Της Έφης Θωμά, Δικηγόρου LL.M.
Η ιδιότητα του εμπόρου είναι ασυμβίβαστη με την άσκηση δικηγορίας και οδηγεί σε αυτοδίκαιη αποβολή του δικηγόρου. Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.4194/2013) (στο εξής «Κ.Δ.»), αποβάλλει αυτοδίκαια την ιδιότητα του δικηγόρου και διαγράφεται από το μητρώο του συλλόγου του οποίου είναι μέλος εκείνος που αποκτά την εμπορική ιδιότητα με βάση τον εμπορικό νόμο ή ασκεί έργα ή καθήκοντα διευθύνοντος ή εντεταλμένου συμβούλου, διοικητή, διαχειριστή ή εκπροσώπου σε οποιαδήποτε κεφαλαιουχική ή προσωπική εμπορική επιχείρηση ή κοινοπραξία (εκτός αν στην τελευταία περίπτωση άλλος ειδικός νόμος ορίζει διαφορετικά) (περ.δ’).
Επίσης αποβάλλεται και εκείνος που ασκεί άλλο επάγγελμα, και ιδιαίτερα εμπόρου ή μεσίτη, καθώς και κάθε άλλη εργασία, υπηρεσία ή απασχόληση που δεν συνάδει με το δικηγορικό λειτούργημα.(περ.ε’).
Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.2 του Κ.Δ. δικηγόρος, που στο πρόσωπό του συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, υποχρεούται να προβεί σε σχετική δήλωση, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στον σύλλογο που ανήκει και να υποβάλλει την παραίτησή του.
Κατά την παρ.3 του ίδιου άρθρου, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του οικείου δικηγορικού συλλόγου, βεβαιώνει την απώλεια της ιδιότητας του δικηγόρου, αφότου επήλθε το γεγονός που την προκάλεσε. Η απόφαση αυτή, ανακοινώνεται στον οικείο δικηγορικό σύλλογο και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Το κύρος των διαδικαστικών και δικονομικών πράξεων που διενήργησε ο δικηγόρος μέχρι την έκδοση της πιο πάνω απόφασης δεν θίγεται.
Σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ.1 του Κ.Δ., δικηγόρος, που παραιτήθηκε από το δικηγορικό λειτούργημα, δύναται να επαναδιορισθεί, εφόσον δεν έχουν παρέλθει πέντε (5) χρόνια από την παραίτησή του ή και μετά την πάροδο της πενταετίας υπό την προϋπόθεση ότι ασκούσε καθήκοντα συναφή με τη νομική επιστήμη και πρακτική. Δεν επιτρέπεται επαναδιορισμός δικηγόρου που απώλεσε τη δικηγορική ιδιότητα, λόγω καταδίκης του από ποινικό δικαστήριο για τα αδικήματα του άρθρου 6 του Κώδικα ή στον οποίο έχει επιβληθεί ποινή οριστικής παύσης από το ανώτατο πειθαρχικό.
Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι εφόσον απολεσθεί η εμπορική ιδιότητα, παρέχεται η δυνατότητα επαναδιορισμού του ενδιαφερόμενου ως δικηγόρου σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 27 παρ.1 Κ.Δ. Από το εδάφιο β΄ της διάταξης αυτής συνάγεται ότι μόνο σε δύο περιπτώσεις δεν επιτρέπεται επαναδιορισμός δικηγόρου που απώλεσε τη δικηγορική ιδιότητα, και αυτές είναι όταν η απώλεια αυτή οφείλεται σε καταδίκη του δικηγόρου από ποινικό δικαστήριο για τα αδικήματα του άρθρου 6 του Κώδικα ή σε επιβολή ποινής οριστικής παύσης από το ανώτατο πειθαρχικό. Από την γραμματική ερμηνεία της διάταξης και εξ’ αντιδιαστολής προκύπτει ότι σε όλες τις άλλες περιπτώσεις απώλειας της ιδιότητας του δικηγόρου, συμπεριλαμβανομένης κι εκείνης που αφορά στην ασυμβίβαστη ιδιότητα του άρθρου 7 περίπτωση δ’ του Κώδικα Δικηγόρων, επιτρέπεται ο επαναδιορισμός του δικηγόρου, όταν ο λόγος του ασυμβιβάστου έχει πλέον εκλείψει, όπως όταν έχει επέλθει η απώλεια της εμπορικής ιδιότητας στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Η κύρωση επομένως για τις πέντε (α’ έως ε’) αναφερόμενες στο άρθρο 7 παρ.1 του Κώδικα Δικηγόρων (Κ.Δ.) περιπτώσεις κατονομάζεται ρητά από το ίδιο το κείμενο της διάταξης και αντιδιαστέλλεται με τις περιπτώσεις της απώλειας της δικηγορικής ιδιότητας που οφείλεται σε καταδίκη του δικηγόρου από ποινικό δικαστήριο για τα αδικήματα του άρθρου 6 του Κώδικα ή σε επιβολή ποινής οριστικής παύσης από το ανώτατο πειθαρχικό (άρθρο 27 παρ.1 εδ. β’ Κώδικα Δικηγόρων). Συνάγεται επομένως ότι για τις περιπτώσεις του άρθρου 7 παρ.1 του Κ.Δ. είναι καθ’ όλα επιτρεπτός ο επαναδιορισμός όταν οι περιοριστικά αναφερόμενες σε αυτό ιδιότητες (μεταξύ των οποίων και η εμπορική) παύουν να συντρέχουν στο πρόσωπο του απωλέσαντος τη δικηγορική ιδιότητα, άρα αυτός παύει να υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης και ελλείπουν πλέον οι λόγοι της επιβληθείσας σε αυτόν κύρωσης.
