Το δικαίωμα για έκφραση και τοποθέτηση στο πλαίσιο της δίκαιης δίκης

Του Βαγγέλη Ζαφειριάδη, Δικηγόρου

Βάσει του δικαιώματος για έκφραση και τοποθέτηση στο πλαίσιο της δίκαιης δίκης, ο κατηγορούμενος έχει τη δυνατότητα να λάβει θέση για γεγονότα, ισχυρισμούς και αποδεικτικά μέσα, προβάλλοντας ενστάσεις και κάνοντας δηλώσεις, παρατηρήσεις, ερωτήσεις, διατυπώνοντας κρίσεις και δίνοντας εξηγήσεις προκειμένου να διαλευκανθεί η υπόθεση (βλ. Γεώργιος Παπαγεωργίου κατά Ελλάδας, 9.5.2003, Fitt κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 16.2.2000, Popov κατά Ρωσίας, 13.7.2006, Asch κατά Αυστρίας, 26.4.1991, Vidal κατά Βελγίου, 22.4.1992, Coll κατά Ισπανίας, 10.3.2009, Spînu κατά Ρουμανίας, 29.4.2008).

Στα πλαίσια του δικαιώματος ακρόασης, ο κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να σταθμίσει, να αξιολογήσει και να επεξεργαστεί όλα τα σημαντικά αποδεικτικά μέσα και τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του ίδιου ή του συνηγόρου του. Κατ’αυτό τον τρόπο θα μπορέσει το δικαστήριο να κρίνει για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, εφόσον πρώτα έχει εξετάσει τα φερέγγυα και αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία. Με βάση την αρχή in dubio pro reo, οι δικάζοντες θα δεχθούν τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου ως αληθείς ή θα τους απορρίψουν με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (ΑΠ 702/2016, ΣυμβΕφΘες 137/2015, βλ. και Milenovic κατά Σλοβενίας, 28.2.2013, Huseynli και άλλοι κατά Αζερμπαϊτζάν, 11.2.2016, Deryan κατά Τουρκίας, 21.7.2015, Ivinovic κατά Κροατίας, 18.12.2014, Grafescolo S.R.L. κατά Μολδαβίας, 22.10.2014, Voloshyn κατά Ουκρανίας, 10.1.2014, Ivan Stoyanov Vasilev κατά Βουλγαρίας, 4.9.2013, Lacatus και άλλοι κατά Ρουμανίας, 13.2.2013, Krasulya κατά Ρωσίας, 22.5.2007, Ibrahimov και άλλοι κατά Αζερμπαϊτζάν, 11.2.2016, Nechiporuk και Yonkalo κατά Ουκρανίας, 21.4.2011, Van de Hurk κατά Ολλανδίας, 19.4.1994, Kraska κατά Ελβετίας, 19.4.1993, Schlumpf κατά Ελβετίας, 8.1.2009, Mantovanelli κατά Γαλλίας, 18.3.1997, Elsholz κατά Γερμανίας, 21.11.1994, Artico κατά Ιταλίας, 13.5.1980, Perlala κατά Ελλάδας, 22.2.2007, Fomin κατά Μολδαβίας, 11.10.2011, Suominen κατά Φινλανδίας, 1.7.2003, Grădinar κατά Ρουμανίας, 8.4.2008).

Εξίσου σημαντικές είναι οι περιπτώσεις που αφορούν επικείμενη μεταβολή της κατηγορίας. Θα πρέπει να δίδεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο για αναβολή ή διακοπή της δίκης, με την παροχή του αναγκαίου χρόνου και των ευκολιών για την προετοιμασία της υπεράσπισης, όπως ορίζει και το άρθρο 6 παρ.3 εδ.β’ ΕΣΔΑ (βλ. Varela Geis κατά Ισπανίας, 5.3.2013, Drassich κατά Ιταλίας, 11.12.2007, Miraux κατά Γαλλίας, 26.9.2006, Mattei κατά Γαλλίας, 19.12.2006, Pélissier και Sassi κατά Γαλλίας, 25.3.1999, Ι.Η. και άλλοι κατά Αυστρίας, 20.4.2006).

