H ποινική ρήτρα στις αστικές συμβάσεις και η λειτουργία της (άρθρα 404 επ. Αστικού Κώδικα)

Του Ηρακλή Δημ. Μουράβα , Δικηγόρου ΜΔΕ

* Στη μνήμη του πατέρα μου Δημητρίου Μουράβα, Δικηγόρου

Η έννοια της ποινικής ρήτρας στο Αστικό δίκαιο και ειδικότερα στις συμβάσεις έχει ως στόχο τη διασφάλιση της ομαλής εκπλήρωσης μιας σύμβασης και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη.

Πιο συγκεκριμένα, με τη διάταξη του άρθρου 404 Α.Κ οι συμβαλλόμενοι έχουν τη δυνατότητα να ενσωματώσουν μέσα στη σύμβαση ποινική ρήτρα, η οποία τίθεται σε ισχύ και καθίσταται απαιτητή (καταπίπτει ο νομικός όρος) εάν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία, δηλαδή καθυστερήσει να εκπληρώσει την παροχή υπαίτια σε χρονικό σημείο μεταγενέστερα από την προθεσμία που συμφωνήθηκε.

Ο δανειστής σε περίπτωση συνομολόγησης ποινικής ρήτρας μπορεί να την αξιώσει δικαστικά από τον οφειλέτη απαιτώντας την ποινή, αρκεί να αποδείξει για την ευδοκίμηση της αξίωσής του: α) Τη σύμβαση που πρέπει να εκπληρωθεί και πρέπει να είναι έγγραφη, β) τη συμφωνία που προβλέπει την ποινική ρήτρα εγγράφως και ορισμένα, γ) τις προϋποθέσεις της υπερημερίας, δηλαδή την όχληση του ως προς τον οφειλέτη ή ότι παρήλθε η συγκεκριμένη (δήλη) μέρα που συμφωνήθηκε για να εκπληρωθεί η παροχή. Αντιθέτως ο οφειλέτης φέρει το βάρος απόδειξης ότι η εκ μέρους του εκπλήρωση της παροχής ήταν έγκαιρη ή ανυπαίτια αν δεν εκπληρώθηκε.

Η ποινική ρήτρα δεν πρέπει να συγχέεται στην καθομιλουμένη με το Ποινικό δίκαιο, ούτε τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των Ποινικών Νόμων. Είναι έννοια του Αστικού δικαίου. Στην πράξη πρόκειται για μια χρηματική ποινή, που είναι δικαστικώς διεκδικούμενη από τον δανειστή προς τον οφειλέτη. Λειτουργεί εγγυητικά υπέρ της εκπλήρωσης της σύμβασης και είναι μια δικλείδα ασφαλείας ως προς το δανειστή για να διασφαλίσει την εκπλήρωση μιας σύμβασης.  Είναι επίσης ένα μέσο πίεσης ως προς τον οφειλέτη να εκπληρώσει την παροχή εξ ολοκλήρου και στο χρόνο που συμφωνήθηκε.

Δεν αποκλείεται όπως σε όλες τις συμβάσεις η παροχή της ποινικής ρήτρας να είναι και σε είδος αρκεί να αναγράφεται ρητά και συγκεκριμένα. Η ποινική ρήτρα προϋποθέτει να ορίζεται συγκεκριμένα τόσο το είδος της όσο και η χρηματική αξία της. Αν πρόκειται για μισθώματα σε σύμβαση μίσθωσης, μπορεί να οριστεί σε αριθμό μισθωμάτων.

Η ποινική ρήτρα είναι παρεπόμενη υποχρέωση σε μία σύμβαση. Επομένως όταν μια σύμβαση είναι άκυρη, άκυρη είναι και οι ποινική ρήτρα που συμφωνήθηκε, ακόμη και αν τα μέρη γνώριζαν την ακυρότητα της υπόσχεσης (408 Α.Κ).

Η κατάπτωση της ποινικής ρήτρας επέρχεται ακόμη και αν ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμία ζημία.

Ειδικότερα ζητήματα ρυθμίζουν οι διατάξεις 406, 407 Α.Κ. Σύμφωνα με την 406 αν η παροχή δεν εκπληρώθηκε και ο δανειστής ζητήσει την ποινή που ενεργοποιήθηκε δεν δικαιούται να ζητήσει την εκπλήρωση της παροχής. Σύμφωνα με την 407 Α.Κ αν η ποινική ρήτρα συμφωνήθηκε για την μη προσήκουσα ή μη έγκαιρη εκπλήρωση της παροχής, ο δανειστής έχει το δικαίωμα τόσο να ζητήσει την ποινή που συμφωνήθηκε όσο και την εκπλήρωση της παροχής.

Στην πράξη χρησιμοποιείται η ποινική ρήτρα σε πληθώρα συμβάσεων. Θα αναφερθούν κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα. Η ποινική ρήτρα είναι αρκετά συχνή σε συμβάσεις έργου όταν υπάρχει υπαίτια καθυστέρηση παράδοσής του. Λ.χ Στα εργολαβικά συμβόλαια-προσύμφωνα μεταξύ του εργολάβου και του οικοπεδούχου. Αν ο εργολάβος με δική του υπαιτιότητα σταματήσει τις εργασίες ανέγερσης οικοδομής ή δεν μεριμνήσει έγκαιρα να βγάλει τις οικοδομικές άδειες τότε πέρα από τις άλλες συνέπειες της ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης όπως λ.χ αποζημίωση, έκπτωση είναι υπόχρεος και σε καταβολή ποινικής ρήτρας έναντι του οικοπεδούχου. Επίσης στην πράξη είναι σύνηθες να συμφωνείται ποινική ρήτρα στην πώληση ημιτελούς διαμερίσματος. Ο αγοραστής σε περίπτωση που ο εργολάβος δεν τελειώσει έγκαιρα το διαμέρισμα ενώ ήδη έλαβε προκαταβολικά τα χρήματα προς το σκοπό αυτό, είναι υποχρεωμένος να αποδώσει την ποινική ρήτρα που συμφωνήθηκε στο ζημιωθέντα αγοραστή.

