Δικηγορικές εταιρείες: Είσοδος δικηγόρου ως εταίρου που έχει σχέση πάγιας αντιμισθίας - Η πάγια αντιμισθία εντάσσεται στην ύλη της εταιρίας και αποτελεί έσοδο αυτής (ΑΠ)

ΑΠ Απόφαση 1079 / 2021 (ΠΟΛ.): Όταν ο δικηγόρος εισέρχεται, ως εταίρος σε δικηγορική εταιρία και ταυτόχρονα έχει σχέση πάγιας αντιμισθίας παροχής νομικών υπηρεσιών, η σχέση αυτή εισφέρεται πλέον στη δικηγορική εταιρία, διότι ο δικηγόρος απαγορεύεται να ασκεί ατομική δικηγορία χωρίς αυτός να μπορεί να διατηρήσει την επί παγία αντιμισθία απασχόλησή του, ως ατομική του δραστηριότητα. Επομένως η πάγια αντιμισθία εντάσσεται εκ του νόμου στην ύλη της δικηγορικής εταιρίας και αποτελεί έσοδο αυτής χωρίς να επηρεάζεται από την εσωτερική διαμόρφωση των σχέσεων μεταξύ εντολέα πελάτη δικηγόρου, που είχε την πάγια αντιμισθία.

«Με το ΠΔ 518/1989 το οποίο ίσχυσε από τον Οκτώβριο του έτους 1989 έως και τις 22/5/2005 και το ΠΔ 81/2005 το οποίο ίσχυσε από τις 23/5/2005 έως τις 27/9/2013 που τέθηκε σε ισχύ ο νέος κώδικας δικηγόρων (Ν.4193/2013) ρυθμίζεται η δραστηριότητα και η λειτουργία των δικηγορικών εταιριών. Κατά τη διάταξη του άρθρου 43 του ΠΔ 518/1989 ορίζεται ότι "κάθε δικηγορική εταιρία μπορεί να παρέχει νομικές υπηρεσίες με τόσες πάγιες αντιμισθίες των μελών της, όσα είναι και τα μέλη της. Στη περίπτωση αυτή το ετήσιο συνολικό εισόδημα του εταίρου δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο της πάγιας αντιμισθίας της έμμισθης θέσης του". Με την πιο πάνω διάταξη, η οποία φέρει τον τίτλο "πολυθεσία" προκύπτει ότι παραχωρήθηκε στη δικηγορική εταιρία το δικαίωμα να συμπεριλαμβάνει στα μέλη της και έμμισθους επί παγία αντιμισθία δικηγόρους, που παρέχουν υπηρεσίες υπέρ νομικών προσώπων είτε του ιδιωτικού είτε του δημοσίου τομέα. Από τη στιγμή της ένταξης του δικηγόρου στη δικηγορική εταιρία, η εταιρία είναι αυτή που παρέχει τις νομικές υπηρεσίες, όπως ρητά διατυπώνεται στην πιο πάνω διάταξη του άρθρου 43 του ΠΔ 518/1989 "κάθε εταιρία μπορεί να παρέχει νομικές υπηρεσίες με τόσες πάγιες αντιμισθίες των μελών της, όσα είναι και τα μέλη της". Από τη γραμματική διατύπωση του πιο πάνω άρθρου, που επιγράφεται ως "πολυθεσία" συνάγεται, ότι στόχος της διάταξης ήταν η θέσπιση ανωτάτου ορίου παγίων αντιμισθιών αποτέλεσμα της δυσπιστίας και της ατολμίας με την οποία ο νομοθέτης αντιμετώπιζε τότε τις δικηγορικές εταιρίες χωρίς να προκύπτει από τη συγκεκριμένη αυτή διάταξη, ότι απαγορεύεται η δυνατότητα στις δικηγορικές εταιρίες να συνάπτουν συμβάσεις πάγιας αντιμισθίας. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΠΔ 518/1989 "Δύο ή περισσότεροι δικηγόροι μέλη του ίδιου Δικηγορικού Συλλόγου μπορούν να συστήσουν "Αστική Επαγγελματική Εταιρία Δικηγόρων" με σκοπό την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών σε τρίτους και τη διανομή των συνολικών καθαρών αμοιβών, που θα προκύψουν από τη δραστηριότητα αυτή", ενώ από το άρθρο 12 του ίδιου ΠΔ ορίζεται ότι "ο εταίρος δικηγόρος απαγορεύεται να συμμετέχει και σε