Άμεση σχέση με το δικαίωμα ακρόασης έχει και η δυνατότητα του κατηγορουμένου σε αυτοπρόσωπη υπεράσπιση ή εκπροσώπηση δια πληρεξουσίου κατ’άρθρον 6 παρ.3 εδ.γ’ ΕΣΔΑ (βλ. Sinichkin κατά Ρωσίας, 8.4.2010, Lala κατά Ολλανδίας, 22.9.1994, Poitrimol κατά Γαλλίας, 23.11.1993, Stoichkov κατά Βουλγαρίας, 24.3.2005, Marguš κατά Κροατίας, 27.5.2014).

Έκφανση του δικαιώματος ακρόασης αποτελεί και η δυνατότητα πρότασης και εξέτασης αποδεικτικών μέσων και υποβολής παρατηρήσεων επ’ αυτών. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.3 εδ.δ’ ΕΣΔΑ, το ανωτέρω δικαίωμα ισχύει για όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας. Στην ελληνική έννομη τάξη, υφίσταται το άρθρο 102 ΚΠΔ σχετικά με το δικαίωμα αίτησης διεξαγωγής αποδείξεων και το άρθρο 327 ΚΠΔ που αναφέρεται στην κλήτευση ουσιωδών μαρτύρων. Ουσιώδεις μάρτυρες θεωρούνται αυτοί που μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου ή σε σχέση με την επιβαλλόμενη ποινή. Οι μάρτυρες θα πρέπει πάντοτε να καταθέτουν τον τρόπο και την πηγή των πληροφοριών τους. Σε περίπτωση που το δικαστήριο δεν εξετάζει τα ουσιώδη αποδεικτικά μέσα, παράγεται απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171, παρ.1δ ΚΠΔ) και ιδρύεται λόγος αναίρεσης κατ΄άρθρο 510, παρ.1Α ΚΠΔ (ΑΠ 1053/2006, ΑΠ 1577/2006, ΑΠ 940/2002, ΑΠ 2028/2001, ΑΠ 2036/2005, ΑΠ 2464/2005, πρβλ. ΣυμβΑΠ 2399/2008, ΑΠ 564/2010, ΑΠ 1490/2012, ΑΠ 1469/2013, ΑΠ 552/2013, ΑΠ 16/1990, ΑΠ 661/2010).

Κύριος σκοπός του άρθρου 6 παρ.3 εδ.δ’ ΕΣΔΑ είναι να τηρείται η αρχή της ισότητας των όπλων κατηγορίας και υπεράσπισης, προκειμένου να ανευρεθεί η ουσιαστική αλήθεια. Το δικαίωμα του κατηγορουμένου για εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας δύναται να καταδείξει τα αρνητικά στοιχεία της προσωπικότητας των μαρτύρων κατηγορίας ή αντίστοιχα τα θετικά στοιχεία των μαρτύρων υπεράσπισης, τα οποία είναι κρίσιμα για το ζήτημα της αξιοπιστίας και φερεγγυότητάς τους. Η εν λόγω διάταξη αναφέρεται και σε πραγματογνώμονες, τεχνικούς συμβούλους κλπ. (βλ. Κωνσταντινίδης κατά Ελλάδας, 6.10.2016, Kostovski κατά Ολλανδίας, 20.11.1989, Damir Sibgatulin κατά Ρωσίας, 24.4.2012, Brandstetter κατά Αυστρίας, 28.8.1991, Matytsina κατά Ρωσίας, 27.3.2014, J.M. και άλλοι κατά Αυστρίας, 1.6.2017, Α.Η. κατά Φινλανδίας, 10.5.2007, Doorson κατά Ολλανδίας, 26.3.1996, Mirilashvili κατά Ρωσίας, 11.12.2008, Perić κατά Κροατίας, 27.3.2008, Avotiņš κατά Λετονίας, 23.5.2016, Andrejeva κατά Λετονίας, 18.2.2009, Stoimenov κατά ΠΓΔΜ, 5.4.2007, Duško Ivanovski κατά ΠΓΔΜ, 24.4.2014, C.B. κατά Αυστρίας, 4.4.2013, Khodorkovskiy και Lebedev κατά Ρωσίας, 25.7.2013, Bönisch κατά Αυστρίας, 6.5.1985, Poletan και Azirovik κατά ΠΓΔΜ, 12.5.2016, Huseyn και άλλοι κατά Αζερμπαϊτζάν, 26.7.2011, Poropat κατά Σλοβενίας, 9.5.2017, Perna κατά Ιταλίας, 25.7.2001, Bricmont κατά Βελγίου, 7.7.1989, Hanu κατά Ρουμανίας, 4.6.2013, Topić κατά Κροατίας, 10.10.2013, Polyakov κατά Ρωσίας, 29.1.2009).

