Της Αργυρώς Περτσινίδου, Δικηγόρου
Με τον Νόμο 4990/2022 ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2019 σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (εφεξής: η Οδηγία).
Ο σκοπός του νόμου είναι διττός∙ αφενός η εξασφάλιση της προστασίας των whistleblowers από την επιβολή αντιποίνων και η διατήρηση της εμπιστευτικότητας της ταυτότητας τους, ώστε να μην αποθαρρύνονται από την αναφορά παραβάσεων και αφετέρου η απρόσκοπτη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στους τομείς που υπάγονται στο καθ΄ ύλην πεδίο εφαρμογής του νόμου.
Σύμφωνα με ρητή διάταξη της Οδηγίας στην έννοια του εργαζόμενου υπάγονται όλα τα πρόσωπα που κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, παρέχουν σε άλλο πρόσωπο και υπό τις οδηγίες του υπηρεσίες για τις οποίες λαμβάνουν αμοιβή αλλά και τα πρόσωπα που έχουν την ιδιότητα του «μη μισθωτού».
Έτσι δυνητικός πληροφοριοδότης μπορεί να θεωρηθεί ένας εργαζόμενος
με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας - ανεξάρτητα από το είδος αυτής (λ.χ. πλήρης ή μερική απασχόληση, ορισμένου ή
αορίστου χρόνου κλπ), ή ακόμη και ένας εργαζόμενος που έχει αποσπαστεί
προσωρινά σε έναν οργανισμό ή παρέχει την εργασία του σε αυτόν με συμβάσεις
γνήσιου ή κατ΄ επάγγελμα δανεισμού (δηλ. διαμέσου εταιρειών προσωρινής
απασχόλησης).
Στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του νόμου υπάγονται επίσης οι αυτοαπασχολούμενοι, απασχολούμενοι με έμμισθη εντολή, σύμβουλοι του οργανισμού, προμηθευτές και εν γένει συνεργάτες – ελεύθεροι επαγγελματίες με σύμβαση έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, καθώς και το προσωπικό που εργάζεται υπό την εποπτεία και το διευθυντικό δικαίωμα των ανωτέρω προσώπων (λ.χ. προσωπικό εργολάβου). Ο νόμος καλύπτει ακόμη και τους εθελοντές και ασκούμενους εργαζόμενους (ανεξάρτητα από το εάν λαμβάνουν αποδοχές) αλλά και τους μετόχους και τα πρόσωπα που ανήκουν στο διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο μιας επιχείρησης, περιλαμβανομένων των μη εκτελεστικών μελών.
Όλα τα ανωτέρω πρόσωπα δικαιούνται της αυξημένης προστασίας του νόμου, καθώς λόγω της φύσης της θέσης εργασίας τους είναι πολύ πιθανό να αντλήσουν πληροφορίες και να αντιληφθούν παραβάσεις του οργανισμού με τον οποίο συνεργάζονται, η αναφορά των οποίων ενδέχεται να οδηγήσει στην επιβολή αντιποίνων. Μάλιστα επειδή η επιβολή αντιποίνων δεν είναι πιθανή μόνο κατά την διάρκεια που η σχέση (συν)-εργασίας είναι ενεργή, ο νομοθέτης επεκτείνει την προστασία των ανωτέρω προσώπων και στην περίπτωση που η σχέση εργασίας έχει με οποιονδήποτε τρόπο λήξει (πχ καταγγελία ή συνταξιοδότηση) αλλά και κατά το στάδιο της πρόσληψης ή εν γένει προσυμβατικό στάδιο διαπραγματεύσεων.
Διευκρινίζεται, εν προκειμένω, ότι ο νομοθέτης (εθνικός και ενωσιακός) δεν ενδιαφέρεται για την προστασία των whistleblowers από αναφορά οιασδήποτε παραβίασης, αλλά εκείνων που αφορούν αποκλειστικά τους παρακάτω δώδεκα (12) ενωσιακούς τομείς:
- δημόσιων συμβάσεων,
- χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, προϊόντων και αγορών, καθώς και της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας,
- ασφάλειας και της συμμόρφωσης των προϊόντων,
- ασφάλειας των μεταφορών,
- προστασίας του περιβάλλοντος,
- προστασίας από την ακτινοβολία και της πυρηνικής ασφάλειας,
- ασφάλειας των τροφίμων και των ζωοτροφών, καθώς και της υγείας και της καλής μεταχείρισης των ζώων,
- δημόσιας υγείας,
- της προστασίας των καταναλωτών,
- προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και της ασφάλειας των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών,
- παραβιάσεων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης του άρθρου 325 Σ.Λ.Ε.Ε και
- παραβιάσεων που σχετίζονται με την εσωτερική αγορά, όπως αναφέρεται στην παρ. 2 του άρθρου 26 της Σ.Λ.Ε.Ε. (λχ παραβιάσεων κανόνων της Ένωσης περί ανταγωνισμού και κρατικών ενισχύσεων, φορολογίας εταιρειών κλπ).