Σύμφωνα με τον Κ.Δ. (άρθρο 27 παρ.1 εδ α΄) δικηγόρος, που παραιτήθηκε από το δικηγορικό λειτούργημα, δύναται να επαναδιορισθεί, εφόσον δεν έχουν παρέλθει πέντε (5) χρόνια από την παραίτησή του ή και μετά την πάροδο της πενταετίας υπό την προϋπόθεση ότι ασκούσε καθήκοντα συναφή με τη νομική επιστήμη και πρακτική. Για τον επαναδιορισμό λοιπόν ήδη τίθεται ως προϋπόθεση από τον Κ.Δ. η προηγούμενη παραίτηση του δικηγόρου.
Πέρα από την οικειοθελή παραίτηση, το άρθρο 7 παρ. 2 Κ.Δ. προβλέπει και την υποχρεωτική, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, παραίτηση όταν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου (μεταξύ αυτών και η εμπορική ιδιότητα).
Όπως γνωμοδοτήθηκε πρόσφατα (ΝΣΚ αρ.152/2021) στις περιπτώσεις αυτοδίκαιης απώλειας δικηγορικής ιδιότητας, η αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας δεν επέρχεται ως αποτέλεσμα της υποβολής παραίτησης, ούτε άρχεται από το χρόνο υποβολής της, ακόμα και σε περίπτωση που αυτή υποβληθεί, αλλά λόγω της κτήσης εκ μέρους του δικηγόρου κάποιας ιδιότητας που εκ του νόμου συνεπάγεται απώλεια της δικηγορικής του ιδιότητας. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, η απώλεια στις περιπτώσεις αυτές, ανατρέχει στο χρόνο κατά τον οποίο έλαβε χώρα το γεγονός στο οποίο οφείλεται, ανεξαρτήτως της υποβολής ή μη εκ μέρους του δικηγόρου της προβλεπόμενης στην παρ.2 του άρθρου 7 του ν.4194/2013 παραίτησης ή του χρόνου της υποβολής της.
Για την δυνατότητα λοιπόν ή μη επαναδιορισμού είναι τελικά αδιάφορο αν ο δικηγόρος είχε παραιτηθεί δηλώνοντας το ασυμβίβαστο, αφού η απώλεια της εμπορικής ιδιότητας είναι αυτή καθεαυτή αρκετή ως προσόν επαναδιορισμού. Αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή η μη υποβολή παραίτησης του δικηγόρου σύμφωνα με το αρ.7 παρ.2 του Κ.Δ. αποκλείει την δυνατότητα επαναδιορισμού, όταν εκλείπει το ασυμβίβαστο, οδηγεί σε υπέρμετρο περιορισμό της επαγγελματικής δραστηριότητας που δεν δικαιολογείται από το γράμμα του νόμου (άρθρο 27 ν.4194/2013) ενώ είναι δυσανάλογος σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό που είναι η διαφύλαξη του κύρους της δικαιοσύνης και η αποτροπή άσκησης της από πρόσωπα που δεν διαθέτουν τα κατάλληλα τυπικά και ηθικά προσόντα. (ΝΣΚ αρ.152/2021)
Είναι εύλογο , ότι για όσο χρόνο διαρκεί το κώλυμα των περιπτώσεων του άρθρο 7 παρ.1 ΚΔ δεν είναι δυνατός ο επαναδιορισμός , όταν ωστόσο παύει να υπάρχει το κώλυμα , ο επαναδιορισμός είναι καθ’ όλα επιτρεπτός, τόσο γιατί ρητά ο Κώδικας Δικηγόρων αναφέρει σε ποιες μόνο περιπτώσεις δεν είναι δυνατός ο επαναδιορισμός (άρθρο 27 παρ.1 εδ β’) όσο και γιατί αντίθετη άποψη θα προσέκρουσε σε μια σειρά θεμελιωδών διατάξεων (άρθρο 5 παρ.1 Σ ελεύθερη ανάπτυξη προσωπικότητας[1], άρθρο 22 Σ προστασία της εργασίας, άρθρο 15 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, Άρθρο 15 - Ελευθερία του επαγγέλματος και δικαίωμα προς εργασία κ.α.).
