Δημοσιεύθηκε η Απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τα Funds: Το σκεπτικό πλειοψηφίας και μειοψηφίας
Δημοσιεύθηκε η πολυσυζητημένη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τη νομμοποίηση των Funds να διενεργούν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης 1/2023, «η πρόβλεψη μιας περίπτωσης εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, εφόσον από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων δυνατών νοημάτων, που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου πρέπει να αναζητείται εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων». Επίσης η απόφαση αναφέρει ότι «η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 αυτού, μόνο όταν η μεταβίβαση και ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και όχι όταν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδαφ. α' του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις».Ακολουθεί το επίμαχο σκεπτικό της πλειοψηφίας:
«Ενόψει αυτών είναι ερευνητέο, αν οι εταιρείες διαχείρισης
απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό
εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους
έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του Ν.3156/2003, μολονότι
τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με το Ν. 3156/2003. Στην ελληνική
έννομη τάξη η κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση,
η οποία απονέμει στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου
διαδίκου, όπως λχ συμβαίνει με το σύνδικο της πτώχευσης, τον εκτελεστή
διαθήκης, τον εκκαθαριστή κληρονομίας, τον αναγκαστικό διαχειριστή, τον
Εισαγγελέα στη δίκη ακύρωσης του γάμου κλπ. Ωστόσο, η πρόβλεψη μιας περίπτωσης
εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι
πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, εφόσον από την τελολογική
ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων
δυνατών νοημάτων, που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα
δικαίου πρέπει να αναζητείται εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση
του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής
στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι
να εξοπλίσει το πρόσωπο, που νομιμοποιείται προς είσπραξη μιας απαίτησης τρίτου
κατά το ουσιαστικό δίκαιο και με τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία
για την είσπραξή της διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου
διαδίκου. Προς τούτο συγκλίνει και η αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία
ο ερμηνευτής ενός κανόνα δικαίου αναζητεί το αντικειμενικό νόημα του νόμου,
δηλαδή την ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική, έτσι ώστε αυτός, ενόψει του
όλου συστήματος δικαίου, των υφισταμένων συνθηκών και των αντιμαχομένων
συμφερόντων και αναγκών να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο
θεσπίστηκε. Ο νομοθέτης, στο άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 ρύθμισε ρητά το
ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης, απονέμοντας σ' αυτές την
ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες διαχείρισης
υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια
και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του Ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η
διαφορετική αντιμετώπιση των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 από εκείνες
του Ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα
του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω
κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ
τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων.
Γι' αυτό οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται
κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η
απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία
της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του Ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της
πώλησης βάσει του Ν. 4354/2015. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 δ'
του Ν. 4354/2015 ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των
διατάξεων του Ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται
ότι "παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του
χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή
του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003) είτε το θεσμικό πλαίσιο
που προκρίνεται με το Ν. 4354/2015). Η προβλεπόμενη με την πιο πάνω διάταξη
παράλληλη εφαρμογή των δύο νομοθετημάτων αναφέρεται στη διαδικασία μεταβίβασης
των απαιτήσεων και σκοπεύει να διευκολύνει τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο
πεδίο εφαρμογής του Ν. 3156/2003, απαλλάσσοντας τους συμβαλλόμενους από τις
επιπλέον προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη
μεταβίβαση των απαιτήσεων με βάση το Ν. 4354/2015. Η ως άνω ερμηνεία, σύμφωνα
με την οποία επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015,
τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις
διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί
με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, εξυπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της
διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύει κατά τρόπο ενιαίο το
ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων,
επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου Ν. 3154/2003 στο
σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες
κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα. Η διαφορετική
αντιμετώπιση του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες διαχείρισης
απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ'
εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 αυτού, μόνο όταν η μεταβίβαση και
ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες γίνεται σύμφωνα
με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και όχι όταν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με
τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, θα ήταν
αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει
από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδαφ. α' του Συντάγματος
και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών
ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που
μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους, όπως
οι προαναφερόμενες διατάξεις. Τέλος, υπέρ της ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης
ότι ο διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων του Ν. 3156/2003 νομιμοποιείται
ως μη δικαιούχος διάδικος αποτελεί και η ιστορική καταγωγή του Ν. 3156/2003.
