Σχολιασμός της απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Poitrimol κατά Γαλλίας, 23.11.1993 (Aρ. Προσφ. 14032/88)

του Βαγγέλη Ζαφειριάδη, Νομικού

Σύντομο Ιστορικό

Κατά την υπόθεση Poitrimol κατά Γαλλίας, ο προσφεύγων, μετά την έκδοση απόφασης διαζυγίου εις βάρος του, με την οποία ανατέθηκε η επιμέλεια των παιδιών στη μητέρα τους, κατά την άσκηση του δικαιώματος επίσκεψης τα πήρε μαζί του στην Τουρκία όπου διέμενε και μήνυσε την πρώην σύζυγό του για πλαστογραφία και χρήση πλαστού κατά τη διαδικασία έκδοσης διαζυγίου, διεκδικώντας παράλληλα τη γονική μέριμνα των παιδιών. Το αρμόδιο δικαστήριο οικογενειακών υποθέσεων ανέθεσε και στους δύο γονείς την επιμέλεια των τέκνων τους, υπό την προϋπόθεση ότι ο Poitrimol θα επέστρεφε εντός τριών μηνών στη Γαλλία μετ’ αυτών, πράγμα το οποίο, όμως, δεν συνέβη. Εν προκειμένω, ο προσφεύγων, για να αποφύγει την εκτέλεση εντάλματος σύλληψης που εκκρεμούσε εις βάρος του, ζήτησε να εκπροσωπηθεί από τον συνήγορό του στην κατ’ έφεση δίκη, αίτημα που απορρίφτηκε όμως από το Γαλλικό Εφετείο, το οποίο θεώρησε απαραίτητη την προσωπική παρουσία του κατηγορουμένου. Ο Poitrimol στερήθηκε του δικαιώματος εκπροσώπησης και ενώπιον του γαλλικού Ακυρωτικού. Το ΕΔΔΑ καταδίκασε τη γαλλική κυβέρνηση για παραβίαση του άρθρου 6 παρ.1 και 3 εδ.γ’ ΕΣΔΑ, με το σκεπτικό ότι εν προκειμένω «η στέρηση του δικαιώματος εκπροσώπησης θα καθίδρυε ένα σύστημα καταναγκασμού, το οποίο θα κατέτεινε στο να υποχρεωθεί ο κατηγορούμενος να εμφανισθεί και να υποστεί την εκτέλεση του εντάλματος». Το Ακυρωτικό, από την πλευρά του, θα έπρεπε να εξετάσει έστω το τυπικό ζήτημα των λόγων για τους οποίους το Εφετείο είχε απορρίψει την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου.

Κατά το άρθρο 410 του γαλλικού κώδικα ποινικής δικονομίας, ο κατηγορούμενος έχει την υποχρέωση να εμφανιστεί στο ακροατήριο εφόσον κλητευθεί, διαφορετικά δικάζεται ωσεί παρών. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 583, εάν ένα πρόσωπο που καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των έξι ετών δεν παραδίδεται στο ένταλμα σύλληψης, χάνει αυτομάτως το δικαίωμα να προσφύγει στο δικαστήριο.

Η υπόθεση Poitrimol κατά Γαλλίας συνιστά απόφαση πιλότο (leading case, arrêt pilot) για την ΕΣΔΑ. Η παραβίαση των ως άνω διατάξεων της Σύμβασης παρέχει τη δυνατότητα σε κάθε φυσικό πρόσωπο, μη κυβερνητικό οργανισμό ή ομάδα ατόμων που ισχυρίζεται ότι αποτελεί θύμα παραβίασης των παραπάνω δικαιωμάτων, να προσφύγει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 1 της Σύμβασης.

Κατά τη γνώμη μου, το ΕΔΔΑ ορθώς έκρινε (κατά πλειοψηφία) ότι παραβιάσθηκαν οι παρ.1 και 3 εδ.γ’ του άρθρου 6 ΕΣΔΑ, διότι δεν μπορεί να εξαρτάται το δικαίωμα εκπροσώπησης και υπεράσπισης του κατηγορουμένου από ενδεχόμενο ένταλμα σύλληψης, καθώς παραβιάζονται οι αρχές της αναλογικότητας, της προφορικότητας και της αμεσότητας. Εν ολίγοις, η τυχόν στέρηση του ως άνω δικαιώματος θα αποτελούσε δυσανάλογα επιβαλλόμενη κύρωση για την συγκεκριμένη περίπτωση και βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της.

