του Βαγγέλη Ζαφειριάδη, Νομικού
Το ΕΔΔΑ, με αφορμή τις υποθέσεις Βασιλάκης κατά Ελλάδας και Λούλης κατά Ελλάδας, απαίτησε από τον Άρειο Πάγο να εξετάζει και στοιχεία που βρίσκονται εκτός δικογραφίας, προκειμένου να διαπιστώσει αν υφίσταται ενεργητική νομιμοποίηση ασκήσεως ενδίκου μέσου. Ο υπερβολικός φορμαλισμός είναι διάχυτος σε θέματα που σχετίζονται με την απόδειξη δικονομικών γεγονότων.
Τα συνηθέστερα μέσα με τα οποία αποδεικνύονται γεγονότα με δικονομική σημασία είναι τα πρακτικά της δίκης, η έκθεση επίδοσης κλητήριου θεσπίσματος ή κλήσης προς εμφάνιση και η έκθεση ασκήσεως ενδίκου μέσου.
Το άρθρο 141 παρ.3 ορίζει ότι << Τα πρακτικά ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σε αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 140 >>. Στη νομολογία του Αρείου Πάγου γίνεται δεκτό ότι τα γεγονότα που αναγράφονται στα πρακτικά θεωρούνται ως αληθή, ενώ όσα δεν γράφονται λαμβάνονται ως μη γενόμενα (βλ. άρθρα 141 παρ.1 και 2, 335 παρ.2, 327 παρ.2 ΚΠΔ και άρθρο 6 παρ.3 εδ.δ’ ΕΣΔΑ).
Είναι πιθανό να παράγεται απόλυτη ακυρότητα που έλαβε χώρα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ή στο πρωτοβάθμιο που εξέδωσε ανέκκλητη απόφαση) και αποτελεί λόγο αναίρεσης (βλ. άρθρο 510 παρ.1Α ΚΠΔ), ο οποίος να μη μπορεί να αποδειχθεί βάσει των πρακτικών (ΑΠ 1371/1992).
Σύμφωνα, δε, με τη διάταξη της παρ.2 του άρθρ. 466 ΚΠΔ, << Το ένδικο μέσο κατά της καταδικαστικής απόφασης που παρέχεται σε εκείνον που καταδικάστηκε μπορεί να ασκηθεί για λογαριασμό του και από τον συνήγορο που είχε παραστεί στη συζήτηση >> (για την τυπολατρική νομολογία του Αρείου Πάγου βλ. ΑΠ 1108/1987, ΑΠ 1611/1995, Ευαγγέλου κατά Ελλάδας, 13.1.2011).
Μάλιστα, η ΑΠ 1108/1987 απαιτούσε να αποδεικνύεται η τυχόν παράσταση του συνηγόρου από τα πρακτικά της συνεδρίασης, το οποίο αποτελεί τυπικισμό, καθώς η παρουσία του δικηγόρου εν προκειμένω αποδείχθηκε με βιντεοταινία, με καταθέσεις μαρτύρων, με υπεύθυνη δήλωση του ίδιου αλλά και των δικαστικών προσώπων και με δημοσιεύματα σε εφημερίδες.
Στη γερμανική νομολογία και θεωρία αναφέρεται σχετικά ότι οι διαδικαστικές παραβάσεις ως λόγοι αναίρεσης κατά κανόνα αποδεικνύονται με βάση τα πρακτικά της δίκης (βλ. και άρθρο 143 ΚΠΔ).
Η αποδεικτική δύναμη των πρακτικών κλονίζεται, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 163 ΚΠΔ που αναφέρεται στην έκθεση επίδοσης και ορίζει στην παρ.1 ότι << Το αποδεικτικό της επίδοσης, που συντάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 162, έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου προσβληθεί για πλαστότητα... Η προσβολή του ως πλαστού δεν εμποδίζει την ποινική δίκη να προχωρήσει, αν το δικαστήριο κρίνει ότι αυτός στον οποίο έγινε η επίδοση πληροφορήθηκε εμπρόθεσμα το περιεχόμενο του εγγράφου που επιδόθηκε. Το ίδιο εφαρμόζεται και όταν λείπει κάποιο στοιχείο που αναφέρεται στο κύρος του αποδεικτικού εγγράφου…>>.