Ειδικότερα, η τιτλοποίηση απαιτήσεων προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική
νομοθεσία με το άρθρο 14 του Ν. 2801/2000 και αφορούσε την τιτλοποίηση
απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, στη συνέχεια δε, ο θεσμός αυτός επεκτάθηκε
και στον ιδιωτικό τομέα με τη θέσπιση του Ν. 3156/2003. Με την παρ. 13 του
άρθρου 14 του άνω Ν. 2801/2000 ορίστηκε ότι η είσπραξη των εκχωρούμενων
απαιτήσεων συνεχίζει να γίνεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο όνομα και για
λογαριασμό αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την
είσπραξη δημόσιων εσόδων και με όλα τα διαδικαστικά προνόμια του Ελληνικού
Δημοσίου, σαν να μην είχε λάβει χώρα εκχώρηση ή μεταβίβαση των σχετικών
απαιτήσεων, οι δε προβλεπόμενες επί των εσόδων κρατήσεις και δικαιώματα υπέρ
τρίτων αποδίδονται στους δικαιούχους τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Ο
εκδοχέας των απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ή να συμμετάσχει κατά
οποιονδήποτε τρόπο στις σχετικές διαδικασίες. Οι διατάξεις της παρούσας
παραγράφου εφαρμόζονται κατ` αναλογία και όταν πρόκειται για εκχώρηση
απαιτήσεων ΝΠΔΔ.
Συνεπώς, με βάση τον ως άνω νόμο, που προηγήθηκε του Ν. 3156/2003, το Ελληνικό
Δημόσιο ως διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων έχει την αποκλειστική
εξουσία να ενεργεί στο όνομά του ως μη δικαιούχος διάδικος όλες τις αναγκαίες
ενέργειες και διαδικασίες για την είσπραξη των εκχωρημένων ή μεταβιβασθεισών
απαιτήσεων, ενώ ο εκδοχέας των απαιτήσεων στερείται νομιμοποίησης. Η
υποστηριζόμενη άποψη ότι οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται ως μη
δικαιούχοι διάδικοι μόνο όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της
διαχείρισης σ' αυτές γίνεται με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, λόγω του
ότι προβλέπεται διαφορετική φορολογική μεταχείριση των εταιρειών διαχείρισης
στους δύο νόμους, καθώς ο Ν. 3156/2003 θέτει τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις υπό
καθεστώς φορολογικής ατέλειας, ενώ οι μεταβιβάσεις που γίνονται με βάση το Ν.
4354/2015 υπόκεινται σε φορολογία, δεν μπορεί να στηρίξει πειστικά αυτή τη
διαφορετική άποψη. Επίσης, το επιχείρημα υπέρ της ίδιας ως άνω άποψης, λόγω του
ότι ο Ν. 4354/2015 θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πώληση των μη
εξυπηρετούμενων δανείων των καταναλωτών την προηγούμενη πρόσκληση του
συνεργάσιμου δανειολήπτη και του εγγυητή για να διακανονίσουν τις οφειλές τους
(άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4354/2015), ενώ ο Ν. 3156/2003 δεν περιλαμβάνει τέτοια
πρόβλεψη, είναι ατελέσφορο, διότι η τήρηση αυτής της προϋπόθεσης δεν απαιτείται
σε όλες τις περιπτώσεις, αφού εξαιρούνται από την προϋπόθεση αυτή απαιτήσεις
επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων (άρθρο
3 παρ. 2 εδαφ. β Ν. 4354/2015)».