Πρακτικές προεκτάσεις και χρησιμότητα της απόφασης Poitrimol κατά Γαλλίας για την ελληνική έννομη τάξη

 Ένα σημαντικό βήμα προσαρμογής του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας έγινε με την τροποποίηση του άρ. 525 παρ.1 ΚΠΔ. Με το νόμο 2865/2000, προστέθηκε ως λόγος επανάληψης της διαδικασίας που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση η καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή της ουσιαστικής διάταξης που εφαρμόστηκε (περίπτωση 6). Με βάση την ως άνω διάταξη, δεν απαιτείται η παραβίαση κάποιου άρθρου της ΕΣΔΑ να επηρέασε αρνητικά την κρίση του δικαστηρίου.

Την εν λόγω τροποποίηση την θεωρώ απόλυτα απαραίτητη, καθώς πρόκειται για θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία έπρεπε με κάποιο τρόπο να προστατεύονται και με βάση την ελληνική έννομη τάξη, εφόσον το ποινικό μας δίκαιο, εν γένει, οφείλει να συμπορεύεται με τις ολοένα εξελισσόμενες διατάξεις της ΕΣΔΑ.

Τα τελευταία χρόνια επιχειρείται όλο και περισσότερο η ερμηνευτική σύνδεση διατάξεων του ΚΠΔ με τις απαιτήσεις της ΕΣΔΑ, γεγονός που αποτυπώνει μια υπό διαμόρφωση πεποίθηση για αφομοίωση ενός ευρωπαϊκού συστήματος ποινικής δίκης. H εγχώρια εξουσία και η ευρωπαϊκή έννομη τάξη συμβάλλονται κι έτσι η νομολογία συνεκτιμά και αναδεικνύει τις αναγκαιότητες της δίκαιης ποινικής δίκης, οι οποίες προκύπτουν μέσα από υπέρτερης ισχύος ευρωπαϊκά κείμενα. Η οποιαδήποτε ερμηνευτική εσωστρέφεια στην καλύτερη περίπτωση <<θα συνιστούσε συντηρητική αδράνεια και στη χειρότερη συμπλεγματική απομόνωση>>. Με άλλα λόγια, η ενδεχόμενη περιχαράκωση (retrenchment), δηλαδή, η οπισθοχώρηση των κρατών-μελών της Ε.Ε. λόγω του φόβου απώλειας της εθνικής ταυτότητάς τους, θα οδηγούσε σε μια γενικότερη στασιμότητα, η οποία θα εκφραζόταν με καθυστέρηση στην επιβολή κυρώσεων, είτε με επιφυλάξεις όσον αφορά στην προσαρμογή του εθνικού δικαίου με το ενωσιακό. 

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαπίστωση ότι με ορισμένες από τις προαναφερθείσες αρχές του ΕΔΔΑ εμφανίζει σύμπνοια τόσο η ελληνική νομοθεσία όσο και η ελληνική νομολογία. Ωστόσο, ορισμένες φορές αμφότερες παρεκκλίνουν, είτε ερμηνεύοντας εσφαλμένα τη νομολογία του ΕΔΔΑ είτε αγνοώντας την, εμφανίζοντας όμως ταυτοχρόνως, κατά τρόπον οξύμωρο, μία προσκόλληση στο γράμμα της ΕΣΔΑ και μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε περίπτωσης, οι οποίες απετέλεσαν το <<εφαλτήριο>> για τη διατύπωση των εν λόγω αρχών από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Το ΕΔΔΑ κρίνει κάθε φορά βάσει συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και για τον λόγο αυτόν η νομολογία του εμφανίζει έναν έντονα περιπτωσιολογικό χαρακτήρα. Η αποσπασματικότητα της νομολογίας του ΕΔΔΑ (case law), η οποία εν μέρει δικαιολογείται από τον σταδιακά μεταβαλλόμενο χαρακτήρα της, οδηγεί σε μία εξελικτική ερμηνεία των διατάξεων της ΕΣΔΑ, λόγω του ότι η Σύμβαση είναι ένα «ζωντανό κείμενο» (“living instrument”), που εφαρμόζεται και ερμηνεύεται «υπό το φως» των σύγχρονων συνθηκών και αντιλήψεων. Αυτή όμως η τελεολογική ερμηνεία έχει ως αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά δυσχερής η συναγωγή συμπερασμάτων και η διατύπωση γενικών αρχών, χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν τα πραγματικά περιστατικά και οι ειδικές συνθήκες της εκάστοτε υπόθεσης. Δεν θα πρέπει να οδηγούμαστε σε επιφανειακά συμπεράσματα, χωρίς προηγουμένως να εμβαθύνουμε στα πραγματικά περιστατικά των συγκεκριμένων υποθέσεων, που ήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου του Στρασβούργου.

