Οι "ρήτρες καλύτερης τιμής" της πλατφόρμας Booking.com : Σκέψεις με αφορμή την απόφαση του BGH της 18/05/2021
H περιοριστική ρήτρα καλύτερης τιμής που έχει εφαρμόσει η διεθνής ηλεκτρονική πλατφόρμα κράτησης ξενοδοχείων «Booking.com» έχει κριθεί ότι παραβιάζει την κοινοτική νομοθεσία για την προστασία του ανταγωνισμού.
του Γιώργου Καζολέα, Δικηγόρου
Πρόκειται για την απόφαση του Γερμανικού Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου (Bundesgerichthof) της 18ης Μαϊου 2021 (KVR 54/20), το οποίο επιβεβαίωσε ότι οι εν λόγω ρήτρες που άρχισε να χρησιμοποιεί η πλατφόρμα ήδη από το 2015 στην Γερμανία , είναι παράνομες καθώς περιορίζουν τον ανταγωνισμό εις βάρος των ιδιοκτητών των ξενοδοχείων.
Συγκεκριμένα, οι περιοριστικές ρήτρες καλύτερης τιμής απαγόρευαν στους ξενοδόχους να προσφέρουν τα καταλύματά τους στις δικές τους ιστοσελίδες σε χαμηλότερη τιμή ή με καλύτερους όρους από την πλατφόρμα Booking.com.
Ωστόσο, οι ξενοδοχειακές υπηρεσίες θα μπορούσαν να προσφέρονται φθηνότερα σε άλλες διαδικτυακές πύλες κρατήσεων ή, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπήρχε διαδικτυακή διαφήμιση ή εκτός διαδικτύου. Τον Δεκέμβριο του 2015, το Ομοσπονδιακό Γραφείο Καρτέλ της Γερμανίας διαπίστωσε ότι μια τέτοια ρήτρα παραβίαζε την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία και από τον Φεβρουάριο του 2016 η Booking.com αναγκάστηκε να σταματήσει την εφαρμογή της.
Βέβαια η ολλανδική εταιρεία πέτυχε μια πρόσκαιρη νίκη με την ανατροπή της απόφασης αυτής από το Περιφερειακό Δικαστήριο του Ντίσελντορφ, το οποίο έκρινε ότι αν και οι ρήτρες καλύτερης τιμής εμπόδιζαν τον ανταγωνισμό, δεν καλύπτονταν από την απαγόρευση των συμπράξεων στο άρθρο 101 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ [1], καθώς αποτελούσαν αναγκαίους παρεπόμενους όρους των συμβάσεων μεσιτείας με τις ξενοδοχειακές εταιρείες.
Το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο ωστόσο αποσαφήνισε με την απόφαση του Μαϊου 2021 ότι η περιοριστική ρήτρα καλύτερης τιμής περιορίζει τον ανταγωνισμό καθώς τα συνδεόμενα με την πλατφόρμα ξενοδοχεία δεν θα μπορούν να προσφέρουν φθηνότερες τιμές δωματίων και όρους κράτησης στις δικές τους διαδικτυακές υπηρεσίες από ότι στο Booking.com. Αυτό θα τους στερούσε την προφανή επιλογή να μετακυλίσουν την προμήθεια μεσιτείας εν όλω ή εν μέρει με τη μορφή μειώσεων τιμών και έτσι να προσελκύουν υποψήφιους πελάτες.
Σε αντίθεση με την άποψη του Δικαστηρίου του Ντίσελντορφ ότι οι περιορισμένες ρήτρες καλύτερης τιμής που εφαρμόζει η Booking.com αποτελούσαν μια παρεπόμενη συμφωνία απαραίτητη για μια σύμβαση αντιπροσωπείας και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ., το BHG επισήμανε ότι για να συμβεί αυτό, τέτοιες ρήτρες θα πρέπει να είναι αντικειμενικά αναγκαίες για την εκτέλεση της σύμβασης. Ωστόσο, το αντικείμενο της σύμβασης, δηλαδή η διαδικτυακή μεσολάβηση δωματίων ξενοδοχείων, θα ήταν επίσης εφικτό χωρίς την συγκεκριμένη ρήτρα καλύτερης τιμής.