Εν προκειμένω στο πλαίσιο ερμηνείας του άρθρου 27 του Κ.Δ. έχει αναφερθεί επί λέξει: «Έτσι, εάν συντρέχει στο πρόσωπο του δικηγόρου ορισμένο κώλυμα διορισμού κατά το άρθρ.6 του ΚΔ και εξ αυτού του λόγου υποβληθεί υποχρεωτική δήλωση παραίτησης του δικηγόρου, είναι αυτονόητο ότι αυτός δεν επιτρέπεται να επαναδιορισθεί, καθώς όλες αυτές οι ιδιότητες συνιστούν κωλύματα διορισμού του. Αντίθετα στην περίπτωση που απόλλυται η ελληνική ή ευρωπαϊκή ιθαγένεια και αυτή ανακτάται ή που ο παραιτηθείς δικηγόρος έχει παύσει να ασκεί εμπορία, ή άλλο ασυμβίβαστο επάγγελμα , για το οποίο αυτός υποχρεώθηκε σε παραίτηση, τα πράγματα θα πρέπει να κριθούν διαφορετικά».[2] Εν προκειμένω, η διαφορετική κρίση δεν είναι παρά η παροχή της δυνατότητας του δικηγόρου που απώλεσε την ασυμβίβαστη με το δικηγορικό λειτούργημα ιδιότητα να επαναδιορισθεί ως δικηγόρος και επανεγγραφεί στα μητρώα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Εφόσον έπαυσε το κώλυμα στο πρόσωπό του, παύει αυτοδικαίως να υπάγεται στη διάταξη του άρθρου 7 Κ.Δ. καθώς δεν συντρέχουν πλέον στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις αποβολής και απώλειας της ιδιότητας του δικηγόρου.
Στην αναβίωση των προϋποθέσεων διορισμού που επιτρέπει τον αναδιορισμό αναφέρεται μεταξύ άλλων και η γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (αρ. 215/2019)[3] παραπέμποντας σε σχετική νομολογία του ΣτΕ (2588/2004). Μάλιστα η εκεί κρινόμενη περίπτωση αφορούσε σε απονομή χάριτος σε αμετακλήτως καταδικασθέντα δικηγόρο (απάτη επί δικαστηρίω) , και ο οποίος είχε συνεπεία της καταδίκης αποβληθεί από το δικηγορικό επάγγελμα. Το ΝΣΚ συμπέρανε εν προκειμένω ότι μετά την απονομή χάριτος «δεν υφίσταται ως προς αυτόν το κώλυμα του επαναδιορισμού που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 27 παρ.1 εδ.β’ του Ν.4194/2013 και έχει δικαίωμα να ζητήσει τον επαναδιορισμό του, για το μέλλον, υπό την προϋπόθεση , βεβαίως, ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του όλες οι εκ της οικείας νομοθεσίας προβλεπόμενες προϋποθέσεις».
Παρότι στο ισοζύγιο της βαρύτητας των δικηγορικών παραπτωμάτων η αμετάκλητη ποινική καταδίκη δικηγόρου βαρύνει προφανέστατα κατά πολύ περισσότερο της άσκησης εμπορικής δραστηριότητας από δικηγόρο, ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση, κρίθηκε ότι είναι δυνατός ο επαναδιορισμός. Πολύ δε περισσότερο η δυνατότητα επαναδιορισμού δικηγόρου που δεν χαρακτηρίστηκε από οποιαδήποτε ποινική εμπλοκή και καταδίκη και έχουν αναβιώσει στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις διορισμού, λόγω έλλειψης του λόγου κωλύματος, θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητη.
[1] Η επαγγελµατική ελευθερία αποτελεί ειδικότερη έκφανση της εν γένει οικονοµικής ελευθερίας που προστατεύεται από την παρ. 1 του άρθρου 5 του Συντάγµατος
[2] Ι.Μαθιουδάκης σε Ερμ.Κώδικα Δικηγόρων (Νομική Βιβλιοθήκη, 2016) σελ. 79
[3] ΝΣΚ
215/2019 (www.nsk.gr)
[Σημείωση: Οι απόψεις που
εκφράζονται στα άρθρα είναι προσωπικές-του εκάστοτε αρθρογράφου/συντάκτη- και
δεν συμφωνούν απαραίτητα με τις απόψεις και θέσεις της ιστοσελίδας]
Σχόλια