του Βαγγέλη Ζαφειριάδη, Νομικού
Ιστορικό
Στην απόφαση του ΔΕΚ C-105/03 Maria Pupino (16.6.2005) - η οποία όντας νηπιαγωγός κατηγορείτο για τα αδικήματα της καταχρηστικής χρήσης σωφρονιστικών μέσων (άρθρο 571 ΙταλΠΚ) και πρόκλησης σωματικών βλαβών εις βάρος πεντάχρονων παιδιών-μαθητών της (άρθρα 582,585 και 576 σε συνδυασμό με το άρθρο 61 σημεία 2 και 11 του ίδιου κώδικα)- το ΔΕΚ αντιμετώπισε το ζήτημα της επέκτασης της εφαρμογής θεμελιώδους ερμηνευτικής αρχής του κοινοτικού δικαίου στο τρίτο πυλώνα της Ε.Ε, μέσω των άρθρων 2, 3 και 8 της απόφασης-πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ (15/3/2001) του Συμβουλίου. Ο ιταλός δικαστής εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσο διατάξεις του ιταλικού ΚΠΔ συμβιβάζονταν με τα ανωτέρω άρθρα της απόφασης-πλαίσιο, η οποία δεν είχε μεταφερθεί εμπρόθεσμα στην ιταλική έννομη τάξη. Η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο υιοθετήθηκε βάσει της Συνθήκης της Ε.Ε., η οποία ρυθμίζει τα ζητήματα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Αναφερόταν στο καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες και προέβλεπε αυξημένη προστασία στα θύματα αξιόποινων πράξεων, ούτως ώστε να γίνεται σεβαστή η ανθρώπινη αξιοπρέπεια στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, ιδίως δε τα ευάλωτα άτομα (όπως εν προκειμένω τα ανήλικα, λόγω των αναπόφευκτων μεταβολών της ψυχολογικής τους κατάστασης) που τυγχάνουν ειδικής μεταχείρισης κατά το άρθρο 2 (Each Member State shall ensure that victims have a real and appropriate role in its criminal legal system). Επίσης, αναφερόταν στις συνέπειες της κατάθεσης σε δημόσια συνεδρίαση, υπό συνθήκες κατάλληλες και μέσα συμβατά με τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 8.
ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Η αρχή της αποτελεσματικότητας
Όπως τόνισε το ΔΕΚ, η αρμοδιότητα να του απευθύνονται προδικαστικά ερωτήματα στο πλαίσιο της συνθήκης της Ε.Ε., θα έχανε ουσιαστικά την πρακτική αποτελεσματικότητα της (effet utile), αν οι ιδιώτες δεν μπορούσαν να επικαλεστούν τις αποφάσεις-πλαίσιο ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών, ώστε να επιτευχθεί η σύμφωνη ερμηνεία του εθνικού δικαίου με το ενωσιακό. Η διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου επιτυγχάνεται μέσω της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις ως μέρος του ενιαίου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης για την εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών του κοινοτικού δικαίου. Οι προδικαστικές αποφάσεις θα πρέπει να αντιμετωπίζονται υπό το πρίσμα της αποτελεσματικότητας, ως μέσον επιδίωξης της πραγματοποίησης των στόχων της Ένωσης. Βάσει της παρ.2 του α. 34 ΣΕΕ, κάθε κράτος-μέλος δικαιούται να υποβάλλει υπόμνημα ή γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο (any Member State, irrespective of a given declaration, is entitled to submit statements of case or written observations to the ECJ in cases which arise under Art 35 (1) EUT).
Η αρχή της έντιμης συνεργασίας
Σύμφωνα με την αρχή της έντιμης συνεργασίας (άρθρο 1 ΣΕΕ), τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχουν κατά το δίκαιο της Ένωσης, στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Η αρχή αυτή αφορά κυρίως την οριζόντια συνεργατική σχέση μεταξύ των κρατών μελών. Βάσει του άρθρου 10 ΣυνθΕΚ, η υποχρέωση της σύμφωνης ερμηνείας επιτάσσει την έντιμη και καλόπιστη συνεργασία των κρατών μελών.