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει το σκεπτικό των 9 Αρεοπαγιτών που μειοψήφησαν εκφράζοντας αντίθετη άποψη:
«Αντιθέτως, εννέα μέλη του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα οι Αρεοπαγίτες Κωστούλα Πρίγγουρη, Ελένη Μπερτσιά, Παρασκευή Τσούμαρη, Παναγιώτης Βενιζελέας, Κωνσταντίνα Νάκου, Μαρία Χασιρτζόγλου, Ευτύχιος Νικόπουλος, Χρυσούλα Πλατιά και Βαρβάρα Πάπαρη είχαν την ακόλουθη γνώμη: δεν είναι επιτρεπτή η παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των νόμων 4354/2015 και 3156/2003, ώστε οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) του Ν. 4354/2015 να διαθέτουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 § 4 του νόμου αυτού, έχοντας και τη δυνατότητα άσκησης διαδικαστικών εν γένει πράξεων, όχι μόνον όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω Ν. 4354/2015, αλλά και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η αντίστοιχη ανάθεση της διαχείρισης γίνεται με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, για τους ακόλουθους λόγους: Επειδή η κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση των διαδίκων διασπά τον θεμελιώδη δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίον συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο το υποκείμενο της επίδικης έννομη σχέσεως και ο νομιμοποιούμενος προς διεξαγωγή της δίκης, αυτή είναι επιτρεπτή μόνο στις κατά νόμο αναγνωριζόμενες περιπτώσεις, οι οποίες δεν μπορούν να γενικευθούν με συμφωνία των μερών, ούτε να επεκταθούν, βάσει αναλογικής εφαρμογής ή ερμηνείας, γι' αυτό και η ερμηνεία των σχετικών διατάξεων οφείλει να είναι "αυστηρή". Τούτο σημαίνει ότι η ένταξη μιας περιπτώσεως στην κατηγορία του μη δικαιούχου η μη υπόχρεου διαδίκου πρέπει να στηρίζεται σε ρητή νομοθετική βούληση, δηλαδή σε συγκεκριμένες διατάξεις νόμου -και οπωσδήποτε όχι στην ιδιωτική αυτονομία- με την έννοια ότι απαιτείται από τις εν λόγω διατάξεις να προκύπτει άμεσα ότι πρόκειται για δικαστική άσκηση, στο όνομα ενός προσώπου, δικαιώματος που ανήκει σε άλλο πρόσωπο, δηλαδή σε άλλο φορέα, χωρίς βεβαίως να απαιτείται να διατυπώνεται η εξαιρετική νομιμοποίηση κατά τρόπο πανηγυρικό. Λόγω της αυστηρότητας της ρύθμισης, οφειλομένης στο γεγονός ότι επί εξαιρετικής αποκλειστικής νομιμοποίησης αποξενώνεται από τη δυνατότητα διεξαγωγής της δίκης ο αληθής δικαιούχος ή υπόχρεος, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής του δικαιώματος ακροάσεως, η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων ουδέποτε κατέφυγε σε συνδυαστική εφαρμογή διατάξεων και σε αναλογική ή συμπληρωματική ή τελολογική ερμηνεία τους, για να αποδώσει εξουσία διεξαγωγής δίκης σε πρόσωπο ξένο προς το φορέα του δικαιώματος, όταν αυτό δεν προβλέπεται ρητά από συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού ή του δικονομικού δικαίου. Περαιτέρω με το άρθρο 10 Ν. 3156/2003 εισήχθη στην Ελλάδα ο θεσμός της τιτλοποίησης απαιτήσεων, δηλαδή η ομαδοποίηση απαιτήσεων ή στοιχείων του ενεργητικού μιας επιχείρησης σε κοινό χαρτοφυλάκιο αναφοράς και η μεταβίβασή τους, λόγω πώλησης, με έγγραφη σύμβαση, σε εταιρεία ειδικού σκοπού, η οποία εξασφαλίζει το τίμημα της αγοράς τους με έκδοση και διάθεση ομολογιών με ιδιωτική τοποθέτηση, δηλαδή σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν υπερβαίνει τα 150. Στη σύμβαση πώλησης αυτή μεταβιβάζων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και αποκτών μόνο νομικό πρόσωπο (εταιρία ειδικού σκοπού) με αποκλειστικό σκοπό την κτήση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το ως άνω νόμο (άρθρο 10 παρ. 2).