Αγωγή ακύρωσης αποδοχής κληρονομιάς λόγω ουσιώδους πλάνης - Παθητική νομιμοποίηση - Απλή ομοδικία (ΑΠ)
ΑΠ 33/2023 (Γ' πολ.): Η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν με τον τρόπο αυτό η συναγόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του, από ουσιώδη πλάνη.
Η αγωγή προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας και η αντίστοιχη ένσταση στρέφεται, σύμφωνα με τη διασταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 155 ΑΚ και κατά του αμέσως έλκοντος έννομο κληρονομικό συμφέρον από την έκπτωση αυτού που ακυρωσίμως - δηλαδή συνεπεία πλάνης - αποδέχθηκε και που στη συνέχεια θα αποποιηθεί, δηλαδή κατ' εκείνου, στον οποίο θα επαχθεί η κληρονομία μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση του ενάγοντος στην περί ακυρώσεως δίκη, καθώς επίσης και κατά του δανειστή της κληρονομίας. Οι δε εναγόμενοι αυτής της αγωγής, συνδέονται μεταξύ τους με δεσμό απλής ομοδικίας λόγω της φύσης της διαφοράς δεδομένου ότι η αποδοχή της αγωγής ως προς τον ένα εναγόμενο δεν επηρεάζει ούτε δεσμεύει τους άλλους."Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74-78 του Κ.Πολ.Δ., ομοδικία υπάρχει όταν σε μία δίκη πλείονα πρόσωπα μετέχουν στον ίδιο ρόλο διαδίκου, είτε ως ενάγοντες (ενεργητική ομοδικία) είτε ως εναγόμενοι (παθητική ομοδικία). Οι διάδικοι της ίδιας πλευράς ονομάζονται ομόδικοι. Ο νόμος διακρίνει την ομοδικία σε απλή (άρθρα 74 και 75 Κ.Πολ.Δ.) και αναγκαστική (άρθρα 76 και 77 Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 74, 75 παρ.1 και 2 προκύπτει ότι περίπτωση απλής ομοδικίας (υποκειμενικής σώρευσης αγωγών) υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότεροι του ενός και ενώνονται σε κοινή διαδικασία πλείονες έννομες σχέσεις δίκης, οι οποίες συνδέουν διάφορα υποκείμενα, χωρίς να επηρεάζεται η ανεξάρτητη δικονομική θέση καθενός από αυτούς έναντι των λοιπών, η δε εκδιδόμενη απόφαση, που είναι οριστική ως προς ορισμένους ομοδίκους, περατώνει τη δίκη ως προς αυτούς, καθίσταται δε οριστική αυτοτελώς και συνεπώς είναι κατά το μέρος αυτό προσβλητή με έφεση και πριν εκδοθεί απόφαση οριστική για τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ 244/2019). Επίσης, κατά τα άρθρα 1847 παρ. 1 εδ. α' και 1850 εδ. β' ΑΚ ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Κατά το άρθρο δε 1857 εδ. β περ. α', γ' και δ' του ίδιου Κώδικα, η αποδοχή της κληρονομίας που οφείλεται σε πλάνη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες, η δε πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας δεν θεωρείται ουσιώδης, ενώ οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή που συνεπάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση, ενώ κατά το άρθρο 1901 εδ. α' ΑΚ ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομίας.
Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 140 και 141 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωση του δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν με τον τρόπο αυτό η συναγόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του, από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της κατάστασης που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βούλησης και δήλωσης διάσταση, η οποία, όταν είναι ουσιώδης, θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δήλωσης λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερομένων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας. Υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομίας κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και β) σε άγνοια μόνο της ύπαρξης της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (Ολ ΑΠ 3/1989, ΑΠ 827/2017, ΑΠ 951/2013). Η αγωγή προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας και η αντίστοιχη ένσταση στρέφεται, σύμφωνα με τη διασταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 155 ΑΚ και κατά του αμέσως έλκοντος έννομο κληρονομικό συμφέρον από την έκπτωση αυτού που ακυρωσίμως - δηλαδή συνεπεία πλάνης - αποδέχθηκε και που στη συνέχεια θα αποποιηθεί, δηλαδή κατ' εκείνου, στον οποίο θα επαχθεί η κληρονομία μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση του ενάγοντος στην περί ακυρώσεως δίκη, καθώς επίσης και κατά του δανειστή της κληρονομίας (ΑΠ 22/2022, ΑΠ189/2017, ΑΠ 572/2016). Οι δε εναγόμενοι αυτής της αγωγής, συνδέονται μεταξύ τους με δεσμό απλής ομοδικίας λόγω της φύσης της διαφοράς (ΑΠ 827/2017), δεδομένου ότι η αποδοχή της αγωγής ως προς τον ένα εναγόμενο δεν επηρεάζει ούτε δεσμεύει τους άλλους….
