Υποχρέωση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καταδικαστικής απόφασης μετά από ποινική διαπραγμάτευση (ΑΠ)

ΑΠ 764/2022 (Ε’ Ποινικές) : Η καταδικαστική απόφαση που προέκυψε κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης είναι απαραίτητο να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

“Σύμφωνα με το άρθρο 303 του ΚΠοινΔ, με το οποίο εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη ο αγγλοσαξωνικής μεν προελεύσεως, αλλά πλέον ιδιαιτέρως διαδεδομένος σε όλες σχεδόν τις χώρες του civil law, θεσμός του Plea Bargaining, κεντρικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του οποίου είναι η ανταλλαγή της ομολογίας με την επιβολή μειωμένης ποινής, 

"1. Στις περιπτώσεις των αυτεπαγγέλτως διωκομένων εγκλημάτων, εξαιρουμένων των κακουργημάτων: α) που απειλούνται και με ποινή ισόβιας κάθειρξης και β) που προβλέπονται στο άρθρο 187Α ΠΚ και στο δέκατο ένατο κεφάλαιο του ΠΚ, ο κατηγορούμενος δικαιούται μέχρι την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης ή της προανάκρισης να ζητήσει εγγράφως ο ίδιος ή διά του συνηγόρου του την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαπραγμάτευσης, αντικείμενο της οποίας μπορεί να είναι μόνο η επιβλητέα κύρια ή παρεπόμενη ποινή. 

2. Μετά την υποβολή του ανωτέρω αιτήματος η δικογραφία διαβιβάζεται επί μεν των πλημμελημάτων στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών επί δε των κακουργημάτων στον εισαγγελέα εφετών, οι οποίοι οφείλουν να κρίνουν αν η συγκεκριμένη ποινική υπόθεση είναι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων τέλεσης της πράξης και της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, κατάλληλη προς διαπραγμάτευση. Προς τον σκοπό αυτό ο εισαγγελέας καλεί υποχρεωτικά τον κατηγορούμενο να εμφανισθεί ενώπιόν του μετά ή δια συνηγόρου και, αν το κρίνει αναγκαίο, τον παθόντα μετά ή δια συνηγόρου. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο ο εισαγγελέας του διορίζει υποχρεωτικά από τον σχετικό πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Στα εγκλήματα της παρ. 1 του άρθρου 301 ο εισαγγελέας δικαιούται κατά την κρίση του να εξαρτήσει την έναρξη της διαπραγμάτευσης, από την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας ή από τη σοβαρή προσπάθεια του υπαιτίου να αποκαταστήσει τη ζημία.

3. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου, η ποινική διαδικασία συνεχίζεται κανονικά. Η γραπτή αίτηση του κατηγορουμένου θεωρείται ως ουδέποτε υποβληθείσα, καταστρέφεται με το οικείο υλικό και τυχόν αντίγραφά της δεν λαμβάνονται υπόψη σε κανένα στάδιο της δίκης και σε καμία άλλη διαδικασία.

4. Αν ο κατηγορούμενος, αφού λάβει γνώση των στοιχείων της δικογραφίας, συμφωνήσει με τον εισαγγελέα την επιβλητέα ποινή, συντάσσεται πρακτικό διαπραγμάτευσης, που υπογράφεται από τον εισαγγελέα και από τον κατηγορούμενο και τον παριστάμενο συνήγορό του. Το πρακτικό διαπραγμάτευσης περιέχει την ομολογία του κατηγορουμένου για την πράξη για την οποία κατηγορείται, την συμφωνηθείσα ποινή καθώς και τον τρόπο έκτισής της. Η προτεινόμενη ποινή καθορίζεται με βάση την απαξία, τις συνθήκες τέλεσης της πράξης, τον βαθμό της υπαιτιότητας καθώς και την προσωπικότητα και τους οικονομικούς όρους του κατηγορουμένου και δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε έτη φυλάκισης στα κακουργήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη, τα επτά έτη στα κακουργήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη άνω των δέκα ετών, και τα δύο έτη στα πλημμελήματα, ούτε μπορεί να είναι κατώτερη των δύο ετών στα κακουργήματα που τιμωρούνται με πρόσκαιρη κάθειρξη. Για την αναστολή ή μετατροπή της προτεινόμενης ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 99, 100, 104Α και 105Α ΠΚ. Στο πρακτικό διαπραγμάτευσης ορίζεται υποχρεωτικά πληρεξούσιος δικηγόρος και αντίκλητος του κατηγορουμένου, στον οποίο παρέχεται η εντολή να τον εκπροσωπήσει στο ακροατήριο.
5. Αν το πρακτικό διαπραγμάτευσης συνταχθεί πριν από την απολογία του κατηγορουμένου η ανάκριση θεωρείται περατωμένη ως προς αυτόν, εκτός αν ο εισαγγελέας θεωρεί ότι συντρέχει περίπτωση να επιβληθούν περιοριστικοί όροι, οπότε ο ανακριτής λαμβάνει απολογία του κατηγορουμένου, μετά την οποία ο ανακριτής μπορεί να αφήσει τον κατηγορούμενο ελεύθερο ή να εκδώσει διάταξη για την επιβολή περιοριστικών όρων κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 283. Αν το πρακτικό διαπραγμάτευσης συνταχθεί μετά την απολογία του κατηγορουμένου, ο εισαγγελέας μπορεί με διάταξή του να άρει ή να αντικαταστήσει τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού που τυχόν έχουν επιβληθεί στον κατηγορούμενο. Η διαδικασία του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται και η δικογραφία χωρίζεται με πράξη του ανακριτή ως προς τους κατηγορουμένους, για τους οποίους δεν έχει συνταχθεί πρακτικό διαπραγμάτευσης και ως προς τα συρρέοντα εγκλήματα που δεν περιλαμβάνονται σε εκείνα της παρ. 1.Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 302 ισχύουν αναλόγως.