Η θέση ότι η έκθεση επίδοσης αποτελεί το μοναδικό αποδεικτικό μέσο κάμπτεται σε περίπτωση προσβολής της ως πλαστής ή άκυρης ή και όταν η τούτη δεν υφίσταται πλέον, οπότε η επίδοση δύναται να αποδειχθεί και από άλλα στοιχεία (βλ. Λ. Μαργαρίτη, με επίκληση της ΑΠ 667/2002 και Μ. Μαργαρίτη που αναφέρεται στις ΑΠ 435/1995 και ΑΠ 1094/1993).
Η αποδεικτική δύναμη των πρακτικών αποδυναμώνεται έτι περαιτέρω, υπό το πρίσμα της αρχής της ενότητας της έννομης τάξης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 152 ΚΠΔ ορίζει ότι << Η έκθεση έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου αποδειχθεί το αντίθετο. Για όσα όμως βεβαιώνονται σε αυτήν ότι έγιναν από δημόσιο υπάλληλο η έκθεση έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου προσβληθεί για πλαστότητα. Αυτό δεν εμποδίζει πάντως τον δικαστή να εκτιμήσει το περιεχόμενο της έκθεσης ελεύθερα >> (βλ. και άρθρο 472 περί της αμφισβητήσεως της ανασταλτικής δύναμης του ενδίκου μέσου).
Ο Α. Καρράς αναφέρει σχετικά με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 142 ΚΠΔ, ότι τονίζει την αξιοπιστία των πρακτικών για γεγονότα και στοιχεία που αναφέρονται υποχρεωτικά, αποτελώντας πλήρη απόδειξη και για τα οποία δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη, παρά μόνο προσβολή για πλαστότητα. Για όσα δεν αναγράφονται στα πρακτικά, ωστόσο, δεν εμποδίζεται η απόδειξη με κάθε δυνατό μέσο ότι πράγματι έλαβαν χώρα (βλ. ΑΠ 669/2002).
Από τα ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι η νομολογία του Αρείου Πάγου έχει επιδείξει υπερβολικά τυπολατρική προσέγγιση σε σχέση με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 141 ΚΠΔ, που αφορά στην αποδεικτική δύναμη των πρακτικών (για τα πρακτικά της συνεδρίασης και τα λοιπά στοιχεία που οδηγούν στην απόδειξη δικονομικών παραβάσεων βλ. ΑΠ 461/2015, ΑΠ 628/2005 και ΟλΑΠ 4/2006).
Στη συνείδηση των νομικών επικρατεί η άποψη ότι ο Άρειος Πάγος ερευνά μόνο τα νομικά ζητήματα και όχι τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία η απόφαση αναφέρει ως αποδεδειγμένα. Εντούτοις, κατ’εξαίρεση το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο εξετάζει τα πραγματικά γεγονότα, προκειμένου να διαγνωσθεί η ουσιαστική βασιμότητα του προβληθέντος λόγου αναίρεσης (π.χ. βλ. άρθρο 330 ΚΠΔ περί της δημοσιότητας της δίκης), είτε όταν η έκθεση των πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας είναι αντιφατική, ελλιπής, ασαφής ή αντίθετη με τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, οπότε και διαπιστώνεται έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η έρευνα των πραγματικών γεγονότων συνδέεται με τη διαπίστωση του αν η ασκηθείσα αναίρεση είναι τυπικά παραδεκτή και ουσιαστικά βάσιμη.
Όπως προαναφέραμε, η νομολογία του Αρείου Πάγου δέχεται ότι κάθε γεγονός που αναφέρεται στα πρακτικά θεωρείται ως αληθές, ενώ λ.χ. δηλώσεις που δεν καταχωρήθηκαν στα πρακτικά θεωρούνται ως μη γενόμενες. Εντούτοις, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος εξετάζει και το φάκελο της δικογραφίας (βλ. ΑΠ 230/2015, ΑΠ 1108/1987, ΑΠ 1611/1995, ΑΠ 473/2015, ΑΠ 816/2014 και Ευαγγέλου κατά Ελλάδας, 13.1.2011).