Επίσης είναι έγκυρος ο όρος σε μισθωτική σύμβαση, όταν προβλέπει ότι σε περίπτωση καταγγελίας της μίσθωσης λόγω παράβασης ουσιώδους όρου της σύμβασης, καθίστανται απαιτητά και ληξιπρόθεσμα όλα τα μισθώματα η κάποια από αυτά που υπολείπονται μέχρι τη λήξη της μίσθωσης. Αυτό συνιστά ποινική ρήτρα.

Ακόμη στις πωλήσεις κινητών με παρακράτηση κυριότητας συνηθίζεται να συμφωνείται ποινική ρήτρα. Λχ ο αγοραστής ενός αυτοκινήτου συμφωνείται να λάβει την κυριότητά του από τον πωλητή, όταν εξοφλήσει ολοσχερώς το τίμημα. Στην περίπτωση που δεν το εξοφλήσει σε χρόνο που συμφωνήθηκε ο πωλητής έχει δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και για ό,τι καταβλήθηκε να κρατηθεί ως ποινική ρήτρα.

Σε αυτές και σε άλλες συμβάσεις είναι δυνατό να συμφωνήσουν τα μέρη σε ποινική ρήτρα. Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις είναι ποινικές ρήτρες που προβλέπονται στον Αστικό Κώδικα και ονομάζονται γνήσιες. Στην πράξη όμως υπάρχουν και οι μη γνήσιες ποινικές ρήτρες ιδίως στις εργασιακές σχέσεις, που πιθανό να γίνει εκτενέστερα λόγος σε επόμενο άρθρο. Εδώ απλά θα αναφερθούν επιγραμματικά. Λ.χ ένας εργαζόμενος σε μια εταιρία δεσμεύεται συμβατικά να μην αποκαλύψει επαγγελματικά μυστικά της εταιρίας για τα επόμενα δέκα έτη ή να μην δουλέψει σε ανταγωνιστική εταιρία μετά την λύση της σύμβασης εργασίας του για τα επόμενα τρία έτη. Αν παραβεί αυτές τις υποχρεώσεις μπορεί να συμφωνηθεί ποινική ρήτρα. Ονομάζεται μη γνήσια, επειδή δεν προβλέπεται στον Αστικό κώδικα ρήτρα για παράλειψη ενεργειών. Είναι νόμιμη όμως, διότι πηγάζει από τις αρχές της καλής πίστης και την υποχρέωση υγειούς και μη αθέμητου ανταγωνισμού στις εμπορικές και εργασιακές πρακτικές.

Ο Νόμος όμως ορθώς προβλέπει και έναν περιορισμό στην ελευθερία των συμβάσεων με το άρθρο 409 Α.Κ που είναι αναγκαστικού δικαίου. Αν το χρηματικό ποσό ή το είδος της ποινής που συμφωνήθηκε είναι υπέρμετρα δυσανάλογο με τις συνέπειες της μη εκπλήρωσης της παροχής, το δικαστήριο κατόπιν αίτησης του οφειλέτη είναι υποχρεωμένο να μειώσει την ποινική ρήτρα στο μέτρο που αρμόζει στις περιστάσεις.

Ο σκοπός της ποινικής ρήτρας είναι η διασφάλιση της ομαλής εξέλιξης μιας σύμβασης και από τα δύο μέρη. Δεν πρέπει να αποτελεί όχημα προς τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του δανειστή, ούτε να καταστρατηγείται η διάταξη  με καταχρηστικές ποινικές ρήτρες εκ μέρους του ισχυρότερου οικονομικά συμβαλλόμενου ως προς τον πιο ανίσχυρο.

Ο Αστικός Κώδικας δίνει το δικαίωμα ποινικής ρήτρας στους συμβαλλόμενους να το προβλέψουν και να το αποδεχτούν αλλά ο ίδιος το περιορίζει στο μέτρο που είναι απαραίτητο ως ασφαλιστική δικλίδα για την εκπλήρωση μιας σύμβασης. Δεν γίνεται το εν λόγω δικαίωμα να συνεπάγεται υπέρμετρες χρηματικές κυρώσεις, δυσανάλογες του σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκε ούτε να ασκείται καταχρηστικά για εξυπηρέτηση άλλων σκοπών. Έτσι το δικαστήριο μπορεί τόσο να μειώσει αναλογικά την ποινική ρήτρα, όσο και να ακυρώσει, όταν αποδεικνύεται ότι καταστρατηγείται η διάταξη, οποιαδήποτε ρήτρα καταχρηστική και αντίθετη στην καλή πίστη.

* Ο Ηρακλής Μουράβας είναι δικηγόρος Βόλου, απόφοιτος Νομικής σχολής Α.Π.Θ , κάτοχος μεταπτυχιακών διπλωμάτων ειδίκευσης Εμπορικού και Αστικού δικαίου Δ.Π.Θ.

Δείτε την αρθρογραφία του Ηρακλή Μουράβα εδώ


Σχόλια