Παρατηρείται ότι ο τομέας του εργατικού δικαίου εξαιρείται του αντικειμενικού πεδίου εφαρμογής του νόμου και της Οδηγίας, και συνεπώς, τυχόν αναφορά παραβάσεων που σχετίζονται με την εργασία (λ.χ. παραβίαση όρων υγείας και ασφάλειας) αφήνει εκτεθειμένους τους εργαζόμενους στο ενδεχόμενο επιβολής αντιποίνων (χωρίς φυσικά αυτό να αναιρεί την προστασία που ενδεχομένως τους παρέχεται από άλλες σχετικές διατάξεις). Η απουσία ρύθμισης για τον τομέα του εργατικού δικαίου αποθαρρύνει μελλοντικούς πληροφοριοδότες από την αναφορά παραβάσεων, η όποια είναι ούτως ή άλλως δυσχερής λόγω της εγγενούς εξάρτησης του εργαζομένου από τον αντισυμβαλλόμενό του.
Όπως προαναφέρθηκε, κύριος σκοπός του νόμου είναι η προστασία των whistleblowers από την επιβολή αντιποίνων, συμπεριλαμβανομένων των απειλών και ενεργειών αντεκδίκησης. Με τον όρο «αντίποινα» ο νομοθέτης αναφέρεται σε οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση πράξη ή παράλειψη, η οποία προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει αδικαιολόγητη ζημία στον αναφέροντα, ή να τον θέσει σε μειονεκτική θέση, και συνδέεται με την αναφορά που ο τελευταίος υπέβαλλε.
Στο άρθρο 17 του νόμου απαριθμείται ενδεικτική λίστα αντιποίνων, όπως η απαγόρευση εκφοβισμού, υποβιβασμού, παρενόχλησης, επιβολής πειθαρχικών ή άλλων κυρώσεων ή η δυσμενής μετάθεση ή η εν γένει μεταβολή των όρων εργασίας των whistleblowers επί τω χείρω. Ειδικά για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ορίζεται ρητά στο άρθρο 20 ότι είναι άκυρη, με όλες τις συνέπειες που προβλέπει ο νόμος για την ακυρότητα της καταγγελίας, ενώ άκυρα θεωρούνται και όλα τα αντίποινα που έχουν τυχόν ληφθεί εις βάρος του αναφέροντος προσώπου, κατά παράβαση των ανωτέρω απαγορεύσεων.
Ως αντίποινα θεωρούνται, περαιτέρω, και όσα μπορούν να λάβουν έμμεση μορφή και για το λόγο αυτό ο νομοθέτης συγκαταλέγει στον κύκλο των προστατευόμενων προσώπων, πέραν των whistleblowers και α. τους διαμεσολαβητές που θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν, β. τρίτα πρόσωπα που συνδέονται μαζί τους και μπορεί να υποστούν αντίποινα σε εργασιακό πλαίσιο, όπως συνάδελφοι ή συγγενείς των αναφερόντων, και γ. τυχόν εταιρείες συμφερόντων των αναφερόντων ή για τις οποίες εργάζονται ή με τις οποίες συνδέονται με άλλον τρόπο με εργασιακή σχέση.
Η διαδικασία για την υποβολή αναφοράς παραβάσεων μπορεί να λάβει την εξής μορφή:
(α) υποβολή αναφοράς διαμέσου του εσωτερικού διαύλου του οργανισμού.
Ειδικά για την περίπτωση αυτή, ο νόμος προβλέπει ότι κάθε οργανισμός του ιδιωτικού τομέα που απασχολεί περισσότερους από 50 εργαζόμενους, υποχρεούται να καθιερώσει ένα εσωτερικό δίαυλο αναφοράς, διορίζοντας έναν Υπεύθυνο Παραλαβής και Παρακολούθησης Αναφορών (Υ.Π.Π.Α.). Οι οργανισμοί που απασχολούν από 50 έως 249 εργαζόμενους δύνανται να έχουν κοινό Υ.Π.Π.Α, σύμφωνα και με τις λοιπές προϋποθέσεις του νόμου.
(β) υποβολή εξωτερικής αναφοράς.
Στην περίπτωση αυτή η αναφορά υποβάλλεται στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας (Ε.Α.Δ), η οποία έχει οριστεί αρμόδια για την παραλαβή, παρακολούθηση και εξέταση αναφορών, ενώ, επισημαίνεται ότι ο whistleblower δεν απαιτείται να έχει προηγουμένως εξαντλήσει την δυνατότητα εσωτερικής αναφοράς.