άλλη δικηγορική εταιρία ή να ασκεί ατομική δικηγορία και γενικά να ενεργεί για δικό του ή ξένο λογαριασμό πράξεις αντίθετες με τα συμφέροντα της εταιρίας". Από τον συνδυασμό των πιο πάνω άρθρων προκύπτει ότι η δικηγορική εταιρία είναι Αστική Επαγγελματική Εταιρία, δεν έχει κεφαλαιουχικό χαρακτήρα στηρίζεται αποκλειστικά στην υποχρεωτική προσφορά των δικηγορικών υπηρεσιών των μελών της, τα οποία δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε άλλη δικηγορική εταιρία ούτε να ασκούν ατομική δικηγορία, ενώ απαγορεύεται να διενεργούν πράξεις αντίθετες με τα συμφέροντα της εταιρίας, λαμβανομένου υπόψη ότι ο θεσμός της δικηγορικής εταιρίας στηρίζεται στην προσωπική εισφορά υπηρεσιών. Καθίσταται λοιπόν προφανές ότι, όταν ο δικηγόρος εισέρχεται, ως εταίρος σε δικηγορική εταιρία και ταυτόχρονα έχει σχέση πάγιας αντιμισθίας παροχής νομικών υπηρεσιών, η σχέση αυτή εισφέρεται πλέον στη δικηγορική εταιρία, διότι ο δικηγόρος απαγορεύεται να ασκεί ατομική δικηγορία χωρίς αυτός να μπορεί να διατηρήσει την επί παγία αντιμισθία απασχόλησή του, ως ατομική του δραστηριότητα. Επομένως η πάγια αντιμισθία εντάσσεται εκ του νόμου στην ύλη της δικηγορικής εταιρίας και αποτελεί έσοδο αυτής χωρίς να επηρεάζεται από την εσωτερική διαμόρφωση των σχέσεων μεταξύ εντολέα πελάτη δικηγόρου, που είχε την πάγια αντιμισθία. Επιπροσθέτως οι πιο πάνω διατάξεις δεν αποκλείουν τη δυνατότητα η σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία να συναφθεί με τη δικηγορική εταιρία. Η δικηγορική εταιρία απαρτίζεται αποκλειστικά και μόνο από δικηγόρους, οι οποίοι με την είσοδό τους σ' αυτή δεν έχουν τη δυνατότητα άσκησης ατομικής δικηγορίας. Προφανώς θα ήταν αντίθετο με την ελευθερία των συμβάσεων και την αρχή της εμπιστοσύνης, που διέπει τις σχέσεις δικηγόρου εντολέα να μην δύναται ο εντολέας να αναθέσει με πάγια αντιμισθία την εκπροσώπησή του σε δικηγορική εταιρία προσβλέποντας στην παροχή υπηρεσιών από όλα τα μέλη της ή τα μέλη εκείνα που θα επιλέγει κατά την κρίση του και ανάλογα με τις υποθέσεις του σε συνεργασία με τη δικηγορική εταιρία. Ο δημοσίας τάξεως και εξαιρετικός χαρακτήρας της διάταξης του άρθρου 63 του ΝΔ 3026/1954 που εξακολούθησε να ισχύει και μετά τη θεσμοθέτηση και τη ρύθμιση των δικηγορικών εταιριών αρχικά με το ΠΔ 518/1989 και στη συνέχεια με το ΠΔ 81/2005, που έχει σαν σκοπό τη διατήρηση της αξιοπρέπειας και της ανεξαρτησίας του δικηγόρου και γι' αυτό θεωρεί ως ασυμβίβαστη με το λειτούργημα την άσκηση άλλης τέχνης, εμπορίου, απασχόλησης και έμμισθης υπηρεσίας, δεν καταργείται ούτε κάμπτεται αν υποκείμενο της σχέσης έμμισθης εντολής είναι η δικηγορική εταιρία, που απαρτίζεται μόνο από δικηγόρους που στερούνται τη δυνατότητα ατομικής δικηγορίας και όχι μόνο ο μεμονωμένος δικηγόρος. Ο νομοθέτης του ΝΔ 3026/1954 δεν είχε υπόψη του τις δικηγορικές εταιρίες και ο νομοθέτης του ΠΔ 518/1989 δεν απέκλεισε συγκεκριμένα τη δυνατότητα της δικηγορικής εταιρίας να συνάπτει σχέσεις έμμισθης εντολής.
