Απαγόρευση συμμετοχής μη δικηγόρου σε δικηγορική εταιρεία : Μη συμβατός με το κοινοτικό δίκαιο περιορισμός ή προστασία του δικηγορικού επαγγέλματος;

του Γιώργου Καζολέα, Δικηγόρου

Με ενδιαφέρον αναμένεται η κρίση του Δικαστηρίου της ΕΕ επί του προδικαστικού ερωτήματος[1] που έθεσε ενώπιών του το Βαυαρικό Δικαστήριο Δικηγόρων (BayAGH)[2] για το αν συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων που προβλέπεται στο άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ[3] το γεγονός ότι η νομοθεσία κράτους μέλους επιβάλλει την ανάκληση της άδειας άσκησης επαγγέλματος σε περίπτωση κατά την οποία μερίδιο της δικηγορικής εταιρίας μεταβιβάζεται σε πρόσωπο που δεν πληροί τις ειδικές επαγγελματικές προϋποθέσεις που συνδέονται, κατά το δίκαιο του κράτους μέλους, με την απόκτηση εταιρικού μεριδίου, δηλαδή όταν η εσωτερική νομοθεσία προβλέπει ότι εταίρος δικηγορικής εταιρίας μπορεί να είναι μόνο δικηγόρος.

Ουσιαστικά, το ζήτημα είναι αν μπορεί βάσει του γερμανικού δικαίου να γίνει αποδεκτή η αμιγώς οικονομική συμμετοχή μη δικηγόρων μέσω οικονομικής επένδυσης σε μια δικηγορική εταιρεία. Οι δικηγορικοί σύλλογοι απορρίπτουν ευθέως τη συμμετοχή τρίτων μη δικηγόρων, βασιζόμενοι στην αυστηρή δικηγορική νομοθεσία[4], με το επιχείρημα ότι διαφορετικά θα διακυβευόταν η ανεξαρτησία του δικηγορικού επαγγέλματος και η πρόθεση κέρδους θα ήταν αντίθετη με τη δραστηριότητα του δικηγόρου.

Το βαυαρικό δικαστήριο ωστόσο εξέφρασε προβληματισμούς σχετικά με την απόλυτη απαγόρευση σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο στη βάση των περιορισμών που τίθενται στις θεμελιώδεις ελευθερίες και απέστειλε σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ.

Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, το 2020, ένας δικηγόρος στη Βαυαρία, ίδρυσε μια δικηγορική εταιρεία υπό τη μορφή «Unternehmergesellschaft»[5] ως μοναδικός μέτοχος και διευθυντής. Κατόπιν αδειοδότησής της το 2021 ο δικηγόρος πούλησε το 51% της εταιρείας σε μια αυστριακή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (GmbH), η οποία ήταν μια αμιγώς εμπορική εταιρεία. 

Το καταστατικό της δικηγορικής εταιρείας τροποποιήθηκε έτσι ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε επιρροή ή έλεγχος των μετόχων στις δραστηριότητες του δικηγόρου και οι μέτοχοι να υπόκεινται σε αυστηρές υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας. Η τροποποίηση του καταστατικού και η μεταβίβαση των μετοχών καταχωρήθηκαν στο αρμόδιο δικαστήριο. 

Ωστόσο, ο Δικηγορικός Σύλλογος του Μονάχου ανακάλεσε την άδεια της δικηγορικής εταιρείας και ασκήθηκε προσφυγή εναντίον της. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση το βαυαρικό δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για λήψη προδικαστικής απόφασης.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα πρέπει τώρα να αξιολογήσει εάν η απαγόρευση συμμετοχής μη δικηγόρου σε δικηγορική εταιρεία παραβιάζει το δίκαιο της ΕΕ, ιδίως την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (άρθρο 63 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ), την ελευθερία εγκατάστασης (άρθρα 49, 54 ΣΛΕΕ), τα δικαιώματα βάσει του άρθρου 15 της Οδηγίας 2006/123 [6] και τα δικαιώματα σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ελευθερία επιλογής επαγγέλματος και δικαίωμα στην εργασία, επιχειρηματική ελευθερία).

Το ζήτημα έχει ενδιαφέρον και αφορά στη φύση του δικηγορικού επαγγέλματος και τις ιδιαιτερότητες του καθώς και στις δικλείδες ασφαλείας ως προς την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών. Από τη μία πλευρά μπορεί να είναι θεμιτή η προσπάθεια του εθνικού νομοθέτη να διασφαλίσει με απόλυτο τρόπο την ανεξαρτησία του δικηγορικού επαγγέλματος, από την άλλη ωστόσο τίθεται ο προβληματισμός κατά πόσο μια τόσο απόλυτη απαγόρευση είναι συμβατή με τις θεμελιώδεις ελευθερίες.