(γ) δημόσια αποκάλυψη.
Στην περίπτωση αυτή ο αναφέρων αποκαλύπτει δημόσια τις παραβάσεις, οι οποίες υπέπεσαν στην αντίληψή του (λχ καταγγελία σε εφημερίδα ή τηλεοπτικό κανάλι), για να απολάβει, όμως, της προστασίας του νόμου, θα πρέπει να αποδείξει είτε ότι υπέβαλε πρώτα αναφορά εσωτερικά ή εξωτερικά στην Ε.Α.Δ. ή κατευθείαν εξωτερικά στην Ε.Α.Δ. και δεν ανελήφθη καμία ενδεδειγμένη ενέργεια, είτε ότι η παραβίαση συνιστά κίνδυνο για το δημόσιο συμφέρον, ή υπάρχει κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή κίνδυνος μη αναστρέψιμης βλάβης, ή, κίνδυνος αντιποίνων, ή υπάρχει μικρή προοπτική να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά η παραβίαση, όπως όταν τα αποδεικτικά στοιχεία μπορεί να καταστραφούν ή υφίσταται αθέμιτη σύμπραξη του διαύλου αναφοράς με τον υπαίτιο της παραβίασης.
Προκειμένου να ενεργοποιηθούν οι προστατευτικές διατάξεις του νόμου, ο whistleblower θα πρέπει να έχει υποβάλει αναφορά με έναν από τους παραπάνω τρόπους και κατά το χρόνο της αναφοράς θα πρέπει να έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι οι πληροφορίες που γνωστοποίησε ήταν αληθείς. Οι προϋποθέσεις αυτές θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.
Σημειώνεται ωστόσο, ότι ακόμη κι αν οι πληροφοριόδοτες αναφέρουν εύλογες υπόνοιες σχετικά με παραβιάσεις (δηλ. όχι τετελεσμένα γεγονότα), οι οποίες έχουν διαπραχθεί ή είναι πολύ πιθανόν να διαπραχθούν, καθώς και πληροφορίες σχετικά με απόπειρες απόκρυψης παραβιάσεων, δικαιούνται της προστασίας του νόμου. Το ίδιο θα συμβεί ακόμη και αν η αναφορά υποβλήθηκε με ανώνυμο τρόπο (παρότι ο νόμος δεν ορίζει με σαφήνεια, εάν οι εσωτερικοί και εξωτερικοί δίαυλοι υποχρεούνται και να εξετάζουν και τις ανώνυμες αναφορές).
Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, ο νόμος προβλέπει τα εξής μέτρα προστασίας των whistleblowers:
- αποτροπή επιβολής ποινικών, πειθαρχικών ή διοικητικών κυρώσεων εις βάρος τους,
- αναστολή δικαστικών και εξωδικαστικών διαδικασιών που έχουν ήδη κινηθεί εναντίον τους μέχρι την ολοκλήρωση της διερεύνησης της αναφοράς (παράλληλη αναστολή παραγραφής),
- δωρεάν παροχή νομικών συμβουλών και ψυχολογικής υποστήριξης,
- πρόσβαση σε όλα τα ένδικα βοηθήματα και μέσα, προς επανόρθωση και αποκατάσταση κάθε βλάβης (υλικής ή ηθικής) που έχουν τυχόν υποστεί,
- αντιστροφή του βάρους απόδειξης σε περίπτωση δικαστικής ή εξωδικαστικής διαδικασίας, ώστε, εάν ο πληροφοριοδότης αποδεικνύει ότι προέβη σε αναφορά ή σε δημόσια αποκάλυψη και υπέστη βλάβη, να τεκμαίρεται ότι η βλάβη έγινε ως αντίποινα και ο αναφερόμενος να πρέπει να ανταποδείξει (μαχητό τεκμήριο) ότι το βλαπτικό μέτρο ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένο, και
- διατήρηση της εμπιστευτικότητας της ταυτότητας τους μέχρι την ολοκλήρωση της διερεύνησης της αναφοράς (με την επιφύλαξη των διατάξεων του νόμου για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα)
Ειδικά για τους εργαζόμενους με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, επισημαίνεται ότι τυχόν υπάρχουσες ρήτρες εχεμύθειας ή εμπιστευτικότητας που περιλαμβάνονται στην σύμβαση εργασίας τους, δεν θα ενεργοποιούνται σε περίπτωση υποβολής αναφοράς παραβάσεων που εμπίπτουν στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του νόμου, και κατά συνέπεια δεν θα επιβάλλονται οι σχετικές, με την παραβίαση των ρητρών αυτών, κυρώσεις. Με τη ρύθμιση αυτή ο νομοθέτης ενισχύει τα κίνητρα αποκάλυψης των παραβάσεων, εξασφαλίζοντας, συγχρόνως, την απαιτούμενη προστασία των πληροφοριοδοτών.