Με την ισχύουσα νομοθεσία τίθεται πλέον το ζήτημα περί του εάν είναι παραδεκτή η επίκληση της παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. γ΄ ΕΣΔΑ ως αυτοτελώς προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, που απασχόλησε τη νομολογία στις αποφάσεις ΑΠ 244/1999 και ΑΠ 313/1999, οι οποίες μάλιστα είχαν αποφανθεί αρνητικά. Παράλληλα δε, στην ΑΠ 592/1999, αλλά και στην ΑΠ 1943/2008, είχε υποστηριχθεί η θέση ότι δεν είναι παραδεκτή η επίκληση των διατάξεων του άρθρου 6 ΕΣΔΑ (δικαίωμα στη χρήση και απονομή της δικαιοσύνης) και εν προκειμένω, το δικαίωμα εμφάνισης και υπεράσπισης του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. γ΄, εκτός εάν συνδυασθούν με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους, η οποία τελείται σε άμεση συνάρτηση είτε με τον βαθμό δικαστικής κρίσης της υπόθεσης, όπως δέχτηκε και η ελληνική νομολογία διά του ΣυμβΠλημΑθ 811/2001, είτε με το είδος των νομικών ισχυρισμών που επρόκειτο να προβάλει ο συνήγορος (π.χ. παραγραφή, δεδικασμένο).

Το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει την αυτοδυναμία του εθνικού νομοθέτη και του αφήνει «περιθώριο εκτίμησης» (“margin of appreciation”) ως προς τις μεθόδους που θα ακολουθήσει για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της ΕΣΔΑ. Επομένως, το ΕΔΔΑ κάνει δεκτές τις επιλογές (projections) του εθνικού νομοθέτη, υπό την προϋπόθεση ότι δεν πλήττεται ο σκοπός του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. γ΄ της Σύμβασης.

Δεν θα ήταν δυνατό, εικάζω, να παρεμβαίνει το ΕΔΔΑ σε τέτοιο βαθμό στο εγχώριο δίκαιο, ώστε να τείνει να το <<αφανίσει>>, εφόσον ο λόγος ύπαρξής του είναι να <<υπηρετήσει>> τις επιταγές της ΕΣΔΑ.

Η θέση αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου συμβαδίζει απολύτως, αφενός μεν με τον επικουρικό ρόλο του έναντι των εθνικών δικαιοδοτικών αρχών, καθώς είναι αναμφισβήτητο ότι η αποκλειστική δικαιοδοσία ανήκει στα συμβαλλόμενα κράτη, αφετέρου δε με τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, ο οποίος είναι συμπληρωματικός του εθνικού δικαίου, εφόσον καταλαμβάνει μία θέση πάνω από αυτό και θεραπεύει τυχόν κενά και ανεπάρκειές του. Στην προκειμένη περίπτωση, υφίσταται προληπτικός έλεγχος του ΕΔΔΑ, όσον αφορά στη συμβατότητα των διατάξεων της εσωτερικής έννομης τάξης με την ΕΣΔΑ.Ο κατασταλτικός έλεγχος συνίσταται στην επανόρθωση των συνεπειών που προκλήθηκαν από οιαδήποτε παραβίαση. Σε κάθε περίπτωση, βαρύνοντα ρόλο στην άσκηση από τον κατηγορούμενο του δικαιώματος υπεράσπισης από συνήγορο της επιλογής του, διαδραματίζει ο τρόπος άσκησης αυτού, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της εν γένει στάσης και συμπεριφοράς του, υπό την έννοια ότι η εγγύηση του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. γ΄ ΕΣΔΑ έχει τεθεί προς διασφάλιση των δικαιωμάτων του και όχι προς καταχρηστική άσκηση αυτών (ΑΚ 281).

Aπό το πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 97 παρ.1 εδ. α’ (πράξεις στις οποίες παρίστανται οι διάδικοι αυτοπροσώπως ή με συνήγορο),100 παρ. 1 εδ. α΄ (παράσταση κατηγορουμένου με συνήγορο) και 171 παρ. 1 εδ. δ΄ ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και εν προκειμένω του δικαιώματος παραστάσεώς του με συνήγορο συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα.