Ο νόμος αυτός θεσπίστηκε λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, σε εποχή μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης, με σκοπό την, επ' ωφελεία της Εθνικής Οικονομίας, α) άμεση και με χαμηλό κόστος χρηματοδότηση των φερέγγυων ελληνικών επιχειρήσεων, που είχαν απαιτήσεις κατά τρίτων, με το τίμημα που θα εισέπρατταν αυτές από τη μεταβίβαση των απαιτήσεών τους, αφού η αξία των λογιστικών απαιτήσεών τους μετατρεπόταν σε άμεσα διαθέσιμα κεφάλαια, αλλά και β) τη δημιουργία μιας δευτερογενούς αγοράς ομολόγων, από την οποία θα αποκόμιζε κέρδος και η αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού και οι ομολογιούχοι επενδυτές. Με τις παραγράφους 8, 9 και 10 του ανωτέρω άρθρου, κατά παρέκκλιση των προβλεπομένων στη σύμβαση εκχώρησης, ορίστηκε ότι από την καταχώριση της σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 επέρχεται η μεταβίβασή τους, ενώ η καταχώριση αυτή επέχει και θέση αναγγελίας στον οφειλέτη, με την παράγραφο 14 του ιδίου άρθρου ορίστηκε ότι, με έγγραφη σύμβαση, μπορεί να ανατίθεται περαιτέρω "η είσπραξη και εν γένει διαχείριση" των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα τις απαιτήσεις ή και σε τρίτο, ενώ με την παρ. 16 ορίστηκε ότι και η συμφωνία αυτή πρέπει να σημειώνεται στο ανωτέρω δημόσιο βιβλίο. Όπως προκύπτει από τη σαφή γραμματική διατύπωση της ανωτέρω παραγράφου 14, ο νόμος, αφ' ενός μεν ορίζει την ανάθεση της διαχείρισης ως δυνητική και όχι ως υποχρεωτική, αφ' ετέρου δε δεν απονέμει στην εταιρεία διαχείρισης, που θα ορισθεί, την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση, δηλαδή δεν της απονέμει κατ' εξαίρεση ενεργητική νομιμοποίηση να ασκεί αγωγές και λοιπά ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας ειδικού σκοπού, που έχει αποκτήσει τις απαιτήσεις, αλλά, στα πλαίσια σύμβασης εντολής, με εξουσία άμεσης αντιπροσώπευσης της εταιρείας αυτής, ρυθμίζει το πλαίσιο εκτελέσεως εξωδίκων διαχειριστικών (υλικών και νομικών) πράξεων και ιδίως την είσπραξη των απαιτήσεων. Η απουσία ρύθμισης, η οποία θα επέτρεπε στον διαχειριστή των απαιτήσεων να διαθέτει, πέραν της εξουσίας είσπραξης αυτών κατά το ουσιαστικό δίκαιο, και τη δικονομική εξουσία για κάταρξη και διεξαγωγή δίκης στο όνομα του εξουσιοδοτηθέντος για τις αλλότριες απαιτήσεις, αποτέλεσε προϊόν εμπρόθετης επιλογής του νομοθέτη, αφού ο μηχανισμός της τιτλοποίησης, που αφορά στη διαχείριση χρηματορροών, υπαγορεύει και τον ήπιο χαρακτήρα που προσλαμβάνει η εντός του πλαισίου του Ν. 3156/2003 διαχείριση των οικείων απαιτήσεων. Η σαφής αυτή βούληση του νομοθέτη προκύπτει: α) εμμέσως και από τις παραγράφους 15 και 17 του ιδίου άρθρου 10 Ν. 3156/2003, που ρυθμίζουν μόνο τα της είσπραξης των απαιτήσεων από την εταιρεία διαχείρισης, ορίζοντας την υποχρέωσή της να καταθέτει αμέσως τα εισπραττόμενα σε χωριστό λογαριασμό και να τα διαθέτει για την εξόφληση των εκδιδόμενων ομολογιών και για τις λειτουργικές ανάγκες της εταιρείας ειδικού σκοπού και β) κατ' αντιδιαστολή από το άρθρο 4 παρ. 6 του ιδίου νόμου, όπου, για άλλο ρυθμιζόμενο με τον νόμο αυτό ζήτημα, ορίζεται ρητά ότι ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων τους εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως και συνεπώς, εάν ήθελε ο νόμος να υπάρχει η δικαστική αυτή εκπροσώπηση και στις δυνητικά οριζόμενες εταιρείες διαχείρισης του άρθρου 10 παρ. 14 του νόμου αυτού, θα το είχε ορίσει ρητά. Τα ανωτέρω έγιναν δεκτά και δεν αμφισβητήθηκαν για δεκαπέντε σχεδόν έτη, αφού ποτέ οι εταιρείες διαχείρισης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων δεν διεκδίκησαν την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, περιορισθείσες μόνο στα ανωτέρω εξώδικα καθήκοντά τους. Περαιτέρω σε εκτέλεση του Τρίτου Μνημονίου, που συνήψε η Ελλάδα με τους δανειστές της τον Αύγουστο του 2015, ψηφίστηκε ο Ν. 4354/2015 "Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κ.λπ.", με σκοπό, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική του έκθεση, αφ' ενός μεν να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που έχει σοβαρές επιπτώσεις στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, αφ' ετέρου δε να διευκολύνει τους οφειλέτες των δανείων, που "φθάνουν στα όρια της απόγνωσης", όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, να δεχθούν ευνοϊκή πρόταση ρύθμισης των οφειλών τους, που δεν θα εκθέσει τον εκπρόσωπο του πιστωτικού ιδρύματος σε κίνδυνο κατηγορίας για απιστία, ενώ ρητά ορίζεται στην αιτιολογική έκθεση ότι "θεσπίζεται καθεστώς αυστηρής εποπτείας των εταιρειών διαχείρισης και μεταβίβασης των απαιτήσεων και η υποχρέωσή τους να τηρούν τον Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν θα χειροτερεύσει η νομική και πραγματική θέση του οφειλέτη". Τα εταιρικά σχήματα που θεσπίζονται με τον νόμο αυτό, δηλαδή οι Εταιρείες Απόκτησης (ΕΑΑΔΠ) και οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ), υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και ως προς το περιεχόμενό τους, ρητά δε ορίστηκε ότι τα δικαιώματα, που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των ΕΔΑΔΠ, οι οποίες ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις Εταιρείες Απόκτησης Απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις (άρθρο 1 παρ. 1γ'). Τέλος στις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων (ΕΔΑΔΠ), σε αντιστοίχιση με τα διευρυμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, με ρητή νομοθετική διάταξη (άρθρο 2 παρ. 4) απονεμήθηκε η κατ' εξαίρεση ενεργητική νομιμοποίηση να ενεργούν ως μη δικαιούχοι διάδικοι και ορίστηκε ότι, εφ' όσον μετάσχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά του δικαιούχου της απαίτησης. Στον ανωτέρω νόμο, του οποίου η εφαρμογή μετά την τροποποίησή του με τον Ν. 4389/2016, επεκτάθηκε και στα εξυπηρετούμενα δάνεια, ρητά ορίστηκε (άρθρο 1 παρ. 1δ') ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων (μεταξύ άλλων) και του Ν. 3156/2003, η δε παράγραφος αυτή δεν τροποποιήθηκε κατά τις αλλεπάλληλες νομοθετικές μεταβολές, που έγιναν στον Ν.4354/2015, γεγονός το οποίο καταδεικνύει τη σαφή νομοθετική βούληση να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται, παράλληλα προς τον νόμο αυτό και το άρθρο 10 Ν. 3156/2003. Ο νόμος 4354/2015 ουσιαστικά δεν εφαρμόσθηκε, αφού τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, αξιοποιώντας την νομική δυνατότητα, που τους δόθηκε, με τη διατήρηση σε ισχύ του Ν. 3156/2003, α) για να αποφύγουν τις αυστηρές ρυθμίσεις