Η αρχή της αναλογικότητας του δικαίου της ΕΕ επιτρέπει την παρέμβαση στις θεμελιώδεις ελευθερίες μόνο εάν οι περιορισμοί ικανοποιούν με συνέπεια και συστηματικό τρόπο έναν αναγνωρισμένο στόχο δημόσιας τάξης ή δημοσίου συμφέροντος. Εν προκειμένω βούληση και σκοπός του συντάκτη του Γερμανικού Κώδικα Δικηγόρων ήταν να εγγυηθεί την ανεξαρτησία των δραστηριοτήτων των δικηγόρων αποκλείοντας τη συμμετοχή στη δικηγορική εταιρεία σε άτομα ή οντότητες με αμιγώς οικονομικά συμφέροντα, έτσι ώστε μόνο δικηγόροι οι οποίοι ως εκ της ιδιότητας τους δεσμεύονται από το επαγγελματικό δίκαιο να μπορούν να συμμετέχουν στη δικηγορική εταιρεία. 

Ωστόσο με μια τέτοια ρύθμιση ουδόλως συνάγεται ότι στην πράξη εξασφαλίζεται η σκοπούμενη επαγγελματική συνεργασία μεταξύ των δικηγόρων εταίρων και ότι διασφαλίζεται η εκπλήρωση των επαγγελματικών καθηκόντων τους. Αντιθέτως η ρητή αφαίρεση μέσω του καταστατικού από τον μη δικηγόρο εταίρο οποιωνδήποτε εξουσιών άσκησης ελέγχου και επιρροής στην επαγγελματική δραστηριότητα των δικηγόρων μπορεί να αποτελέσει ασφαλιστική δικλείδα για την πραγμάτωση του σκοπού των διατάξεων της δικηγορικής νομοθεσίας.

Άλλωστε το κλειστό σχήμα που αποκλείει την είσοδο μη δικηγόρου σε δικηγορική εταιρεία σε καμία περίπτωση δεν εγγυάται στην πράξη ότι οι εγγεγραμμένοι δικηγόροι που είναι εταίροι της δικηγορικής εταιρείας θα συνεργαστούν σε ικανοποιητικό βαθμό στο πλαίσιο λειτουργίας της εταιρείας. Είναι πιθανό ένας εταίρος δικηγόρος να επιδιώκει πρωτίστως οικονομικά συμφέροντα με τη συμμετοχή του στην εταιρεία και να συνεργάζεται μόνο σε περιορισμένο βαθμό για την πραγματοποίηση των σκοπών της δικηγορικής εταιρείας. Προφανώς και μεταξύ των εταίρων δικηγόρων σκοπός –και εύλογα- παραμένει το κέρδος και οι δικηγορικές εταιρείες δεν είναι ευαγή ιδρύματα.

Ο απόλυτος και χωρίς εξαιρέσεις αποκλεισμός οικονομικών επενδυτών από το πεδίο παροχής δικηγορικών υπηρεσιών ή ακόμα και συναφών ειδικοτήτων επαγγελματιών (για παράδειγμα λογιστών, πολιτικών μηχανικών, οικονομικών συμβούλων κλπ) δεν φαίνεται συμβατός με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου καθώς εισάγει διακρίσεις , δεν είναι αναλογικός ούτε αναγκαίος.

Αντιθέτως η κατάργηση του απόλυτου περιορισμού με παράλληλη οριοθέτηση των εξουσιών του μη δικηγόρου εταίρου μέσω ρητρών στο καταστατικό της εταιρίας για την προστασία της ανεξαρτησίας των νομικών επαγγελματιών και των δικηγορικών δραστηριοτήτων της εταιρίας, οι οποίες να διασφαλίζουν ότι η εταιρία εκπροσωπείται μόνον από δικηγόρους ως διαχειριστές ή πληρεξούσιους, με απαγόρευση επιρροής και ελέγχου της εταιρείας και επέκτασης τήρησης της επαγγελματικής εχεμύθειας και του δικηγορικού απορρήτου σε όλους τους εταίρους, θα ήταν μία εύλογη επιλογή που ενδεχομένως θα συμβίβαζε τα αντικρουόμενα συμφέροντα.

Δείτε την αρθρογραφία του Γιώργου Καζολέα εδώ

[1] Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bayerischer Anwaltsgerichtshof (Γερμανία) στις 9 Μαΐου 2023 — Halmer Rechtsanwaltsgesellschaft UG κατά Rechtsanwaltskammer München (Υπόθεση C-295/23, Halmer Rechtsanwaltsgesellschaft) Διαθέσιμη εδώ

[2] Το Δικαστήριο των Δικηγόρων στη Βαυαρία  (Bayerischer Anwaltsgerichtshof) είναι ένα ειδικό δικαστήριο νομικής δικαιοδοσίας που αποφασίζει για την επιβολή κυρώσεων επί παραβιάσεων των επαγγελματικών καθηκόντων από δικηγόρους. 

[3] Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών.

 [4] Αντίστοιχα και ο ελληνικός Κώδικας Δικηγόρων προβλέπει στο άρθρο 49 παρ.1 ότι δικηγορική εταιρεία επιτρέπεται να συσταθεί μόνο μεταξύ εν ενεργεία δικηγόρων.

 [5] UG είναι γερμανική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που μπορεί να ιδρυθεί με μόλις 1 ευρώ αρχικό κεφάλαιο.

[6] Οδηγία ΕΚ της 12ης Δεκεμβρίου 2006 σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά.

[H αναδημοσίευση του παρόντος άρθρου επιτρέπεται μόνο με αναγραφή της πηγής και συνδέσμου παραπομπής σε αυτό]

Σχόλια