Άξια λόγου, κατά την προσωπική μου άποψη, είναι η τροποποίηση του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ΄ ΚΠΔ με την προσθήκη διά του N 3904/2010 στις απόλυτες ακυρότητες και της παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ, η οποία υποδηλώνει την ατέρμονη προσπάθεια συμπόρευσης του ελληνικού ποινικού δικονομικού δικαίου με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ.

Τα τελευταία χρόνια η νομολογία, παρά την επιφυλακτική στάση του έλληνα νομοθέτη, επιχείρησε μια ερμηνεία του ΚΠΔ όσο το δυνατόν πλησιέστερα με τις αρχές της ΕΣΔΑ αναγνωρίζοντας εκτεταμένο δικαίωμα εκπροσώπησης του κατηγορουμένου από συνήγορο. Μέσω του άρθρου 24 του Ν 3160/2003, το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εκπροσωπείται από συνήγορο επεκτάθηκε σε όλα τα πλημμελήματα, ανεξαρτήτως της επαπειλούμενης από τον νόμο ποινής, με αποκορύφωμα τον Ν 3346/2005 (άρθρο 13), ο οποίος επέτρεψε αδιακρίτως την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από συνήγορο ενώπιον των δικαστηρίων και στα κακουργήματα.

Σημαντικό ρόλο όσον αφορά την ελληνική νομολογία διαδραμάτισε η υπ’ αριθμ. 9/2002 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, σκοπός της οποίας ήταν η εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με τις επιταγές της ΕΣΔΑ και τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Η εν λόγω απόφαση, επικαλούμενη νομολογία του ΕΔΔΑ, έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 501 παρ. 3 ΚΠΔ, πριν την τροποποίησή της με το ν.3160/2003, δε συμβάδιζε με τις επιταγές της ΕΣΔΑ, από τη στιγμή που εξαρτούσε το δικαίωμα του εκκαλούντος να εκπροσωπηθεί διά συνηγόρου από τη συνδρομή ανωτέρας βίας, η οποία τυχόν απέτρεψε την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του. Υπό το ισχύον δίκαιο, είναι δυνατή η εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από συνήγορο τόσο στον πρώτο βαθμό όσο και στο εφετείο, υπό τις προϋποθέσεις όμως του άρθρου 340 παρ. 2 ΚΠΔ. Κατ’αυτό τον τρόπο, αναπληρώθηκε το έλλειμμα της εκπροσώπησης του κατηγορουμένου στο δεύτερο βαθμό (λόγω της κατάργησης της παρ.3 του άρθρου 501 ΚΠΔ), η οποία καθιερώνει το καθήκον αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου. Ο έλεγχος ποιότητας του νόμου (certain quality of law/ qualité de la loi) και συγκεκριμένα της συμβατότητας του άρθρου 6 παρ.3 εδ.γ’ ΕΣΔΑ με το άρθρο 340 ΚΠΔ, συμβάλλει στην ορθή ερμηνεία των διατάξεως της ευρωπαϊκής σύμβασης.

Εν αντιθέσει προς όσα υπεστήριξε η ΑΠ Ολ 9/2002, δεν υπάρχει απόφαση του ΕΔΔΑ που να έχει λάβει σαφή θέση επί αδικαιολογήτου απουσίας του κατηγορουμένου. Το ΕΔΔΑ στην απόφαση Poitrimol κατά Γαλλίας, λαμβανομένων υπ’ όψιν των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, υπεστήριξε ακριβώς την αντίθετη θέση από αυτήν της ΑΠ Ολ 9/2002, ότι, δηλαδή, ο κατηγορούμενος είναι δυνατόν να στερηθεί του δικαιώματος εκπροσώπησης από συνήγορο εάν δεν έχει εύλογη αιτία απουσίας. Ως εκ τούτου, η ερμηνεία της ανωτέρω απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου κινείται εκτός του πνεύματος της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Πάντως, τα βουλεύματα του ΠεντΕφΑθ 1184/2002 και του ΤριμΕφΚακΘεσ 140/2003 κατέληξαν στο δικαίωμα της απεριόριστης εκπροσώπησης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, δηλαδή ανεξαρτήτως πραγματικών περιστατικών ή ανυπέρβλητων αιτιών.

Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε και τα θετικά στοιχεία της παροχής της δυνατότητας εκπροσώπησης του κατηγορουμένου από συνήγορο στο ακροατήριο, όπως <<ο περιορισμός του κινδύνου ερημοδικίας, η αποφυγή εσκεμμένης παρέλκυσης της διαδικασίας, η ταχύτερη πρόοδος αυτής και η αποφυγή της επαχθούς ψυχικής δοκιμασίας του κατηγορουμένου εκ της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας, η οποία έχει, αναμφισβήτητα, στιγματιστικό χαρακτήρα>>.

