Το πρόβλημα της καθυστέρησης της Δικαιοσύνης και η ανάγκη τριχοτόμησης της Πολιτικής – Ποινικής Δικαιοσύνης
Των Αφροδίτης Σακελλαροπούλου & Πάνου Βασταρούχα*
Παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια ότι πάγιο αίτημα της κοινωνίας και της Πολιτείας είναι η επιτάχυνση της δικαιοσύνης. Είναι ένα ζήτημα υπαρκτό, έχει συγκεκριμένες αιτίες και απαιτεί συγκεκριμένες τομές και λύσεις. Κατά καιρούς, έχουν αναζητηθεί και έχουν επισημανθεί ποικίλες αιτίες. Θεωρούμε, όμως, ότι ουδεμία από αυτές έχουν καμία βάση. Και εξηγούμεθα ευθύς αμέσως.
Ένας λόγος που έχει προβληθεί ως αιτία καθυστέρησης της απονομής της δικαιοσύνης είναι τα αιτήματα αναβολών από τους συνηγόρους και συλλειτουργούς της δικαιοσύνης και η αποδοχή αυτών επί της έδρας. Είναι ίσως μέρος του προβλήματος, αλλά δεν είναι η μοναδική αίτια του προβλήματος.Για παράδειγμα, η καθυστέρηση της απονομής της δικαιοσύνης είχε αποδοθεί στην βραδύτητα των δικαστών στην έκδοση αποφάσεων. Το να αποδώσεις ένα τόσο μείζον ζήτημα στον δικαστή, παρουσιάζοντάς τον ως «τεμπέλη» είναι και η εύκολη λύση, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι και η σωστή, καθότι οδηγείσαι σε αυτό το συμπέρασμα όταν απομονώνεις την συνολική εικόνα και εστιάζεις σε ένα σημείο, χωρίς να λαμβάνεις υπόψιν σου τους υπόλοιπους παράγοντες. Πριν φτάσεις στο συμπέρασμα, δηλαδή, αν η αίτια του προβλήματος είναι ότι ο δικαστής καθυστερεί λόγω οκνηρίας, θα πρέπει να εξετάσεις αν ο δικαστικός λειτουργός εργάζεται ενός δικαστικού συστήματος αποτελεσματικού, εάν έχει στη διάθεσή του την υλικοτεχνική υποδομή που είναι αναγκαία, εάν έχει στη διάθεσή του μία πλήρη -από άποψη κάλυψης οργανικών θέσεων- γραμματεία, εάν η χρέωση υποθέσεων στο πρόσωπό του είναι εντός λογικών πλαισίων και ισοκατανεμημένη μεταξύ αυτού και των συναδέλφων του κ.ο.κ. Δυστυχώς σε όλους αυτούς τους υποθετικούς παράγοντες, που αναφέρθηκαν ανωτέρω, η απάντηση είναι αρνητική, καθότι ο δικαστής αυτή τι στιγμή βιώνει υπερχρέωση και εργάζεται εντός ενός δικαστικού συστήματος, που είναι ο φανερό ότι έχει ελλείψεις και είναι πλήρως αναποτελεσματικό.
Με όλα τα παραπάνω παραδείγματα, καθίσταται εμφανές ότι στην αναζήτηση των αιτιών της καθυστέρησης της απονομής της δικαιοσύνης είναι εσφαλμένο να απομονώνουμε αποσπασματικά ορισμένα φαινόμενα, αλλά απαιτείται να αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα συνολικά, αναλύοντας ολόκληρη την εικόνα. Εξάλλου, το ζήτημα αυτό αποτελεί ένα πολυδιάστατο πρόβλημα και η λύση του δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να είναι επιφανειακή.
Παρατηρώντας συνολικά και λεπτομερώς το δικαστικό μας σύστημα, τον δικαστικό χάρτη, το οργανόγραμμα της δικαιοσύνης και τον τρόπο δομής και λειτουργίας της, εύκολα καταλαβαίνουμε ότι το πρόβλημα πηγάζει από την αναποτελεσματικότητα της ίδιας της οργάνωσης των δικαστηρίων.