του Ν. 4354/2015, που έχουν θεσπισθεί προς προστασία των δανειοληπτών και ιδίως τη θεσπιζόμενη με τον νόμο αυτό (άρθρο 3 παρ. 2) ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη νομιμότητα της πώλησης μη εξυπηρετούμενων δανείων καταναλωτών, προηγούμενη πρόσκληση των συνεργάσιμων δανειολήπτη και εγγυητή να διακανονίσουν την οφειλή τους, βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής, και β) για να επωφεληθούν από τη φορολογική ατέλεια του Ν. 3156/2003 (άρθρο 14 παρ. 1), που προβλέπει ότι "η έκδοση ομολογιακού δανείου του νόμου αυτού, η παροχή κάθε είδους ασφαλειών, όλες οι συμβάσεις που προβλέπονται στο νόμο, καθώς και κάθε σχετική ή παρεπόμενη σύμβαση ή πράξη και η καταχώριση αυτών σε δημόσια βιβλία, όπου απαιτείται, οι προσωρινοί και οριστικοί τίτλοι ομολογιών, η διάθεση και κυκλοφορία αυτών, η εξόφληση του κεφαλαίου από ομολογίες και από επιχειρηματικές απαιτήσεις, που τις καλύπτουν και εν γένει η άσκηση δικαιωμάτων, που απορρέουν από ομολογίες, που εκδίδονται σύμφωνα με το νόμο αυτόν και από επιχειρηματικές απαιτήσεις, που τις καλύπτουν, η μεταβίβαση ομολογιών εντός ή εκτός οργανωμένης αγοράς ή χρηματιστηρίου απαλλάσσονται από κάθε άμεσο ή έμμεσο φόρο, περιλαμβανόμενου και του φόρου υπεραξίας, τέλος, ανταποδοτικό ή μη, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά, εισφορά του ν. 128/1975, προμήθεια, δικαίωμα ή άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, με την επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν το Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών", και να μην καταβάλουν έτσι τους αναλογούντες φόρους, που θα κατέβαλαν, αν οι μεταβιβάσεις γίνονταν κατά τον Ν. 4354/2015, επέλεξαν, όπως τους παρασχέθηκε το σχετικό δικαίωμα, να μεταβιβάσουν τις κατά των δανειοληπτών απαιτήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003. Η επωφελής αυτή για τα συμφέροντά τους επιλογή των Τραπεζών έχει ως αυτόθροη συνέπεια και την επιλογή από αυτές της εφαρμογής για, τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις των ειδικών διατάξεων του άρθρου 10 Ν. 3156/2003, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ανωτέρω διάταξη της παρ. 14, που προβλέπει τη δυνητική (και όχι υποχρεωτική όπως προβλέπει ο Ν. 4354/2015) ανάθεση της είσπραξης και εν γένει εξώδικης διαχείρισης των απαιτήσεων που μεταβιβάζονται σε εταιρεία διαχείρισης, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν έχει κατά τη διάταξη αυτή και την εξουσία της κατ' εξαίρεση ενεργητικής νομιμοποίησης ως μη δικαιούχος διάδικος. Το συμπέρασμα αυτό δεν διαφοροποιείται, εάν η αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού του άρθρου 10 Ν. 3156/2003 επιλέξει περαιτέρω επιτρεπτώς να αναθέσει τη διαχείριση των απαιτήσεων, που μεταβιβάστηκαν κατά το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003 σε εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων (ΕΔΑΔΠ) του Ν. 4354/2015 και όχι σε άλλη εταιρεία διαχείρισης, για τους ακόλουθους λόγους: α) Η κατ' εξαίρεση του κανόνα ενεργητική νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ ως μη δικαιούχου διαδίκου έγινε με τον Ν. 4354/2015 για τις απαιτήσεις που μεταβιβάστηκαν και που αντίστοιχα ανατέθηκε η διαχείρισή τους με τον νόμο αυτό και μόνο, υπό τις αυστηρές και ειδικές προϋποθέσεις, που αυτός προβλέπει και όχι για κάθε περίπτωση μεταβίβασης