το πολωνικό Ανώτατο Δικαστήριο, ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης συνθέσεώς του, πληροί τις απαιτήσεις, ιδίως δε εκείνες περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, προκειμένου να θεωρηθεί «δικαστήριο» κράτους μέλους δυνάμενο να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι παραδεκτά.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο εξετάζει τις δύο επιμέρους ομάδες στις οποίες χώρισε τα υποβληθέντα ερωτήματα. Όσον αφορά τον δικαστή ο οποίος άρχισε τη σταδιοδρομία του επί κομμουνιστικού καθεστώτος, το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τη μέθοδο αναλύσεως που διαμόρφωσε η νομολογία του των τελευταίων ετών σχετικά με τα εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των δικαστηρίων κατά το δίκαιο της Ένωσης, εκτιμά ότι το γεγονός αυτό και μόνον δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του συγκεκριμένου δικαστή κατά την άσκηση των μεταγενέστερων δικαιοδοτικών καθηκόντων του.
Επισημαίνει στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ άλλων, ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας προσχώρησε στην Ένωση και στις αξίες της, στις οποίες καταλέγεται και εκείνη του κράτους δικαίου, χωρίς να προκαλεί σχετικώς δυσχέρειες το γεγονός ότι ορισμένοι Πολωνοί δικαστές είχαν διορισθεί σε χρονική περίοδο κατά την οποία το εν λόγω κράτος δεν αποτελούσε ακόμη δημοκρατικό καθεστώς. Το αιτούν δικαστήριο, άλλωστε, δεν προέβαλε καμία ένδειξη που θα μπορούσε να προκαλέσει αμφιβολίες συναφώς.
Όσον αφορά τους δύο άλλους εφέτες, το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας την ίδια μέθοδο αναλύσεως, επισημαίνει ότι το πολωνικό Συνταγματικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της ανεξαρτησίας του KRS όταν έκρινε, το 2017, ότι η σύνθεση του οργάνου αυτού, ως είχε κατά το χρονικό διάστημα διορισμού των δύο οικείων δικαστών, αντέβαινε στο Σύνταγμα.
Επομένως, η κήρυξη αυτή αντισυνταγματικότητας δεν δύναται, αφ’ εαυτής, να θέσει υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του KRS υπό την τότε σύνθεσή του και, ως εκ τούτου, την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των δικαστών στη διαδικασία διορισμού των οποίων είχε μετάσχει το συγκεκριμένο όργανο.
Εξάλλου, το αυτό συμπέρασμα ισχύει και σε περίπτωση κατά την οποία δικαστής επελέγη από το KRS ως υποψήφιος για την κατάληψη θέσεως κατόπιν διαδικασίας η οποία δεν ήταν, τότε, ούτε διαφανής ή δημόσια ούτε δεκτική ένδικης προσφυγής, εφόσον δεν υπάρχουν στοιχεία καταδεικνύοντα έλλειψη ανεξαρτησίας του KRS. Το αιτούν δικαστήριο δεν προέβαλε συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν αμφιβολίες συναφώς. (curia.europa.eu)
Σχόλια