Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου

Του Βαγγέλη Ζαφειριάδη, Δικηγόρου

Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 71 ΚΠΔ και στο άρθρο 6 παρ.2 ΕΣΔΑ και συνεπάγεται τα εξής: α) Κάθε πρόσωπο τεκμαίρεται αθώο μέχρι την αμετάκλητη απόδειξη της ενοχής του, β) η κατηγορούσα αρχή (εισαγγελέας) φέρει το βάρος απόδειξης της ενοχής του κατηγορουμένου και γ) το δικαστήριο θα πρέπει να πεισθεί για την ενοχή του κατηγορουμένου πέραν πάσης αμφιβολίας, προκειμένου να τον καταδικάσει. Όπως ορίζει η παρ.3 του άρθρου 178 ΚΠΔ, η αμφιβολία είναι πάντοτε υπέρ του κατηγορουμένου (αρχή in dubio pro reo). Δηλαδή ο κατηγορούμενος δεν βαρύνεται με την απόδειξη της αθωότητάς του (βλ. ΑΠ 1054/2017).

Βάσει, λοιπόν, της εν λόγω αρχής (βλ. και άρθρο 14 παρ.2 Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα), θα πρέπει να υιοθετούνται ως αληθείς οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου (περί μείωσης της ποινής, για λόγους άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού κλπ.), εφόσον η κατηγορούσα αρχή δεν δύναται να τους ανατρέψει με αξιόπιστα αποδεικτικά μέσα. Επιπλέον, απαγορεύεται σε κάθε αρμόδια αρχή να προβεί σε δηλώσεις, πριν κριθεί αμετάκλητα η ενοχή του κατηγορουμένου και εν γένει συμπεριφορές αντίθετες στο τεκμήριο αθωότητας (βλ. Krombach κατά Γαλλίας, 13.2.2001).

Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάζεται παρά την ύπαρξη αμφιβολιών, παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας και η δίκαιη δίκη, με συνέπεια να παράγεται απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ.1δ’ ΚΠΔ) και να ιδρύεται λόγος αναίρεσης (άρθρο 510 παρ.1Α, 511 εδ.α’ ΚΠΔ), λόγω έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η αρχή in dubio pro reo αποτελεί ειδικότερη έκφανση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ.1 και 2 ΕΣΔΑ). Βάσει της ΑΠ 461/2013, απόρροια του τεκμηρίου αθωότητας είναι η αρχή της επιείκειας, η οποία επιβάλλει στο δικαστήριο εν αμφιβολία να αποφανθεί υπέρ του κατηγορουμένου.

 Η αρχή in dubio pro reo αφορά και στους λόγους εξάλειψης του αξιοποίνου (βλ. ΑΠ 1745/2009, ΑΠ 696/2010). Η εν λόγω αρχή μάλιστα καλύπτει όλα τα γεγονότα που σχετίζονται με τα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος (υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση, τυχόν εξωτερικό όρο του αξιοποίνου, υποκειμενικά στοιχεία του αδίκου). Με βάση το δικονομικό αξίωμα εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου, θα πρέπει να γίνονται δεκτοί ως αληθείς οι ισχυρισμοί του που κατατείνουν στη μείωση της ποινής, στην εξάλειψη του αξιοποίνου (παραγραφή, μη εμπρόθεσμη υπoβολή έγκλησης, έμπρακτη μετάνοια κλπ.) είτε στον αποκλεισμό της ποινικής ευθύνης (λόγοι άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού, όπως η άμυνα και η συγγνωστή νομική πλάνη), εφόσον δεν μπορούν να ανατραπούν από τον εισαγγελέα με αξιόπιστα αποδεικτικά μέσα (βλ. ΑΠ 380/2016). Η αρχή in dubio pro reo θα πρέπει, τέλος, να εφαρμόζεται και σε περίπτωση θετικών δικονομικών προϋποθέσεων, αλλά και δικονομικών κωλυμάτων (πχ. δεδικασμένο, εκκρεμοδικία).

Σχόλια