απαιτήσεων. Αυτό συνάγεται και από την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4389/2016 (που αντικατέστησε διατάξεις του Ν. 4354/2015), στην οποία αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι: "παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (ν. 3156/2003) όπου επιτρέπεται και η τιτλοποίηση απαιτήσεων που εξυπηρετούνται, είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το παρόν σχέδιο νόμου". Έτσι αναδεικνύεται η σαφής βούληση του νομοθέτη περί παροχής στα πιστωτικά ιδρύματα της δυνατότητας εφαρμογής του "θεσμικού πλαισίου" μόνον ενός εκ των δύο ως άνω νόμων, ως ενιαίου νομοθετικού καθεστώτος, αφού η επιλογή από το νομοθέτη της χρήσης του διαζευκτικού συνδέσμου "είτε", επιβεβαιώνει τη νομοθετική στόχευση περί αποκλεισμού σωρευτικής ή επιλεκτικής εφαρμογής των ειδικότερων ρυθμίσεων των δύο νομοθετημάτων, β) Ο Ν. 3156/2003 περιέχει ειδικές ρυθμίσεις, με στόχευση τους ανωτέρω αναπτυξιακούς της Εθνικής Οικονομίας σκοπούς, οι οποίες ρυθμίσεις, κατά την σαφή βούληση του νομοθέτη, επειδή αποβλέπουν σε διαφορετικό από τον ανωτέρω σκοπό των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015, παρέμειναν σε ισχύ και μετά τον Ν. 4354/2015 και δεν τροποποιήθηκαν ή καταργήθηκαν με αυτόν και συνεπώς, αφού η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν.3156/2003, η οποία είναι ερμηνευτέα στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν έχει κενό, όπως προαναφέρθηκε και δεν χορηγεί στην εταιρεία διαχείρισης της παραγράφου αυτής εξουσία κατ' εξαίρεση νομιμοποίησης, συνάγεται ότι ούτε οι ΕΔΑΔΠ που αναλαμβάνουν την είσπραξη των απαιτήσεων κατά το άρθρο αυτό έχουν τέτοια εξουσία. γ) Συμπλήρωση της παρ. 14 του άρθρου 10 Ν.3156/2003 με τον Ν. 4354/2015, με την "εμφύτευση" στον νόμο Ν. 3156/2003, από όλες τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, επιλεκτικά και μόνο της διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, που προβλέπει την κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση ως μη δικαιούχων διαδίκων των ΕΔΑΔΠ δεν είναι δυνατή, γιατί οι δύο νόμοι είναι ειδικοί νόμοι, με τον δικό του σκοπό θέσπισης και με τις δικές του προϋποθέσεις και διαδικασία ο καθένας, οι οποίοι συνεπώς εφαρμόζονται παράλληλα αλληλοαποκλειόμενοι, και η επιλεκτική χρησιμοποίηση στοιχείων του ενός νόμου στον άλλο νόμο, με βάση κριτήρια σκοπιμότητας, ουσιαστικά δημιουργεί έναν τρίτο νόμο, που πρέπει να εφαρμοσθεί, ενέργεια όμως, που δεν είναι έργο του δικαστή ως εφαρμοστή του δικαίου, αλλά της νομοθετικής εξουσίας, η οποία, ωστόσο, δεν έχει επιλέξει έως τώρα να το πράξει, παρά την έκδοση αντίθετων αποφάσεων για το εριζόμενο αυτό ζήτημα, τόσο από τα δικαστήρια της ουσίας, όσο και από τον Άρειο Πάγο. Άλλωστε, οι ρυθμίσεις του Ν. 3156/2003 αναφορικά με το εύρος των εξουσιών του διαχειριστή του νόμου αυτού εντάσσονται σε ένα πλέγμα διατάξεων με εσωτερική συνοχή και αλληλουχία, έτσι ώστε η αποκοπή και η επιλεκτική ένταξη σ' αυτό διατάξεων άλλου νομοθετήματος να αίρει τη συνοχή του πρώτου, που είναι απαραίτητη για τη συνεπή εφαρμογή του. Επίσης ούτε από την συστηματική ερμηνεία των διατάξεων των δύο νόμων είναι δυνατή η συμπληρωματική ή αναλογική εφαρμογή διατάξεων του ενός νόμου στον άλλο νόμο, γιατί οι δύο αυτοί ειδικοί νόμοι, το μόνο κοινό στοιχείο που έχουν είναι ότι αφορούν σε μεταβίβαση απαιτήσεων, χωρίς