Και ας ξεκινήσουμε από την γενική εικόνα. Στην παρούσα φάση, η δικαιοσύνη διακρίνεται σε πολιτική – ποινική και σε διοικητική. Αυτή είναι και η μοναδική μεγάλη διάκριση στο οργανόγραμμα της δικαιοσύνης. Η πολιτική – ποινική, όμως, δικαιοσύνη εμπεριέχει εντός αυτής τρείς αυτόνομους κλάδους, ήτοι τα πολιτικά δικαστήρια, τα ποινικά δικαστήρια και το ανακριτικό σώμα (σώμα που αποτελείται στην πραγματικότητα από τους πταισματοδίκες και τους ανακριτές). Ο κλάδος αυτός, δηλαδή, εμπεριέχει τρείς ξεχωριστούς κλάδους με ξεχωριστά καθήκοντα, ξεχωριστή αποστολή και διακριτές αρμοδιότητες, οι οποίες στην πραγματικότητα εκτελούνται από το ίδιο ανθρώπινο δυναμικό, ήτοι τους ίδιους (!!!!) δικαστικούς λειτουργούς. Αυτό είναι εμφανές ότι καθιστά την υπηρεσιακή κατάσταση των συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών ιδιαίτερα βεβαρημένη, μιας και καλούνται να υπηρετήσουν, ίσως και ταυτόχρονα πολλές φορές, τους τρείς ανωτέρω κλάδους, δικάζοντας παράλληλα πολιτικές και ποινικές υποθέσεις και ασκώντας ανακριτικά καθήκοντα. Και δεν είναι η μόνη άσκηση πολλαπλών δικαστικών καθηκόντων από τους δικαστικούς λειτουργούς, μιας και για παράδειγμα οι Ειρηνοδίκες, παράλληλα με την εκδίκαση πολιτικών υποθέσεων, παρίστανται και στη συντριπτική πλειοψηφία των κατ’ οικον ερευνών με την αστυνομία, αλλά και ανεβαίνουν και ως τρίτα μέλη της σύνθεσης σε Τριμελή Πλημμελειοδικεία. H άσκηση πολλαπλών και σε παράλληλη βάση δικαστικών καθηκόντων αποτελεί σοβαρό τροχοπέδη στην ταχεία και ποιοτική απονομή της δικαιοσύνης, καθότι το μέγεθος της επιβάρυνσης καθηκόντων ανά δικαστικό λειτουργό είναι αντιστρόφως ανάλογο με την ταχύτητα της εκτέλεσης των καθηκόντων αυτών, ήτοι όσο αυξάνονται τα καθήκοντα ανά δικαστικό λειτουργό, τόσο μειώνεται η ταχύτητα εκτέλεσής τους από αυτόν. Παράλληλα με την ταχύτητα, η πολλαπλότητα των καθηκόντων ζημιώνει και την ποιότητα της απονομής της δικαιοσύνης, αφού ο δικαστικός λειτουργός προκειμένου να εκτελέσει τα καθήκοντά του σε στενά χρονικά όρια καλείται να θυσιάσει την ποιότητα των αποφάσεων που εκδίδει. Στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει σήμερα στον δικαστικό λειτουργό της πολιτικής – ποινικής δικαιοσύνης είναι ότι ευρίσκεται σε ένα δίλημμα, που δεν θα έπρεπε ποτέ του να βρεθεί και συγκεκριμένα καλείται να επιλέξει είτε να εκδώσει ταχέως αποφάσεις θυσιάζοντας την ποιότητα αυτών, είτε να καθυστερήσει την έκδοσή τους, προκειμένου να διασώσει την ποιότητά τους. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, η δικαιοσύνη είναι η χαμένη και η δικαιοσύνη είναι αυτή που δεν απονέμεται σωστά, καθώς ορθή απονομή της δικαιοσύνης είναι η δικαιοσύνη που απονέμεται σε εύλογο χρόνο και έχει ποιότητα.
Είναι, λοιπόν, πασιφανές ότι μοναδική λύση είναι ο κλάδος αυτός να χωριστεί σε τρείς ξεχωριστούς κλάδους, τον κλάδο της πολιτικής δικαιοσύνης, τον κλάδο της ποινικής δικαιοσύνης και τον κλάδο του ανακριτικού σώματος. Σε έκαστο κλάδο θα πρέπει να υπηρετούν ξεχωριστοί δικαστικοί λειτουργοί. Με αυτόν τον τρόπο, θα επιτευχθεί η πλήρης εξειδίκευση των δικαστών και επομένως η αρτιότερη ενάσκηση του λειτουργήματός τους. Ταυτόχρονα, θα επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό και με γρήγορα και εμφανή αποτελέσματα η πολυπόθητη επιτάχυνση της δικαιοσύνης, μιας και θα έχει παύσει η πολλαπλή άσκηση καθηκόντων από τους δικαστικούς λειτουργούς, με αποτέλεσμα ο όγκος εργασίας τους να μειωθεί σε φυσιολογικά επίπεδα.