Η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας
Βάσει της αρχής της σύμφωνης ερμηνείας, το Δικαστήριο εξέτασε εάν μια απόφαση-πλαίσιο, που εκδόθηκε με βάση το άρθρο 31 και το άρθρο 34 παρ. 2 στοιχ. β’ ΣΕΕ, μπορεί να διαθέτει έμμεσο αποτέλεσμα. Το αιτούν δικαστήριο όφειλε να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο, υπό το πρίσμα του κειμένου και του σκοπού της απόφασης-πλαίσιο, ώστε να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη συμβατότητα μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαίου (άρθρο 34 παρ.2 στοιχ.β’ ΣΕΕ), αποβλέποντας στο να αποτραπεί η ισχύς και επίδραση των αποφάσεων-πλαίσιο στις εσωτερικές έννομες τάξεις, πριν τη μεταφορά τους από τα κράτη μέλη. Η ερμηνευτική αυτή αρχή διαμορφώθηκε με σκοπό να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε από τη μη ύπαρξη οριζοντίου άμεσου αποτελέσματος ορισμένων διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ευθύνη προς αποζημίωση στην περίπτωση που προκληθεί οικονομική ζημία στον ιδιώτη από πράξεις ή παραλείψεις των κρατών μελών, λόγω εσφαλμένης ενσωμάτωσης κοινοτικής διάταξης στο εθνικό δίκαιο, είτε λόγω απουσίας ενσωμάτωσης. Ωστόσο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβίασης της υποχρέωσης των κρατών μελών και της ζημίας που έχει επέλθει στον ιδιώτη. Η εν λόγω αρχή διαμορφώθηκε κυρίως σε σχέση με τις οδηγίες, μολαταύτα η εφαρμογή της επεκτάθηκε για κάθε παραβίαση κοινοτικών κανόνων, όπως η Συνθήκη και διεθνείς συμφωνίες της κοινότητας, στηριζόμενη στην αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου.
Το ΔΕΚ διευκρίνισε ότι ήταν υποχρέωση του εθνικού δικαστή να αναφερθεί στο περιεχόμενο της απόφασης-πλαίσιο, όταν ερμήνευε τους κανόνες του εθνικού δικαίου, βάσει των ορίων που ετέθησαν από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας. Η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη του, εφόσον είναι αναγκαίο, το σύνολο του εθνικού δικαίου, για να εκτιμήσει κατά πόσον μπορεί αυτό να εφαρμοστεί με τρόπο που να μην καταλήγει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς το επιδιωκόμενο, βάσει της απόφασης-πλαίσιο. Το ΔΕΚ επεσήμανε την ανάγκη εφαρμογής των ανωτέρω αρχών, κατά τρόπο συμβατό προς τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, όπως κατοχυρώνονται μέσω της ΕΣΔΑ και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου κατά το άρθρο 6 παρ. 2 ΣΕΕ (the FD must be interpreted in a way that fundamental rights and especially the rights enshrined in the ECHR are respected) και ιδίως το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ). Το ΔΕΚ κατέληξε ότι το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει ότι η εφαρμογή της αρχής του έμμεσου αποτελέσματος είναι δεδομένη, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα καταστήσει την ποινική διαδικασία άδικη.
Οι αποφάσεις-πλαίσιο προσδιόριζαν το αποτέλεσμα που επεδίωκαν, αφήνοντας παράλληλα στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιλέξουν τα μέσα επίτευξής του κατά το άρθρο 34 παρ.2 στοιχ.β’ ΣΕΕ (they shall be binding upon the Member States as to the result to be achieved but shall leave to the national authorities the choice of form and methods) και λαμβάνονταν καταρχήν ομόφωνα. Ο δεσμευτικός χαρακτήρας των αποφάσεων-πλαίσιο συνεπαγόταν ότι οι εθνικές αρχές υπείχαν την υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό.