Από την παραδεκτή
επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αναφέρεται παραπάνω, προκύπτει ότι
το Εφετείο απέρριψε την έφεση του εναγομένου- εκκαλούντος και ήδη
αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής
νομιμοποίησης, ως προς την εναγομένη -εφεσίβλητη Α. Α., διότι η έφεση δεν
απευθύνθηκε ατομικώς κατ'αυτής ως ενηλικιωθείσας κατά την άσκηση της (εφέσεως)
αλλά κατά των μη νομιμοποιούμενων γονέων της. Περαιτέρω, με την αιτιολογία ότι
τόσο η τελευταία εναγομένη-εφεσίβλητη Α. Α. όσο και η ανήλικη εναγομένη
εφεσίβλητη Ε. Α., εκπροσωπούμενη από τους ασκούντες την γονική μέριμνα γονείς
της, αλλά και ο ενάγων Μ. Π., πρώτος των εφεσιβλήτων, συνδέονται με αναγκαστική
ομοδικία, απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη ως προς άπαντες τους εφεσιβλήτους
αυτούς. Από την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, ιδρύεται
λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα,
έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες
δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ
2001/2009), ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται δια του λόγου
από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 1518/2008, ΑΠ 558/2008). Δια του ανωτέρω,
από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αναιρετικού λόγου ελέγχονται, πλην άλλων, το
παραδεκτό της ασκήσεως των ενδίκων μέσων (ΑΠ 371/2008), των προσθέτων λόγων
εφέσεως, της αντεφέσεως, των ανακοπών (άρθρα 583 επ. 632, 933 ΚΠολΔ) και των
προσθέτων λόγων αυτών, το παραδεκτό της προβολής των ισχυρισμών (ΑΠ 2081/2018),
καθώς και η παραβίαση των κανόνων περί αναγκαστικής ομοδικίας (Α.Π 1307/2011).
Στη προκειμένη περίπτωση με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης το πρώτο εναγομένο
εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο αποδίδει κατ'εκτίμηση του λόγου
αυτού στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια αληθώς από το άρθρο 559 αριθμ.
14 Κ.Πολ.Δ (και όχι 559 αριθμ. 1Κ.Πολ.Δ), ότι το Εφετείο παρά το νόμο κήρυξε
απαράδεκτο και ειδικότερα απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση του τρίτου των
εναγομένων και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά του πρώτου των
εφεσιβλήτων-ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου (Μ. Π.) με την αιτιολογία ότι
συντρέχει αναγκαστική ομοδικία μεταξύ αυτού ενάγοντος (πρώτου των εφεσιβλήτων)
και των εναγομένων εφεσιβλήτων Α. Α. και Ε. Α., ως προς την πρώτη των οποίων
απορρίφθηκε η έφεση ως απαράδεκτη για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης, καθόσον
η έφεση απευθυνόταν στους ασκούντες την γονική μέριμνα της εφεσίβλητης αυτής (A.A.),
ενώ κατά την άσκηση της εφέσεως αυτή είχε ήδη ενηλικιωθεί, ενώ δεν συνδεόταν με
αναγκαστική ομοδικία ο ενάγων και πρώτος των εφεσιβλήτων και ήδη πρώτος των
αναιρεσιβλήτων με τις εναγόμενες- εφεσίβλητες. Πράγματι δε καμία περίπτωση
αναγκαστικής ομοδικίας δεν συνδέει τους εφεσιβλήτους και ήδη αναιρεσίβλητους
(ενάγοντα και εναγομένους στην ως άνω αγωγή), ούτε στην έφεση, καθόσον η
απεύθυνση της εφέσεως εκ μέρους του ηττηθέντος εναγομένου εκκαλούντος Ελληνικού
Δημοσίου και ήδη αναιρεσείοντος εναντίον του ενάγοντος Μ. Π. και εναντίον των
ομοδίκων του εναγομένων δεν προσδίδει σ'αυτούς ως εφεσίβλητους και ως
αναιρεσίβλητους την ιδιότητα των αναγκαίων ομοδίκων, δεδομένου ότι δεν
συντρέχει καμία των προβλεπομένων περιπτώσεων στην διάταξη του άρθρου 76 του
Κ.Πολ.Δ., όσον αφορά την ένδικη διαφορά, σύμφωνα με όσα στη νομική σκέψη
αναφέρονται.
Συνεπώς το Εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ.
14 Κ.Πολ.Δ. με το να απορρίψει ως απαράδεκτη την έφεση του
εκκαλούντος-εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου για έλλειψη
παθητικής νομιμοποιήσεώς του. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτός ο
μοναδικός λόγος έφεσης της από 24-3-2019 αίτησης του Ελληνικού Δημοσίου, ως
προς τον πρώτο των αναιρεσιβλήτων, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να
παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο
από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση
(άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ)". (πηγή areiospagos.gr)
Σχόλια