Και αυτό αποτελεί το πρώτο βήμα προς την αναδιάρθρωση του δικαστικού συστήματος προς την κατεύθυνση της επιτάχυνσης και της αναβάθμισης της ποιότητας της απονομής της δικαιοσύνης, βήμα όμως που θα αποτελέσει τη βάση για τον εκσυγχρονισμό της δικαιοσύνης και βήμα χωρίς το οποίο δεν μπορεί να οικοδομηθεί ένα νέο αποτελεσματικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης.
Το δεύτερο βήμα προς την επιτάχυνση και την αναβάθμιση της ποιότητας της απονομής της δικαιοσύνης είναι η αλλαγή του δικαστικού χάρτη, σχετικά με τα ποινικά και τα πολιτικά δικαστήρια. Σχετικά με την ποινική δικαιοσύνη, ο περιορισμός των πολυμελών συνθέσεων και η εκδίκαση του συνόλου των αδικημάτων – πλημμελημάτων και κακουργημάτων- από τα ποινικά πρωτοδικεία, με τα ποινικά εφετεία να περιορίζονται πλέον μόνο σε εκδίκαση εφέσεων, σε συνδυασμό με την απλούστευση της ποινικής προδικασίας με την κατάργηση περιττών και χρονοβόρων σταδίων, όπως αυτό του δικαστικού συμβουλίου και της έκδοσης βουλεύματος, η ποινική δικαιοσύνη θα μπορεί να απονεμηθεί ταχύτερα και πιο αποτελεσματικά. Σχετικά, δε, με την πολιτική δικαιοσύνη, η οποία αντιμετωπίζει και το σημαντικότερο πρόβλημα, αυτή θα πρέπει να αναδομηθεί με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε να επιτευχθεί στην πράξη η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και στον κλάδο αυτό. Κατά την άποψή μας, η μοναδική λύση, η οποία θα απαλλάξει τη πολιτική δικαιοσύνη από τα χρόνια προβλήματά της είναι η αναβάθμιση του θεσμού του Ειρηνοδικείου από ένα δικαστήριο αποκλειστικά πρώτου βαθμού σε ένα σύγχρονο δικαστήριο πρώτου βαθμού, ισάξιο του Πρωτοδικείου, με ξεχωριστό αντικείμενο και ύλη και ξεχωριστή δομή σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Συγκεκριμένα, η πρότασή μας είναι η εγκαθίδρυση ενός νέου δικαστικού σχηματισμού, που θα ονομάζεται «Περιφερειακό Πρωτοδικείο» (πρώην Ειρηνοδικείο) και το οποίο θα αποτελεί διακριτό δικαστικό σχηματισμό από το Κεντρικό Πρωτοδικείο (πρώην Πρωτοδικείο). Τα δύο αυτά δικαστήρια θα έχουν διακριτή ύλη και ο πολίτης θα γνωρίζει εξαρχής σε ποιο Δικαστήριο θα πρέπει να απευθύνει τη διαφορά του. Η εξειδίκευση, δε, των δικαστικών λειτουργών που θα υπηρετούν στον εκάστοτε δικαστικό σχηματισμό θα αναβαθμίσει ουσιαστικά και στην πράξη της ποιότητα των δικαστικών αποφάσεων, που εκδίδονται και της δικαιοσύνης εν γένει. Η άσκηση, δε, εφέσεων θα εκδικάζονται από τα αντίστοιχα Εφετεία (Περιφερειακά και Κεντρικά, ανάλογα από το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη δικαστική απόφαση). Όλα αυτά, όμως, σχετικά με τους δύο αυτούς κλάδους, δεν θα μπορέσουν να λειτουργήσουν, εάν δεν επιτευχθεί ο πρώτος στόχος – βάση της τριχοτόμησης του κλάδου της πολιτικής – ποινικής δικαιοσύνης, όπως αναλύθηκε ανωτέρω.
