Το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα και η τιμώρησή του

του Τίτου Καραλάζου, Δικηγόρου Αθηνών

Σύμφωνα με το άρθρο 98 ΠΚ: «1. Αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 96 Α παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων.

2. Η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ` εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.».

Κατ’ ουσίαν το άρθρο 98 ΠΚ εισάγει μια παρέκκλιση από το γενικότερο κανόνα της συνολικής ποινής που ορίζεται στο άρθρο 94 ΠΚ (η λεγόμενη «ποινή βάσης» με τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένες), στην περίπτωση της αληθινής πραγματικής συρροής των εγκλημάτων. Τα δομικά στοιχεία τα οποία απαιτούνται για τη σύνθεση του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος είναι τα εξής:

Α) Η ομοιότητα της επαναλαμβανόμενης πράξης. Εδώ εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι ότι τα περισσότερα αδικήματα θα πρέπει να συνιστούν επανάληψη του ίδιου εγκληματικού τύπου (π.χ. πλείονες κλοπές, πλείονες απάτες κλπ.). Οι περισσότερες, λοιπόν, αυτοτελείς προσβολές του εννόμου αγαθού συρρέουν αληθινά μεταξύ τους, καθώς ανάμεσα στις πράξεις μεσολαβεί η ειρήνευση του πληττόμενου εννόμου αγαθού.

Β) Γίνεται δεκτό ότι το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα θα πρέπει να θίγει το ίδιο έννομο αγαθό, όταν πρόκειται για προσωπικά έννομα αγαθά (π.χ. για να έχουμε βιασμό κατ’ εξακολούθηση θα πρέπει το θύμα να είναι το ίδιο σε όλες τις περιπτώσεις,έχοντας μεσολαβήσει μεταξύ των προσβολών η ειρήνευση του εννόμου αγαθού του). Ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο όταν πρόκειται για περιουσιακά έννομα αγαθά, όπου εδώ υπερισχύει ο περιουσιακός χαρακτήρας και είναι αδιάφορη η ταυτότητα των φορέων των περιουσιακών δικαιωμάτων (π.χ. κατ’ εξακολούθηση κλοπή υφίσταται όταν ο δράστης διαρρηγνύει περισσότερα διαμερίσματα που ανήκουν σε περισσότερα πρόσωπα κλπ.).

Γ) Τελευταία προϋπόθεση του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος είναι η ενότητα του δόλου. Δηλαδή, οιπερισσότερες ομοειδείς εγκληματικές πράξεις, οι οποίες τελούνται σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα από τον ίδιο δράστη συνδέονται μεταξύ τους,  με την ενότητα εκτέλεσης αποφάσεως του εγκλήματος αυτού.

Έτσι, εφόσον πληρούνται αθροιστικώς οι ως άνω προϋποθέσεις, τα πλείονα εγκλήματα τα οποία λαμβάνουν χώρα, αντιμετωπίζονται αποκλειστικώς και μόνον σε επίπεδο εκτέλεσης της ποινής, ως ένα έγκλημα.

Αναφορικά με την προθεσμία για την υποβολή εγκλήσεως από τον αμέσως παθόντα του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, όπως παγίως έχει νομολογηθεί, σημειώνεται «ότι επί του κατ` εξακολούθηση εγκλήματος, το οποίο απαρτίζεται, σύμφωνα με το άρ.98 του Ποινικού Κώδικα, από περισσότερες ξεχωριστές ομοειδείς και αυτοτελείς κολάσιμες πράξεις, που συνδέονται με την ταυτότητα της προς εκτέλεση απόφασης (ενότητα δόλου), η προθεσμία υποβολής της έγκλησης αρχίζει για το όλο έγκλημα αφότου ο δικαιούμενος έλαβε γνώση της τελευταίας μερικότερης πράξης, εκτός αν προηγήθηκε η γνώση άλλης μερικότερης πράξης, οπότε, ως προς αυτήν, η προθεσμία υποβολής της έγκλησης αρχίζει από τον προγενέστερο αυτό χρόνο, ενόψει και του ότι, παρά την ενότητα του κατ` εξακολούθηση εγκλήματος, κάθε μερικότερη πράξη διατηρεί την αυτοτέλειά της (Α.Π. 1591/2017, 555/2016,135/2022 ΑΠ [ΠΟΙΝ-ΣΥΜΒ] ΝΟΜΟΣ)». Κατ’ αντιστοιχίαν, η έναρξη της προθεσμίας παραγραφής εκκινεί για κάθε επιμέρους αξιόποινη πράξη ξεχωριστά, ενώ και το δεδικασμένο καλύπτει μόνο κάθε επιμέρους πράξη χωριστά.

Δέον όπως τονισθεί ότι στην παράγραφο 2 του άρθρου 98 ΠΚ ορίζεται πως σε περιπτώσεις περιουσιακών εγκλημάτων (π.χ. απάτες) η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος, το οποίο προκύπτει από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνεται υπόψη ως σύνολο. Χρειάζεται μόνο να απέβλεπε ο δράστης με τις μερικότερες πράξεις του σε αυτό το σύνολο. Επί παραδείγματι, αν ο δράστης με περισσότερες κλοπές απέβλεπε στη συνολική αξία της λείας την οποία θα του απέφεραν αυτές, αντιμετωπίζεται ποινικά με βάση αυτή τη συνολική αξία. Ωστόσο,βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή της υπό κρίση παραγράφου είναι ο ενιαίος εγκληματικός σχεδιασμός του δράστη, βάσει του οποίου να ενεργεί ο υπαίτιος προκειμένου να αποκομίσει τα περιουσιακά οφέλη ή να προκαλέσει ζημίες, ανεξάρτητα αν αυτό γίνεται εναντίον του ίδιου θύματος ή σε βάρος περισσότερων θυμάτων.Πλην όμως, η παράγραφος 2 τυγχάνει εφαρμογής μόνο στην περίπτωση κατά την οποία αναβαθμίζεται το αδίκημα από πλημμέλημα σε κακούργημα, καθώς τότε μεταβάλλεται ο χρόνος παραγραφής και το όριο της συνολικής επαπειλούμενης ποινής.

[Σημείωση: Οι απόψεις που εκφράζονται στα άρθρα είναι προσωπικές-του εκάστοτε αρθρογράφου/συντάκτη- και δεν συμφωνούν απαραίτητα με τις απόψεις και θέσεις της ιστοσελίδας]


Σχόλια