Από την επιτρεπτή επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης πραγματικά περιστατικά: Στην από 2/1/2012 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθεσε ότι είναι Δικηγορική Εταιρία συσταθείσα νόμιμα την 30/4/2002 με αριθμό μητρώου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών … και αριθμό … στα βιβλία που τηρούνται σύμφωνα με το ΠΔ 81/2005. Ότι την 1/7/2002 η εναγομένη ανώνυμη εταιρία της ανέθεσε την προς αυτήν διεξαγωγή και παροχή νομικών και δικηγορικών υπηρεσιών της με σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου από την 1/7/2002 και με πάγια αντιμισθία ύψους 880,41 ευρώ, που κατόπιν αναπροσαρμογών καθορίστηκε στο ποσό των 1500 ευρώ. Ότι σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής παρείχε στην εναγομένη εντολέα της τις συμφωνηθείσες δικηγορικές υπηρεσίες της έως τις 3/11/2011, οπότε η τελευταία κατήγγειλε τη μεταξύ τους υφισταμένη σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία, χωρίς να της καταβάλει την προβλεπόμενη από το άρθρο 94 του προϊσχύσαντος Κώδικα Δικηγόρων αποζημίωση ανερχόμενη σε 13,5 πάγιες μηνιαίες αμοιβές. 'Ότι η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής το συνολικό ποσό των 25.830 ευρώ για τις αμοιβές της από το χρόνο της καταγγελίας έως της 31/12/2012 συμπεριλαμβανομένου και του αναλογούντος ΦΠΑ. Ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ότι η αγωγή με το περιεχόμενο που προαναφέρθηκε είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας δικηγορικής εταιρίας, αφού αυτή δεν είχε τη δυνατότητα να συνάψει την ένδικη σύμβαση ούτε γίνεται επίκληση κατάρτισής της από κάποιο συγκεκριμένο μέλος της και ένταξής του στην ύλη της εταιρίας. Κατ' ακολουθία των προαναφερθέντων έσφαλλε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, εφόσον εσφαλμένα εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 43 του ΠΔ 518/1989 και 63 παρ. 1, 3 και 4 του ΝΔ 3026/1954 Κώδικα Δικηγόρων, όπως ίσχυε τότε καθώς και του άρθρου 94 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την αγωγή της αναιρεσείουσας, λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης, δεχόμενη ότι η αναιρεσείουσα δικηγορική εταιρία δεν είχε τη δυνατότητα να συνάψει με την αναιρεσιβαλλομένη, σύμβαση έμμισθης εντολής και παροχής νομικών και δικηγορικών υπηρεσιών αορίστου χρόνου από την 1/7/2002 μέχρι και την 3/11/2011, όταν αυτή καταγγέλθηκε. Επομένως ο εκ των αριθμών 1 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλον δικαστή. (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη λόγω της ήττας της στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ)". (δημ. αποφασης: areiospagos.gr)

Σχόλια