Βεβαίως, το Ανώτατο Ακυρωτικό στην ΑΠ 122/2012 εξέτασε και άλλα στοιχεία εντός και εκτός δικογραφίας, προκειμένου να αποφανθεί για ορισμένα μέσα απόδειξης δικονομικών γεγονότων. Στην εν λόγω υπόθεση, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε αναίρεση επικαλούμενος απόλυτη ακυρότητα της επ’ακροατηρίω διαδικασίας, λόγω του γεγονότος ότι το δικαστήριο απήλλαξε την κατηγορούμενο δίχως προηγουμένως να υπάρχει πρόταση της Εισαγγελέως επί της ενοχής της. Ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης κρίθηκε κατ’ουσία αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, όπως προέκυψε από το φάκελο της δικογραφίας, η Εισαγγελέας πρότεινε στην κρινόμενη υπόθεση την ενοχή της κατηγορουμένης. Το γεγονός ότι δεν έγινε μνεία περί της τυχόν ενοχής της κατηγορουμένης, λόγω προφανούς παραδρομής της γραμματέως, δεν αναιρεί το ότι υπήρξε πρόταση της Εισαγγελέως της έδρας.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Άρειος Πάγος, παρεκκλίνοντας από τον κανόνα ότι μόνα τα πρακτικά αποδεικνύουν πλήρως τα διαδικαστικά συμβάντα, για να διαπιστώσει ότι δεν υφίσταται κακή σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1Α ΚΠΔ, όταν εκ παραδρομής αναφερόταν στα πρακτικά της απόφασης ότι έχει προεδρεύσει της συνθέσεως πενταμελούς εφετείου προεδρεύων εφέτης, ενώ απεδείχθη ότι αυτός ήταν πρόεδρος εφετών (ΑΠ 1371/1992).
Επιπλέον, στην ΑΠ 319/2013, εκ παραδρομής της γραμματέως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, δεν αναφέρθηκε ότι δικαστής που βρισκόταν στη σύνθεση του δικαστηρίου δήλωσε κώλυμα συμμετοχής για το λόγο ότι είχε συμπράξει στην έκδοση της πρωτόδικης απόφασης του Τριμελούς. Εν προκειμένω, λοιπόν, δεν συνέτρεξε περίπτωση κακής σύνθεσης του Πενταμελούς που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.
Για το ζήτημα της διαπίστωσης διαδικαστικής παράβασης την οποία προέβαλλε ο κατηγορούμενος, θα πρέπει να εξετάζονται και αποδεικτικά μέσα εκτός του φακέλου της δικογραφίας (ΑΠ 76/2015).
Το άρθρο 171 παρ.1δ’ ΚΠΔ ορίζει ότι << Απόλυτη ακυρότητα υπάρχει αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση και την άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχονται από τον νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε >>.
Επιπροσθέτως, από την αρχή της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ) συνάγεται ότι το Δικαστήριο υποχρεούται να μη βασίζεται μόνο στο αποδεικτικό επίδοσης στον κατηγορούμενο της εκκαλούμενης απόφασης ως άγνωστης διαμονής, αλλά να συνεκτιμά και άλλα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζει ο τελευταίος (μάρτυρες, έγγραφα), σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ (βλ. Popovitsi κατά Ελλάδας, 14.1.2010, Elyasin κατά Ελλάδας, 28.5.2009), αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε έφεση του κατηγορουμένου ως εκπρόθεσμη χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (βλ. ΟλΑΠ 2/2014). Μάλιστα, αν πρόκειται για έγγραφα που σχετίζονται με τη νομότυπη άσκηση ενδίκων μέσων, τούτα θα πρέπει να αναζητούνται στα πλαίσια εφαρμογής του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠΔ.
Σχόλια