Στέρηση πρόσβασης στο δικαστήριο λόγω απόρριψης προσφυγής ως εκπρόθεσμης - Η προσθεσμία άρχιζε από την έκδοση της απόφασης και όχι από την επίδοσή της (ΕΔΔΑ)

Σημαντική απόφαση για το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 9.5.2023 (υπόθεση Supergrav Albania Shpk κατά Αλβανίας /αρ. αίτησης 20702/18).

Η υπόθεση αφορούσε στην απόρριψη της προσφυγής της αιτούσας εταιρείας στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας με την αιτιολογία ότι είχε παρέλθει η προθεσμία των τεσσάρων μηνών που προβλεπόταν για την άσκηση του συγκεκριμένου ένδικου διαβήματος. Επρόκειτο για πολιτική αγωγή κατά της Αστυνομίας για εικαζόμενη αποσυναρμολόγηση των μηχανημάτων της αιτούσας εταιρείας.

Επικαλούμενη το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η προσφεύγουσα εταιρεία διαμαρτυρήθηκε για την προθεσμία που έθεσε το εν λόγω δικαστήριο.

 Όπως σημειώνει αρχικά το ΕΔΔΑ στην απόφαση του, όσον αφορά στις προθεσμίες που διέπουν την άσκηση προσφυγών, δεν είναι καθήκον του Δικαστηρίου να αντικαταστήσει τα εθνικά δικαστήρια. Εναπόκειται πρωτίστως στις εθνικές αρχές, ιδίως στα ενδιαφερόμενα δικαστήρια, να επιλύσουν προβλήματα ερμηνείας της εσωτερικής νομοθεσίας. Ο ρόλος του Δικαστηρίου περιορίζεται στην επαλήθευση του κατά πόσον τα αποτελέσματα μιας τέτοιας ερμηνείας είναι συμβατά με την ΕΣΔΑ. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την ερμηνεία από τα δικαστήρια κανόνων διαδικαστικής φύσεως, όπως οι προθεσμίες που διέπουν την άσκηση προσφυγών (βλ. Jensen κατά Δανίας , αρ. 8693/11 , § 35, 13 Δεκεμβρίου 2016).   

Ωστόσο, ένα ζήτημα που αφορά την αρχή της ασφάλειας δικαίου μπορεί να ανακύψει, όχι απλώς ως πρόβλημα ερμηνείας μιας νομικής διάταξης με τον συνήθη τρόπο, αλλά και υπό τη μορφή ισχυρισμού περί αδικαιολόγητης κατασκευής μιας διαδικαστικής απαίτησης που εμποδίζει η αξίωση να εξεταστεί επί της ουσίας και, ως εκ τούτου, συνεπάγεται παραβίαση του δικαιώματος στην αποτελεσματική προστασία των δικαστηρίων.

 Έτσι, ενώ οι προθεσμίες είναι κατ' αρχήν νόμιμοι περιορισμοί του δικαιώματος στο δικαστήριο, ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζονται σε μια συγκεκριμένη υπόθεση μπορεί να οδηγήσει σε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης, για παράδειγμα εάν το χρονικό όριο για την άσκηση προσφυγής αρχίζει να τρέχει τη στιγμή εκείνη που ο διάδικος δεν γνώριζε και δεν μπορούσε ουσιαστικά να γνωρίζει το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου.

Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, το ΕΔΔΑ σημειώνει ότι η προσφεύγουσα εταιρεία δεν αμφισβήτησε την εφαρμογή της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών στην υπόθεσή της, αλλά υποστήριξε ότι θα έπρεπε να είχε υπολογιστεί από την ημερομηνία που η εκδοθείσα απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιδόθηκε σε αυτήν, και όχι από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, όπως έκρινε το Συνταγματικό Δικαστήριο. Έτσι, το κύριο ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση είναι αν η προθεσμία για την υποβολή συνταγματικής προσφυγής έπρεπε να υπολογίζεται από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή από την ημερομηνία επίδοσης της αιτιολογημένης απόφασης στην αιτούσα εταιρεία.

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι τα μέρη θα πρέπει να μπορούν να κάνουν χρήση του δικαιώματος υποβολής προσφυγής από τη στιγμή που μπορούν να ενημερωθούν αποτελεσματικά για δικαστικές αποφάσεις που τους επιβάλλουν βάρος ή που ενδέχεται να προσβάλλουν τα νόμιμα δικαιώματα ή συμφέροντά τους. Διαφορετικά, τα δικαστήρια θα μπορούσαν να μειώσουν σημαντικά τον χρόνο για την άσκηση προσφυγής ή ακόμη και να καταστήσουν αδύνατη οποιαδήποτε έφεση ή προσφυγή καθυστερώντας την επίδοση των αποφάσεών τους. Ως μέσο επικοινωνίας μεταξύ του δικαστικού οργάνου και των διαδίκων, η επίδοση και κοινοποίηση γνωστοποιεί στα μέρη την απόφαση του δικαστηρίου και τους λόγους για αυτήν, δίνοντάς τους έτσι τη δυνατότητα να ασκήσουν έφεση εάν το κρίνουν σκόπιμο. 