Όσον αφορά στο ανωτέρω δικαίωμα, προκύπτει το ζήτημα κατά πόσον επιτρέπεται η ανάγνωση και αξιοποίηση εκθέσεως μάρτυρα κατηγορίας που δεν εμφανίσθηκε στην ακροαματική διαδικασία και δεν εξετάσθηκε σε κανένα στάδιο της ποινικής δίκης, καθώς και του μάρτυρα εξ ακοής (βλ. Schatschaschwili κατά Γερμανίας, 15.12.2015, Al-Khawaja και Tahery κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 15.12.2011,Vronchenko κατά Εσθονίας, 18.7.2013, Seton κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 31.3.2016, Przydzia κατά Πολωνίας, 24.5.2016, Pai κατά Κροατίας, 10.11.2016, Avetisyan κατά Αρμενίας, 24.11.2016, Manucharyan κατά Αρμενίας, 3.7.2014, Νικολίτσας κατά Ελλάδας, 3.7.2014, Nechto κατά Ρωσίας, 24..1.2012, Mitkus κατά Λετονίας, 2.10.2012, Gani κατά Ισπανίας, 19.2.2013, Şandru κατά Ρουμανίας, 15.10.2013, Gökbulut κατά Τουρκίας, 29.3.2016, Παπαδόπουλος κατά Ελλάδας, 14.5.2020, Blokhin κατά Ρωσίας, 23.3.2016, Ibrahim και άλλοι  κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 13.9.2016, Correia de Matos κατά Πορτογαλίας, 4.4.2018).

Σε σχέση, λοιπόν, με την απουσία του μάρτυρα κατηγορίας από τη δίκη, οι δικαστικές αρχές οφείλουν να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα, λειτουργώντας με επιμέλεια στην προσπάθειά τους για ανεύρεση του συγκεκριμένου μάρτυρα. Σε διαφορετική περίπτωση, η ευθύνη για την απουσία του μάρτυρα κατηγορίας καταλογίζεται στις εγχώριες αρχές (βλ. Gabrielyan κατά Αρμενίας, 10.4.2012, Tseber κατά Τσεχίας, 22.11.2012, Kostecki κατά Πολωνίας, 4.6.2013, Lučić κατά Κροατίας, 27.2.2014, González Nájera κατά Ισπανίας, 11.2.2014). Η αποδεικτική βαρύτητα της καταθέσεως του απολιπόμενου μάρτυρα κρίνεται με βάση το πόσο ισχυρές ήταν οι λοιπές αποδείξεις (βλ. McGlynn κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 16.10.2012).

Τέλος, για τα προβλήματα που προκαλούνται για την υπεράσπιση, υφίστανται αντισταθμιστικοί παράγοντες που εξασφαλίζουν τη δικαιότητα της διαδικασίας (για την ύπαρξη ενισχυτικών αποδείξεων, βλ. Νικολίτσας κατά Ελλάδας, 3.7.2014). Ιδιαίτερη περίπτωση απολιπόμενου μάρτυρα που δεν εξετάσθηκε καθόλου είναι ο μάρτυρας εξ ακοής, ο οποίος δεν κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του (άρθρο 224 ΚΠΔ, βλ. και ΑΠ 1914/2010, ΑΠ 1166/2006, ΑΠ 1956/2003, ΑΠ 122/2003, ΑΠ 783/2001, ΑΠ 244/1999, ΑΠ 980/1987).

 

Σχόλια