Ακόμα, το Bundesgerichtshof σημείωσε ότι ο Κανονισμός Vertical Block Exemption (VBER) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [2] δεν εφαρμόζεται για την Booking.com για την εξαίρεση της πρακτικής της ώστε να μη συνιστά παράβαση του άρθρου 101. ΣΛΕΕ. Ο VBER δεν ίσχυε καθώς το μερίδιο αγοράς της Booking.com ξεπέρασε το 30 τοις εκατό στη σχετική αγορά για τις πλατφόρμες κρατήσεων ξενοδοχείων στη Γερμανία.
Τέλος, το Bundesgerichtshof απέρριψε επίσης κάθε ενδεχόμενη εξαίρεση βάσει του άρθρου 101 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.[3] Σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι ευνοϊκές για τον ανταγωνισμό πτυχές των περιοριστικών ρητρών καλύτερης τιμής, όπως είναι η αποφυγή του προβλήματος του λεγόμενου «Free Rider» (οι επισκέπτες κάνουν κράτηση απευθείας στο ξενοδοχείο αφού ενημερωθούν πριν στην πλατφόρμα Booking.com) και η μεγαλύτερη διαφάνεια της αγοράς για τους καταναλωτές, έπρεπε να ληφθούν υπόψη και να σταθμιστούν προσεκτικά έναντι των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό πτυχών τους κατά την εφαρμογή του άρθρου 101 παράγραφος 3.
Ουσιαστικά το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας διαπιστώνει ότι η επίμαχη ρήτρα καλύτερης τιμής θα μπορούσε να εξαιρεθεί από την απαγόρευση του άρθρου 101 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ ως επικουρική συμφωνία της σύμβασης της πλατφόρμας με τους ξενοδόχους μόνο εάν ήταν αντικειμενικά αναγκαία για την εφαρμογή της. Όμως σκοπός της σύμβασης μεταξύ της Booking.com και της εκάστοτε ξενοδοχειακής εταιρείας είναι η διαδικτυακή μεσιτεία δωματίων ξενοδοχείου. Για αυτόν τον σκοπό και αντικείμενο της σύμβασης, η περιοριστική ρήτρα καλύτερης τιμής δεν αποτελεί αναγκαία παρεπόμενη συμφωνία.
Μάλιστα το δικαστήριο επικαλείται έρευνες από το Ομοσπονδιακό Γραφείο Καρτέλ, οι οποίες διενεργήθηκαν μετά την εγκατάλειψη της χρήσης της εν λόγω ρήτρας, οι οποίες έδειξαν ότι η Booking.com ενίσχυσε περαιτέρω τη θέση της στην αγορά στη Γερμανία με τη λήψη υπόψη παραμέτρων όπως ο κύκλος εργασιών, το μερίδιο αγοράς, οι όγκοι κρατήσεων, ο αριθμός των συνεργαζόμενων ξενοδοχείων και ο αριθμός των τοποθεσιών των ξενοδοχείων.
Εν τέλει το Δικαστήριο προέβη σε στάθμιση αφενός της προώθησης του ανταγωνισμού που η πλατφόρμα δύναται να επιφέρει με τις λειτουργίες αναζήτησης, σύγκρισης και κράτησης, που προσφέρουν στον καταναλωτή ένα ελκυστικό πακέτο υπηρεσιών που διαφορετικά δεν θα μπορούσε να είναι διαθέσιμο σε αυτήν τη μορφή, όπως επίσης και τα ξενοδοχεία, μέσω της πλατφόρμας, έχουν το πλεονέκτημα μιας σημαντικά διευρυμένης γκάμας πελατών και αφετέρου της πραγματικής αναγκαιότητας της ρήτρας καλύτερης τιμής από τη στιγμή που αυτή εμποδίζει σε σημαντικό βαθμό την ανεξάρτητη διάθεση των δωματίων από τους ίδιους τους ξενοδόχους μέσω των δικών τους ιστοσελίδων.