Η αρχή της αυτοπροσώπου εμφανίσεως του κατηγορουμένου αποτελεί θεμέλιο του ποινικού δικονομικού μας συστήματος. Κατ’αυτό τον τρόπο, περιορίζονται τα δικαιώματα του παριστάμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας και υπονομεύεται η αρχή της ισότητας των όπλων. Εκτός αυτού, όμως, επιφέρει ρηγμάτωση στην αρχή της προσωπικής ενοχής. Επιπλέον, η φυσική απουσία του κατηγορουμένου από το ακροατήριο, καθιστά δυσχερέστερη τη διαδικασία έκδοσης ορθής δικαστικής απόφασης, αλλά και υπονομεύει τη διαδικασία επιμέτρησης της ποινής, με κίνδυνο την υιοθέτηση αντικειμενικών κριτηρίων και την εμπειρική επιβολή «αποπροσωποποιημένων ποινών», καθώς καθίσταται δυσχερής η έρευνα της προσωπικότητας του κατηγορουμένου και η «εξατομίκευση» της ποινής κατά το άρθρο 79 ΠΚ.

Ο Έλληνας νομοθέτης υπερέβη τη νομολογία του ΕΔΔΑ και τις επιταγές της, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί περισσότερο ως αυθαίρετη ερμηνεία και λιγότερο ως βήμα προόδου. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ουδέποτε έλαβε θέση υπέρ της απεριόριστης εκπροσώπησης του κατηγορουμένου, αλλά απλώς απαγορεύει να εκπέσει ο κατηγορούμενος του δικαιώματος υπεράσπισης εκ μόνης της φυσικής απουσίας του στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία Άλλωστε, η απουσία του κατηγορουμένου θεωρείται από το ΕΔΔΑ ανεκτή και όχι επιθυμητή. Το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. γ΄ ΕΣΔΑ κατοχυρώνει δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και όχι δικαίωμα αντιπροσώπευσης αυτού. Εξάλλου, πρόκειται για δύο διακριτά δικαιώματα, τα οποία συνυπάρχουν, χωρίς το ένα να αναιρεί ή να αποδυναμώνει το άλλο, με το δικαίωμα εκπροσώπησης να είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από το δικαίωμα αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου. Όμως, τα εν λόγω διακριτά δικαιώματα ο Έλληνας νομοθέτης φαίνεται, πλέον, να τα εξομοιώνει, αγνοώντας τις επιταγές της ΕΣΔΑ.Η προσέγγιση της ΕΣΔΑ από την ελληνική νομοθεσία και από ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής νομολογίας δείχνει να διέπεται, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, από προχειρότητα, εξαιτίας της απορρόφησης (absorption)- προσαρμογής του εθνικού δικαίου προς τις επιταγές της ΕΣΔΑ με τρόπο μη επιθυμητό, δηλαδή δημιουργώντας ασάφειες και αντινομίες. Τόσο το βούλευμα του ΣυμβΕφΑθ 15/2006, όσο και το βούλευμα του ΣυμβΠλημμΑθ 53/2004, πάντως, αποφάνθηκαν ότι το δικαίωμα του άρθρου 6 παρ.3 εδ.γ’ ΕΣΔΑ εφαρμόζεται μόνο κατά την επ’ακροατηρίω διαδικασία.

Η ελληνική ποινική νομολογία επικαλείται την ΕΣΔΑ με αρκετά μεγάλη συχνότητα, περιοριζόμενη ωστόσο σε απλή παράθεση των διατάξεων της, χωρίς να υπεισέρχεται στον πυρήνα της προβληματικής, με αποτέλεσμα η διάταξη να επέχει θέση καθαρά επικουρική ή ακόμη και «διακοσμητική». Υιοθετεί επακριβώς το συγκεκριμένο σκεπτικό, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες θέσεις, αντί να σταθεί κριτικά απέναντί τους και να προσπαθήσει να ελέγξει την ορθότητά των επιταγών της. Ο Έλληνας δικαστής σε αρκετές περιπτώσεις μετατρέπει σε γενική αρχή μεμονωμένες κρίσεις του ΕΔΔΑ, χωρίς να συνεκτιμά τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε υπόθεσης που οδήγησαν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στις εν λόγω παραδοχές.

Δείτε την αρθρογραφία του Βαγγέλη Ζαφειριάδη εδώ  

Σχόλια