όμως να υπάγονται σε ένα υπέρτερο "κοινό σύστημα", που περιλαμβάνει γενικό πλαίσιο διατάξεων, από την ερμηνεία των οποίων καθίσταται δυνατή η συμπληρωματική ή αναλογική αυτή εφαρμογή. Η αντίθετη άποψη ουσιαστικά επιτρέπει στις εταιρείες ειδικού σκοπού, που αποκτούν απαιτήσεις κατά τον Ν. 3156/2003, επιλέγοντας να αναθέσουν τη διαχείριση των μεταβιβαζόμενων με τον Νόμο αυτό απαιτήσεων, όχι σε άλλη εταιρεία διαχείρισης, αλλά σε ΕΔΑΔΠ, να "απονείμουν" με τη σύμβαση αυτή, που καταρτίζουν με την ΕΔΑΔΠ, εξαιρετική νομιμοποίηση στην ΕΔΑΔΠ, για διαχείριση τιτλοποιημένων απαιτήσεων του Ν.3156/2003, ενώ τέτοια συμβατική χορήγηση κατ' εξαίρεση νομιμοποίησης δεν είναι επιτρεπτή, όπως προαναφέρθηκε. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι η παροχή δυνατότητας επιλεκτικής χρησιμοποίησης στοιχείων του ενός νόμου στον άλλο νόμο μπορεί, με βλάβη της ασφάλειας δικαίου, να δημιουργήσει πολλά περαιτέρω προβλήματα κατά την ερμηνεία και εφαρμογή τους. Έτσι π.χ. θα μπορούσε ο συνεργάσιμος δανειολήπτης και εγγυητής απαιτήσεως, που μεταβιβάσθηκε κατά τον Ν. 3156/2003, να προβάλλει αντιρρήσεις κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης, γιατί δεν τηρήθηκαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν.4354/2015 της εξώδικης πρόσκλησης να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης, ισχυριζόμενος ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται συμπληρωματικά και στην μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τον Ν. 3156/2003. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, από τη γραμματική, ιστορική και τελολογική ερμηνεία της παρ. 14 του άρθρου 10 Ν. 3156/2003 και από την συστηματική ερμηνεία της σε σχέση με τις διατάξεις του Ν.4354/2015 συνάγεται ότι οι εταιρείες που αναλαμβάνουν την είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιούμενων με το άρθρο 10 Ν.3156/2003 απαιτήσεων, δεν αποκτούν κατά τη διάταξη αυτή και εξουσία κατ' εξαίρεση νομιμοποίησης να διεξάγουν δίκες ως μη δικαιούχοι διάδικοι για την αποκτήσασα τις απαιτήσεις εταιρεία ειδικού σκοπού, το ίδιο δε ισχύει και όταν η αναλαμβάνουσα τη διαχείριση εταιρεία είναι ΕΔΑΔΠ του Ν.4354/2015, γιατί την εξαιρετική ενεργητική νομιμοποίηση στις ΕΔΑΔΠ ο Ν.4354/2015 τη χορηγεί μόνο αν η μεταβίβαση και η αντίστοιχη ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων έγινε με τον Νόμο αυτό, και η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στον Ν.3156/2003, στον οποίο υπάρχει η ανωτέρω ειδική διάταξη, δεν είναι επιτρεπτή δε η συμπλήρωση ή η ερμηνεία της διάταξης αυτής με προσφυγή στον Ν.4354/2015, αφ' ενός μεν γιατί δεν υπάρχει κενό προς συμπλήρωση και αφ' ετέρου, σε κάθε περίπτωση, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η συμπληρωματική ή αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των δύο νόμων, δεδομένου ότι αυτοί είναι ειδικοί νόμοι με διαφορετικό σκοπό, που ρυθμίζουν διαφορετικά αντικείμενα με διαφορετικές προϋποθέσεις και διαδικασία ο καθένας, χωρίς ο ένας να έχει ευρύτερο περιεχόμενο του άλλου και χωρίς να είναι μέρη ενός υπέρτερου πλαισίου γενικών διατάξεων, από την ερμηνεία του οποίου θα κρινόταν ως επιτρεπτή η συμπλήρωση αυτή».
Το πλήρες κείμενο της αποφασης εδώ
Διαβάστε επίσης: Ο δικαστής από την Κολομβία, η απόφαση για τα Funds και η "Τεχνητή Δικαιοσύνη" / του δικηγόρου Γιώργου Καζολέα
Σχόλια