Ωστόσο, δεν υφίσταται δυνατότητα contra legem ερμηνείας για την εφαρμογή του εθνικού δικαίου, παραβιάζοντας τα όρια που θέτουν οι γενικές αρχές του δικαίου, όπως η ασφάλεια δικαίου και η μη αναδρομικότητα. Βέβαια, η υποχρέωση για σύμφωνη προς τις αποφάσεις-πλαίσιο ερμηνεία των εθνικών κανόνων δεν μπορεί, αποβλέποντας στην εναρμόνιση των κυρωτικών κανόνων (άρθρο 31 στοιχ.ε’ ΣΕΕ), να οδηγεί σε θεμελίωση ή επαύξηση του αξιοποίνου, κατά παράβαση διατάξεων της απόφασης-πλαίσιο. Θα μπορούσε μόνο να μειώσει ή να καταργήσει το αξιόποινο βάσει των εθνικών κανόνων, επιτρέποντας στα κράτη-μέλη να ποινικοποιούν περεταίρω συμπεριφορές.
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ
Όταν υπεβλήθη το ως άνω ερώτημα στο ΔΕΚ, το ιταλικό ποινικό δικονομικό δίκαιο προέβλεπε ότι η διεξαγωγή των αποδείξεων στην ποινική δίκη πραγματοποιείτο καταρχήν με πρωτοβουλία των διαδίκων, στο πλαίσιο κατ’αντιπαράθεση διαδικασίας και υπό τον έλεγχο του δικαστή.
Κατά τον ιταλικό ΚΠΔ, υφίστατο δυνατότητα εφαρμογής της διαδικασίας συντηρητικής απόδειξης, η οποία συνεπαγόταν ειδικές συνθήκες εξέτασης μαρτύρων στις περιπτώσεις εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή με γενετήσια κίνητρα. Οι ανωτέρω αποδείξεις αποτελούσαν πλήρη απόδειξη όσον αφορά την επ’ακροατηρίω διαδικασία. Συντηρητική απόδειξη κατά το άρθρο 398 παρ/ 5 του ιταλικού ΚΠΔ μπορούσε να διαταχθεί όταν, λόγω συγκεκριμένων και ειδικών στοιχείων, υφίστατο βάσιμη πιθανολόγηση ότι ο εκάστοτε μάρτυρας μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο βίας, απειλής, δωροδοκίας κλπ., προκειμένου να μην καταθέσει, είτε να ψευδομαρτυρήσει (the hearing should take place in specially designed facilities with arrangements for protecting the children).
Όσον αφορά όμως ανηλίκους κάτω των 16 ετών, δεν ήταν απαραίτητο να συνέτρεχε κάποιος από τους προαναφερθέντες λόγους, αρκεί να επρόκειτο για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, είτε με γενετήσια κίνητρα. Βάσει ενός προδικαστικού ερωτήματος (άρθρο 35 ΣΕΕ) που απευθύνθηκε στο ΔΕΚ από ιταλό δικαστή στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ποινικής διαδικασίας, το συγκεκριμένο δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι το εθνικό δικαστήριο όφειλε να επιτρέπει σε παιδιά μικρής ηλικίας, που ισχυρίζονται ότι κακοποιήθηκαν, να καταθέτουν υπό συνθήκες που τους εξασφαλίζουν επαρκή βαθμό προστασίας, δηλαδή εκτός ακροατηρίου και πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας (the public prosecutor asked for the children to be heard out of court considering their age and vulnerability). Στην περίπτωση αυτή, η εξέταση των μαρτύρων πραγματοποιείτο, είτε σε ειδικούς χώρους φορέα κοινωνικής πρόνοιας, είτε στην κατοικία των ανηλίκων προκειμένου να εξασφαλισθεί η ιδιωτική ζωή και η ψυχική γαλήνη τους. Επιπροσθέτως, η μαρτυρική κατάθεση έπρεπε να αποτυπωθεί πλήρως σε ακουστικά ή οπτικοακουστικά μέσα, έτσι ώστε να είναι εφικτή η αναπαραγωγή τους. Το ΔΕΚ έκρινε ότι ήταν απολύτως αναγκαία η προστασία των ανηλίκων που θα κατέθεταν στην ακροαματική διαδικασία, χωρίς υποστήριξη έναντι των συνηγόρων υπεράσπισης.
ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ Ε.Ε. ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Με βάση τη συγκεκριμένη απόφαση-πλαίσιο, δόθηκε στην Ε.Ε. η δυνατότητα να παρέμβει στην ποινική διαδικασία όσον αφορά τα κράτη μέλη, με τη διεύρυνση των δικαιωμάτων του θύματος. Η Ε.Ε. διεκδίκησε την καθοδήγηση των επιλογών της ερμηνείας και εφαρμογής του εθνικού ποινικού δικαίου στα κράτη μέλη, ακόμη κι αν τα τελευταία δεν έχουν μεταφέρει τις αποφάσεις-πλαίσιο στο εσωτερικό τους δίκαιο, ενώ παράλληλα αναγνωρίστηκε και η δυνατότητα άσκησης κοινοτικής αρμοδιότητας για την επιβολή υποχρέωσης ποινικοποίησης και για την οριοθέτηση του αξιοποίνου μέσω κοινοτικών ρυθμίσεων στα κράτη μέλη (άρθρο 2 ΣΕΚ). Μέσω της διακυβερνητικής (intergovernmental) συνεργασίας των κρατών μελών, η Ένωση δύναται να επιδρά καθοριστικά στο ποινικό δίκαιο, ακόμη και χωρίς τη σύμπραξη των εθνικών κοινοβουλίων. Είναι γεγονός ότι τα κράτη μέλη δεν μετέφεραν πάντα, είτε δεν μετέφεραν κατά τρόπο επιθυμητό τις αποφάσεις-πλαίσιο στη εσωτερική έννομη τάξη τους. Βάσει της απόφασης Pupino επανακαθορίστηκαν βασικά δεδομένα των παρεμβάσεων της ΕΕ στο ποινικό δίκαιο.
Με βάση πάγια θέση του ΔΕΚ, καθίστατο αναγκαία η ερμηνευτική τροποποίηση της ποινικής νομοθεσίας των κρατών μελών μέσα από δικαστικές αποφάσεις που βασίζονται στις αποφάσεις-πλαίσιο, με την παρεμβολή του Συμβουλίου, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων κατά τη μεταφορά τους στα εθνικά δίκαια, υπερβαίνοντας τον δημοκρατικό έλεγχο όσον αφορά την ποινική νομοθεσία των κρατών μελών. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών στο κράτος δικαίου επιβάλλει στα κράτη μέλη να μην επαφίενται στη δικαστική εξουσία, όσον αφορά αποφάσεις που σχετίζονται με την ποινική δίκη.
Τα κράτη μέλη όφειλαν να λαμβάνουν υπόψη τα όρια που έθεσε το ΔΕΚ για τη σύμφωνη με τις αποφάσεις-πλαίσιο ερμηνεία των ποινικών κανόνων, όπως οι γενικές αρχές του δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται μέσω της ΕΣΔΑ. Εντούτοις, η ερμηνευτική αυτή παρέμβαση, όπως πχ. για τη χορήγηση ενός μη προβλεπόμενου στην εθνική νομοθεσία δικαιώματος, στο θύμα μιας ποινικής διαδικασίας, η οποία επιδρά στα δικαιώματα του κατηγορουμένου, ανατρέποντας τις ισορροπίες της δημοκρατικής θεσμοθέτησης των δικονομικών κανόνων στις έννομες τάξεις. Επομένως, η ως άνω θέση του ΔΕΚ οδηγεί σε ασυμβατότητα σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του ποινικού δικαίου, προσβάλλοντας πολλές φορές την ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου και υπερβαίνοντας τις οριοθετημένες από το ΣΕΕ αρμοδιότητες και χαρακτηριστικά του τρίτου πυλώνα.
Σχόλια