Το τρίτο βήμα, ειδικά για την επιτάχυνση της πολιτικής δικαιοσύνης, είναι η αλλαγή της διαδικασίας – πορείας των υποθέσεων στα πολιτικά δικαστήρια, μέσω της κατάργησης του πλαισίου του Ν. 4335/2015 και του Ν. 4842/2021 με την επαναφορά της προφορικότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο και ορισμού συζητήσεως της υπόθεσης από το χρονικό σημείο της κατάθεσης της αγωγής / αίτησης, καθότι το πλαίσιο αυτό όχι μόνο απέτυχε να επιταχύνει την απονομή της δικαιοσύνης στα πολιτικά δικαστήρια, αλλά δημιούργησε ακόμα μεγαλύτερες καθυστερήσεις. Προτείνεται, δε, η εισαγωγή και νέων σταδίων εξέτασης της υπόθεσης προ της συζητήσεώς της στο ακροατήριο, όπως αυτό του τυπικού ελέγχου του παραδεκτού της αγωγής / αίτησης και εκείνο της δικαστικής διαμεσολάβησης, στάδια που θα αποτελέσουν σημαντικά φίλτρα των υποθέσεων που θα φτάσουν τελικώς στο ακροατήριο.
Τέλος, μέσω του σχεδίου, που έχουμε εκπονήσει για την αναδιάρθρωση της δικαιοσύνης, έχουμε προτείνει και μία σειρά από επιμέρους αλλαγές, όπως: εκλογή Προέδρου ΑΠ κατόπιν εκλογών από το Δικαστικό Σώμα, επιθεώρηση Δικαστών με συντελεστές βαρύτητας και διαφοροποίηση των ανώτατων χρονικών ορίων έκδοσης δικαστικής απόφασης, προσθέτοντας παράλληλα και κριτήρια όπως το ογκώδες της δικογραφίας, αλλαγή του τρόπου χρέωσης των υποθέσεων και έλεγχος της ισοκατανομής των υποθέσεων ανά δικαστικό σχηματισμό, εισαγωγή του θεσμού του «βοηθού δικαστή» και στην πολιτική δικαιοσύνη, εισαγωγή νέων κατευθύνσεων στην Εθνική Σχολή Δικαστών, όπως των βοηθών δικαστών και του Ανακριτικού Σώματος, αλλαγή του κατώτατου ορίου ηλικίας εισαγωγής στην ΕΣΔΙ από 28 σε 30 και με ανώτατο όριο σε 50 έτη και της άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος από 2 έτη σε 4 έτη πραγματικής άσκησης με προσκόμιση γραμματίων παράστασης σε δικαστήρια, μισθολογική εξίσωση όλων των δικαστών μεταξύ τους, μισθολογική εξίσωση δικαστών με εκπροσώπους νομοθετικής εξουσίας, μισθολογική εξίσωση δικαστών με ευρωπαίους δικαστές, κάλυψη εξόδων των δικαστικών λειτουργών, όπως αυτά αναλύονται λεπτομερώς στο σχέδιο μας, επαναφορά του τηβέννου ως ενδυμασία των λειτουργών και των συλλείτουργων της δικαιοσύνης, κατάργηση μη δικαιοδοτικών καθηκόντων και μεταφορά τους σε δικηγόρους και συμβολαιογράφους, κατάργηση περιφερειακών δικαστικών σχηματισμών σε μέρη διάφορα της πρωτοδειακής έδρας, αλλά όχι μαζικά, με κριτήριο πρόσβασης του πολίτη στο φυσικό του δικαστή, διενέργεια των κατ’ οίκον ερευνών από το σύνολο των δικαστικών λειτουργών και επίβλεψη της ισοκατανομής αυτών από ένα Ειδικό Συμβούλιο Εφετών και με ένα σύστημα ελέγχου, που αναλύουμε αναλυτικά στο σχέδιο μας.
Η Δικαιοσύνη είναι η βάση του κρατικού εποικοδομήματος και ο κρίκος που εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή. Σε αυτήν προσφεύγουμε, όταν νιώθουμε αδικημένοι. Σε αυτήν προσφεύγουμε, όταν επιζητούμε την προστασία του νόμου. Η ορθή και αποτελεσματική λειτουργία της, μέσω της ταχύτητας και της ποιότητάς της, είναι προϋποθέσεις για την ορθή λειτουργία ενός σύγχρονου κράτους δικαίου. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, η πορεία προς την αναδιάρθρωση της δικαιοσύνης πρέπει να περάσει μέσα από ριζικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της και όχι μέσα από απλά «πυροτεχνήματα» και επιφανειακά «μπαλώματα».
* H Αφροδίτη Σακελλαροπούλου και ο Πάνος Βασταρούχας είναι Μέλη της Ένωσης Δικαστών & Εισαγγελέων
Σχόλια