6. Μέσα σε πέντε ημέρες από τη σύνταξη του πρακτικού διαπραγμάτευσης, η υπόθεση εισάγεται με απευθείας κλήση στο Μονομελές Εφετείο επί κακουργημάτων και στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο επί πλημμελημάτων. Στον απόντα κατηγορούμενο ορίζεται υποχρεωτικά ως συνήγορος ο αναφερόμενος στο πρακτικό διαπραγμάτευσης και αν αυτός κωλύεται άλλος συνήγορος από τον πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Το δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο βάσει του πρακτικού διαπραγμάτευσης και των στοιχείων της δικογραφίας και επιβάλλει σε αυτόν, εφαρμόζοντας τα κριτήρια του άρθρου 79 ΠΚ ποινή, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει την συμφωνηθείσα μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορούμενου. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, χωρίς να δεσμεύεται από το πρακτικό διαπραγμάτευσης, τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 368 περ. β` και γ` και δικαιούται να μεταβάλλει τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης μόνο προς όφελος του κατηγορουμένου.
7. Διαπραγμάτευση μπορεί να γίνει και στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, με αίτηση του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, που έχει ειδική προς τούτο εξουσιοδότηση που καταχωρείται στο ειδικό πρακτικό κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 141 παρ. 4. Στην περίπτωση αυτή η διαπραγμάτευση διεξάγεται μεταξύ του κατηγορουμένου και του εισαγγελέα της έδρας. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο, το δικαστήριο του διορίζει υποχρεωτικά από τον σχετικό πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Η υποβολή του αιτήματος διαπραγμάτευσης δεν αποτελεί υποχρεωτικό λόγο αναβολής της δίκης, μπορεί όμως το δικαστήριο να διακόψει τη συζήτηση και να τάξει προθεσμία έως δεκαπέντε ημερών για τη σύνταξη του πρακτικού διαπραγμάτευσης σύμφωνα με την παράγραφο 4.Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου, εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 4 του άρθρου 302.
8. Σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων η διαπραγμάτευση μπορεί να αφορά ένα ή περισσότερα από αυτά.
9. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου χωρεί μόνο αναίρεση." 

Στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4620/2019 σημειώνεται ότι ως προς τα επί μέρους ανακύπτοντα ζητήματα της ρυθμιζόμενης από το άρθρο 303 ποινικής διαπραγμάτευσης η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή κατέληξε πλην άλλων στις ακόλουθες επιλογές: " ......γ) Θεσπίστηκε η δυνατότητα του δικαστηρίου να μειώσει περαιτέρω τη συμφωνηθείσα ποινή. Τούτο γιατί, τυχόν πλήρης δέσμευση του ποινικού δικαστηρίου από τη συμφωνηθείσα μεταξύ κατηγορουμένου και Εισαγγελέα μειωμένη ποινή θα αντέβαινε στο άρθρο 96 παρ. 1 Σ., ενόψει του ότι η ποινή θα επιβαλλόταν de facto από τον Εισαγγελέα και όχι από το ποινικό δικαστήριο. .......
δ) Προβλέφθηκε η δυνατότητα του ποινικού δικαστηρίου να ελέγχει τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης στο πρακτικό διαπραγμάτευσης. Εφόσον η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας διατηρείται ως κατευθυντήρια αρχή του ελληνικού ποινικοδικονομικού συστήματος, το ποινικό δικαστήριο δεν θα πρέπει να απαλλάσσεται από την υποχρέωση, να ελέγξει αν η συμφωνηθείσα ποινή μπορεί να επιβληθεί από αυτό με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τον νομικό χαρακτηρισμό, που έχει επιλέξει η κατηγορούσα αρχή. Γι' αυτό θα πρέπει το ποινικό δικαστήριο να διατηρεί την εξουσία, πριν καταγνώσει την προσυμφωνηθείσα ποινή, να ερευνήσει τη νομική βασιμότητα της κατηγορίας ή άλλους λόγους που αποκλείουν την ποινική ευθύνη και στην περίπτωση αυτή να αθωώσει παρά τo plea bargaining τον κατηγορούμενο ή να προσδώσει στην πράξη τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό. Τυχόν δέσμευση του ποινικού δικαστηρίου από τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης στο πρακτικό διαπραγμάτευσης θα αντέβαινε στο άρθρο 96 παρ. 1 Σ. Όμως προκειμένου να μη δημιουργηθεί στον κατηγορούμενο αίσθημα ανασφάλειας, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντικίνητρο για την υπαγωγή του στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης σε συνδυασμό με την άμβλυνση του διερευνητικού καθήκοντος του δικαστηρίου σε τέτοιου είδους διαδικασίες κρίθηκε σκόπιμο η τυχόν μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού να είναι δυνατή μόνο προς όφελος του κατηγορουμένου." 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, εκτείνεται όχι μόνο στην κρίση του Δικαστηρίου για την ενοχή, δηλαδή, στην αναφορά με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, των πραγματικών περιστατικών, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το Δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και το δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται κατ' είδος γενικώς, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα και χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται από ποιο συγκεκριμένα αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά κατ' επιλογήν, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177§1 και 178 ΚΠΔ, αφού η αιτιολογία δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα δεδομένα της αποδεικτικής διαδικασίας χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν κατ' αυτήν, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και μια τέτοια αιτιολογία δεν θεωρείται εμπεριστατωμένη. Για την βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα τα αποδεικτικά μέσα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα, ενόψει του ότι η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα απ αυτά, χωρίς να αποκλείει τα άλλα (ΑΠ 1965/2019, ΑΠ 436/2019).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του κήρυξε ενόχους με τη διαδικασία της ποινικής διαπραγμάτευσης κατ' άρθρο 303 ΚΠΔ 1) τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα B. A. του O. για τις πράξεις α) της διακεκριμένης περίπτωσης κλοπής από κοινού και κατ'εξακολούθηση τελεσθείσα και σε απόπειρα η συνολική αξία της οποίας υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ β) της συμμορίας και γ) της πλαστογραφίας και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών και εννέα (9) μηνών, 2) τον έτερο κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ως άνω K. Z. του M. για τις πράξεις α) της διακεκριμένης περίπτωσης κλοπής από κοινού και κατ'εξακολούθηση τελεσθείσα και σε απόπειρα η συνολική αξία της οποίας υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ β) της συμμορίας και γ) της απάτης με υπολογιστή και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών και εννέα (9) μηνών και 3) τον μη διάδικο στην αναιρετική δίκη, τότε κατηγορούμενο K. H. του A. για τις πράξεις α) της διακεκριμένης περίπτωσης κλοπής από κοινού και κατ'εξακολούθηση τελεσθείσα και σε απόπειρα η συνολική αξία της οποίας υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ και β) της συμμορίας και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών και έξι (6) μηνών.
Από την παραδεκτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, των πρακτικών της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας ανέγνωσε δημόσια 1) τις από 1/7/2019 τρεις (3) αιτήσεις των ως άνω κατηγορουμένων για ποινική διαπραγμάτευση κατ'άρθρ.303 ΚΠοινΔ ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών (δια του 16ου ανακριτικού τμήματος) και 2) το υπ'αριθμ. 1/9-1-2020 πρακτικό διαπραγμάτευσης ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, (σελ. 3 της απόφασης) στο δε σκεπτικό αυτής (σελ.6, 7 της απόφασης), εκθέτει κατά λέξη τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση από την ανάγνωση όλων ανεξαιρέτως των προαναφερομένων εγγράφων που βρίσκονται στην παρούσα δικογραφία πάντων εκτιμωμένων κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης (άρθρο 177 παρ. 1 του ΚΠοινΔ) την απολογία των 1ου και 3ου των κατηγορουμένων καθώς και από όλη εν γένει τη διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά". Από την τελευταία όμως αυτή διατύπωση στο προοίμιο του σκεπτικού και δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε στο εδ. γ' της παρ.6 του άρθρου 303 ΚΠοινΔ ρητά ορίζεται ότι το Δικαστήριο "κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο βάσει του πρακτικού διαπραγμάτευσης και των στοιχείων της δικογραφίας" δεν καθίσταται σαφές και δεν παράγεται βεβαιότητα αν τα στοιχεία της δικογραφίας ελήφθησαν υπόψη αφού, το Δικαστήριο της ουσίας, πέραν των ως άνω δύο εγγράφων που επικαλείται ως αναγνωστέα έγγραφα, παρέλειψε παντελώς, ούτε κατά γενικό προσδιορισμό ως προς το είδος τους, να προβεί σε οποιαδήποτε καταχώριση ή αναφορά οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού στοιχείου της δικογραφίας. Ειδικότερα δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι αυτά τα αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπόψη, αξιολογήθηκαν και συνεκτιμήθηκαν όλα στο σύνολο τους, αφού δεν μνημονεύονται καθόλου, ούτε μεταξύ των αναγνωστέων, ούτε στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε στο κυρίως περιεχόμενο αυτού.
Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη κατά την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και η παράλειψη αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης πλήττει τις προϋποθέσεις αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων που έχουν τεθεί από τις παραπάνω διατάξεις και ως εκ τούτου, η ως άνω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας ως προς τις αποδείξεις".

Δείτε την απόφαση στο Areiospagos.gr

Σχόλια