Όσον αφορά την διαδικασία υποβολής των αναφορών, πρώτη υποχρέωση που θέτει ο νόμος είναι η παροχή εμπεριστατωμένης ενημέρωσης από τους διαύλους επικοινωνίας, με τρόπο απλό και κατανοητό, ώστε ο εκάστοτε whistleblower να γνωρίζει πλήρως τα δικαιώματά του και τις διαδικασίες που μπορεί να ακολουθήσει εσωτερικά ή εξωτερικά.
Η αναφορά θα πρέπει να μπορεί να υποβάλλεται γραπτώς ή προφορικώς ή μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας - προσβάσιμης και σε άτομα με αναπηρία, μέσω τηλεφώνου ή άλλων συστημάτων φωνητικών μηνυμάτων, ενώ στην περίπτωση του εσωτερικού διαύλου, ο πληροφοριοδότης θα πρέπει να μπορεί να ορίζει και προσωπική συνάντηση μαζί του.
Οι δίαυλοι επικοινωνίας θα πρέπει να ενημερώσουν τον πληροφοριοδότη για την παραλαβή της αναφοράς εντός επτά (7) ημερών από την παραλαβή, ενώ, έχουν ευθύνη να εξετάζουν ενδελεχώς την καταγγελία, να την θέτουν στο αρχείο, όπου αυτό απαιτείται (πχ αβάσιμη ή καταχρηστική καταγγελία), να παρακολουθούν την πορεία της εξέλιξής της προβαίνοντας στις απαιτούμενες ενέργειες (λ.χ. διαβίβαση σε άλλες αρχές, παροχή διευκρινίσεων κλπ) και να ενημερώνουν τον αναφέροντα για την πορεία της καταγγελίας μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από τη βεβαίωση παραλαβής ή αν δεν έχει αποσταλεί βεβαίωση από το πέρας των επτά (7) εργάσιμων ημερών από την υποβολή της αναφοράς (ή τους έξι μήνες και μόνο για δικαιολογημένους λόγους στην περίπτωση εξωτερικής αναφοράς στην Ε.Α.Δ).
Για την ορθή εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, η κατά τόπον αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας καλείται να ελέγχει εάν οι υπόχρεες επιχειρήσεις προέβησαν σε διορισμό Υ.Π.ΠΑ και κατόπιν να ενημερώνει την Ε.Α.Δ. για στατιστικούς λόγους. Η παραβίαση της υποχρέωσης ορισμού Υ.Π.Π.Α., καθώς και οποιαδήποτε άλλη παράβαση τελέστηκε, προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου θα επιφέρει την επιβολή διοικητικού προστίμου, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ και μεγαλύτερο από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.
Στον νόμο προβλέπονται και ποινικές κυρώσεις για τους παραβάτες που παρεμποδίζουν ή αποπειρώνται να παρεμποδίσουν την υποβολή αναφοράς, προβαίνουν σε αντίποινα ή παραβιάζουν την υποχρέωση τήρησης του εμπιστευτικού χαρακτήρα της ταυτότητας των αναφερόντων, αλλά και για τα πρόσωπα που εν γνώσει τους προέβησαν σε ψευδείς αναφορές ή ψευδείς δημόσιες αποκαλύψεις.
Σημειώνεται τέλος, ότι ο νόμος περιέχει εκτενείς διατάξεις για την ορθή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εμπλεκόμενων προσώπων, γεγονός απολύτως δικαιολογημένο λόγω της «λεπτής» φύσης των ζητημάτων που αφορούν και των κινδύνων που εγκυμονεί η όλη διαδικασία αναφοράς και διερεύνησης για τους πληροφοριοδότες.
Θεωρούμε ότι ο νόμος ενσωμάτωσε με τρόπο αποτελεσματικό τις αντίστοιχες διατάξεις της Οδηγίας, όπως επιβάλλεται και από το ενωσιακό δίκαιο. Το θεσπισθέν νομικό πλαίσιο αναμένεται να έχει θετικό αντίκτυπο και να ενθαρρύνει ενδεχόμενους whistleblowers να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες. Σαφώς, ο τρόπος λειτουργίας των διαύλων επικοινωνίας, η διαφάνεια των διαδικασιών και η ουσιαστική προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος αναμένεται να επιβεβαιωθεί και στην πράξη.
* Η Αργυρώ Περτσινίδου είναι Δικηγόρος, ειδικευόμενη στο Εργατικό Δίκαιο
Σχόλια