Η απαίτηση της Booking.com τα ξενοδοχεία να προσφέρουν στην
πλατφόρμα της τους ίδιους ή καλύτερους όρους όσον αφορά την τιμή της διαμονής,
τη διαθεσιμότητα δωματίων και άλλους όρους από αυτούς προσφέρονται στον δικό
τους ιστότοπο ή σε οποιοδήποτε άλλο διαδικτυακό ή εκτός διαδικτύου μέσο, παραβιάζει ευθέως το άρθρο
101 παρ.1 ΣΛΕΕ καθώς μέσω των ρητρών καλύτερης τιμής περιόρισε τον ανταγωνισμό μεταξύ
των υφιστάμενων διαδικτυακών πλατφορμών κρατήσεων μέσω της απαγόρευσης
προσφοράς χαμηλότερων τιμών αλλά και εμπόδισε την είσοδο νέων πλατφορμών
κρατήσεων στην αγορά. Από τη συγκεκριμένη πρακτική της εταιρείας διαφαίνεται ο
στόχος απόλυτης κυριάρχησης της στην εν λόγω αγορά, αφενός καταστρέφοντας τον
όποιο ανταγωνισμό έναντι των μεμονωμένων ιδιοκτητών ξενοδοχείων, αφετέρου
πλήττοντας καίρια αλλά με αθέμιτο τρόπο τον ανταγωνισμό με άλλες διαδικτυακές εταιρείες
κράτησης ξενοδοχείων ή αποτρέποντας την είσοδο «νέων παικτών» στην συγκεκριμένη
αγορά. Στην τελευταία περίπτωση οι νέοι ανταγωνιστές δεν θα μπορούσαν να λάβουν
καλύτερες προσφορές τιμών από τα ξενοδοχεία, παρόλο που θα μπορούσαν να
κλείσουν συμφωνίες με αυτά με χαμηλότερη
προμήθεια ή άλλους ευνοϊκότερους όρους, από αυτούς που προσφέρει η Booking.com.
H απόφαση λοιπόν του BGH, αλλά και άλλες παρόμοιες που έχουν υπάρξει από αρμόδιες εποπτικές αρχές σε κράτη μέλη της ΕΕ, αποτελούν ένα θετικό δείγμα εφαρμογής ευρωπαϊκών κανόνων ανταγωνισμού ως ανάσχεση στην εν πολλοίς αθέμιτη μονοπωλιακή γιγάντωση εταιρειών, όπως η Booking.com
[1] « Είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική
αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι
αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να
επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως
αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός
της εσωτερικής αγοράς, και ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται:
α) στον
άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής,·
β) στον
περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διαθέσεως, της τεχνολογικής
αναπτύξεως ή των επενδύσεων,
γ) στην
κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού,·
δ) στην
εφαρμογή ανίσων όρων επί ισοδυνάμων παροχών, έναντι των εμπορικώς
συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον
ανταγωνισμό,
ε) στην
εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων,
προσθέτων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν
σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών».
[2] Οι κανονισμοί απαλλαγής κάθετης κατηγορίας εξαιρούν τις συμφωνίες μεταξύ προμηθευτών και αγοραστών από το άρθρο 101 παράγραφος 1 της Συνθήκης εάν οι συμφωνίες τους δεν περιέχουν ορισμένους αυστηρούς περιορισμούς του ανταγωνισμού και η καθεμία έχει μερίδιο αγοράς που δεν υπερβαίνει το 30%.
[3] «Οι διατάξεις της παραγράφου 1
δύνανται να κηρυχθούν ανεφάρμοστες:
- σε κάθε
συμφωνία ή κατηγορία συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων,
- σε κάθε
απόφαση ή κατηγορία αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων, και
- σε κάθε
εναρμονισμένη πρακτική ή κατηγορία εναρμονισμένων πρακτικών,
η οποία
συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην
προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους
καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει, και η οποία:
α) δεν
επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις περιορισμούς μη απαραίτητους για την
επίτευξη των στόχων αυτών· και
β) δεν παρέχει στις επιχειρήσεις αυτές τη δυνατότητα καταργήσεως του ανταγωνισμού επί σημαντικού τμήματος των σχετικών προϊόντων».
(photo: freepik.com)
Σχόλια