Το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι για να μπορέσει να υποβάλει τεκμηριωμένη συνταγματική προσφυγή, η αιτούσα εταιρεία έπρεπε να γνωρίζει το περιεχόμενο και το πλήρες σκεπτικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έστω και ένα συνοπτικό σκεπτικό. Δεδομένου ότι η αιτούσα εταιρεία δεν μπόρεσε να λάβει γνώση της αιτιολογημένης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή ακόμη και μόνο του γεγονότος ότι η προσφυγή είχε απορριφθεί, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι είχε ουσιαστικό δικαίωμα σε συνταγματική προσφυγή.

Το ΕΔΔΑ σημειώνει ακόμα ότι εάν η θέση του Συνταγματικού Δικαστηρίου γινόταν αποδεκτή, αυτό θα δημιουργούσε μια κατάσταση στην οποία η αιτούσα εταιρεία δεν θα είχε την ευκαιρία να μελετήσει το κείμενο της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου πριν υποβάλει τη συνταγματική της προσφυγή. Μια τέτοια κατάσταση είναι δύσκολο να συμβιβαστεί με το άρθρο 6 της Σύμβασης, το οποίο, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ενσωματώνει ως αρχή που συνδέεται με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης την απαίτηση ότι οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να αναφέρουν επαρκώς τους λόγους στους οποίους στηρίζονται (βλ. García Ruiz κατά Ισπανίας [GC], αρ. 30544/96 , § 26, ECHR 1999-I; Angel Angelov κατά Βουλγαρίας , αρ. 51343/99 , § 38, 15 Φεβρουαρίου 2007 και Georgiy Nikolayevich  , § 55).

Όσον αφορά το επιχείρημα της Αλβανικής Κυβέρνησης ότι η αιτούσα εταιρεία θα μπορούσε να έχει μάθει για την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου μέσω του ιστότοπου αυτού του δικαστηρίου, το Δικαστήριο σημειώνει, πρώτον, ότι η Κυβέρνηση δεν παρείχε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η συγκεκριμένη απόφαση έχει ποτέ δημοσιευθεί στον ιστότοπο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Το πιο σημαντικό, και ως θέμα αρχής, είναι , κατά το ΕΔΔΑ, ότι η συνήθης πρακτική του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αλβανίας τον επίμαχο χρόνο ήταν να δημοσιεύει το διατακτικό της απόφασής του κατά την υιοθέτησή της, μετά από το οποίο θα μπορούσε να περάσει σημαντικός χρόνος πριν από την έκδοση της συνολικής απόφασης, με την αιτιολογία. Ετσι, θα μπορούσε να έχει λήξει ολόκληρη η προθεσμία για την υποβολή συνταγματικής προσφυγής πριν δημοσιευθεί και τεθεί στη διάθεση των μερών το πλήρες σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης του αναιρετικού δικαστηρίου της χώρας. 

Ενόψει των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η προθεσμία των τεσσάρων μηνών για την υποβολή συνταγματικής προσφυγής έπρεπε να είχε υπολογιστεί, υπό τις παρούσες συνθήκες, από τις 26 Σεπτεμβρίου 2017, όταν η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιδόθηκε στην προσφεύγουσα εταιρεία . Ωστόσο, το Συνταγματικό Δικαστήριο υπολόγισε αυτή την προθεσμία από τις 28 Ιανουαρίου 2016, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο είχε εκδώσει την απόφασή του, και κήρυξε απαράδεκτη τη συνταγματική προσφυγή της αιτούσας εταιρείας ως εκπρόθεσμη. Η προσφεύγουσα εταιρεία στερήθηκε έτσι το δικαίωμα πρόσβασης στο Συνταγματικό Δικαστήριο.   

Κατά συνέπεια, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης όσον αφορά το δικαίωμα πρόσβασης της αιτούσας εταιρείας στο Συνταγματικό Δικαστήριο και επιδίκασε 3600 ευρώ για ηθική βλάβη και 2000 ευρώ έξοδα. (Legalnews24.gr / echr.coe.int) [η αναδημοσίευση επιτρέπεται μόνο με αναφορά της πηγής και του συνδέσμου]

Η απόφαση είναι διαθέσιμη εδώ   

 

Σχόλια