Αξίωση επιστροφής ποσών που καταβλήθηκαν από δανειολήπτη σε τράπεζα βάσει καταχρηστικής ρήτρας: Χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής της αξίωσης (ΔΕΕ)
ΔΕΕ C‑561/21 GP, BG κατά Banco Santander SA/ Απόφαση 25.4.2024: Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Σύμβαση ενυπόθηκου δανείου – Ρήτρα βάσει της οποίας ο καταναλωτής βαρύνεται με τα έξοδα της σύμβασης
– Τελεσίδικη δικαστική απόφαση η οποία διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής και την ακυρώνει – Αξίωση επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει της καταχρηστικής ρήτρας – Χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής της αξίωσης επιστροφής.Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των GP και BG, δύο καταναλωτών, και της Banco Santander SA, πιστωτικού ιδρύματος, με αντικείμενο αγωγή για την επιστροφή ποσών καταβληθέντων βάσει συμβατικής ρήτρας ο καταχρηστικός χαρακτήρας της οποίας διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
1. Συνάδει με την αρχή της ασφάλειας δικαίου ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της [οδηγίας 93/13] κατά την οποία ο χρόνος παραγραφής της αξιώσεως για την επιστροφή ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει καταχρηστικής ρήτρας δεν αρχίζει να τρέχει πριν αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ρήτρας με τελεσίδικη απόφαση;
2. Σε περίπτωση που μια τέτοια ερμηνεία δεν συνάδει με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, αντίκειται [στο άρθρο 6, παράγραφος 1, και στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13] ερμηνεία κατά την οποία ως αφετηρία του χρόνου παραγραφής [της αξιώσεως για την επιστροφή ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει καταχρηστικής ρήτρας] θεωρείται η ημερομηνία εκδόσεως των αποφάσεων του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) με τις οποίες παγιώθηκε η νομολογία σχετικά με συνιστάμενα στην επιστροφή αποτελέσματα [που απορρέουν από την ακύρωση μιας τέτοιας ρήτρας] (αποφάσεις της 23ης Ιανουαρίου 2019);
3. Σε περίπτωση που η ερμηνεία αυτή [στο άρθρο 6, παράγραφος 1, και στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13] αντιβαίνει στα εν λόγω άρθρα και η ερμηνεία κατά την οποία ως αφετηρία της παραγραφής [της αξιώσεως για την επιστροφή ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει καταχρηστικής ρήτρας] θεωρείται η ημερομηνία εκδόσεως των αποφάσεων του [Δικαστηρίου] με τις οποίες κρίθηκε ότι η αξίωση επιστροφής μπορεί να υπόκειται σε παραγραφή (κυρίως [απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Raiffeisen Bank SA και BRD Groupe Société Générale (C‑698/18 και C‑699/18, EU:C:2020:537)] ή [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Caixabank SA και Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (C‑224/19 και C‑259/19), EU:C:2020:578)], που επιβεβαιώνει την προηγούμενη απόφαση);»
Στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, καθώς και η αρχή της ασφάλειας δικαίου, έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν η παραγραφή αξίωσης για την επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή, δυνάμει συμβατικής ρήτρας της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση εκδοθείσα μετά την καταβολή των εξόδων αυτών, να αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη, υπό την επιφύλαξη της ευχέρειας του επαγγελματία να αποδείξει ότι ο καταναλωτής γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει την καταχρηστικότητα της εν λόγω ρήτρας πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής.
Στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν η παραγραφή αξίωσης για την επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή, δυνάμει ρήτρας σύμβασης συναφθείσας με επαγγελματία της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση εκδοθείσα μετά την καταβολή των εξόδων αυτών, να αρχίζει από την προγενέστερη ημερομηνία κατά την οποία το ανώτατο εθνικό δικαστήριο εξέδωσε, σε διαφορετικές υποθέσεις, αποφάσεις με τις οποίες κηρύχθηκαν καταχρηστικές τυποποιημένες ρήτρες αντίστοιχες με την εν λόγω ρήτρα της σύμβασης αυτής.
Στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν η παραγραφή αξίωσης για την επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή, δυνάμει ρήτρας σύμβασης συναφθείσας με επαγγελματία της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, να αρχίζει από την ημερομηνία έκδοσης ορισμένων αποφάσεων του Δικαστηρίου με τις οποίες επιβεβαιώθηκε, κατ’ αρχήν, η συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης προθεσμιών παραγραφής των αξιώσεων προς επιστροφή υπό την προϋπόθεση ότι οι προθεσμίες αυτές συνάδουν με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.
Σχόλια