του Γιώργου Καζολέα, δικηγόρου
Η ανακοίνωση της ετυμηγορίας του πρωτόδικου δικαστηρίου στην υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι, τον Ιούλιο του 2018 που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 104 ανθρώπων, άφησε στην κοινωνία την αίσθηση της μη ορθής απονομής δικαιοσύνης.Δεν είναι η πρώτη φορά που σε παρόμοια υπόθεση αιωρείται έντονο το αίσθημα της αδικίας, ούτε και το λεγόμενο περί δικαίου αίσθημα της κοινωνίας ως εξωνομικός παράγοντας θα πρέπει καταχρηστικά να χρησιμοποιείται για να δικαιολογούνται άδικες ετυμηγορίες.
Βλέπουμε για παράδειγμα πολλές αναλογίες στο δικαστικό χειρισμό των δύο πολύνεκρων γεγονότων, στο Μάτι και στα Τέμπη. Πέρασαν 6 χρόνια για την πρωτόδικη απόφαση όσον αφορά στην πυρκαγιά ενώ για το σιδηροδρομικό δυστύχημα που συνέβη τον Φεβρουάριο του 2023, προβλέπεται ακόμα πολύ μέλλον.
Οι αργοί ρυθμοί, η
γραφειοκρατία και η δυσκινησία , χαρακτηριστικά που υπάρχουν έτσι κι αλλιώς
στο θεσμό, σε υποθέσεις που η κρατική ευθύνη «φωνάζει», εμφανίζονται με
μεγαλύτερη ένταση. Οι λόγοι είναι προφανείς, η ευθύνη δεν βαρύνει μόνο τους απλούς
υπαλλήλους του κράτους αλλά μετακυλίεται στους προϊσταμένους τους, και εν
συνεχεία στους προϊσταμένους αυτών φτάνοντας στους πολιτικούς προϊσταμένους σαν
μια πυραμίδα ευθύνης.
Ουσιαστικά λοιπόν το σύστημα λειτουργεί με σκοπό αυτοσυντήρησης και προστατεύει τον ίδιο του τον εαυτό. Η καθυστέρηση της διαδικασίας πολλαπλασιάζεται για να αξιοποιηθούν βοηθητικά εργαλεία, νομικά και εξωνομικά, όπως η παραγραφή, οι αλλαγές στη ποινική νομοθεσία, οι ευμενέστερες διατάξεις, η χρονική απόσταση από το συμβάν που ξεθωριάζει την κοινωνική δυσαρέσκεια, ο αποπροσανατολισμός με υπερτονισμό άλλων θεμάτων κλπ.
Όλος αυτός ο μηχανισμός παραγνωρίζει και αδιαφορεί για τον προσωπικό πόνο των ανθρώπων, οι οποίοι έχουν εναποθέσει ως τελευταίο αποκούμπι το θεσμό της δικαιοσύνης για μια ελάχιστη δικαίωση για την βίαιη απώλεια των συγγενών τους. Ο ίδιος ο θεσμός όμως αυτοπαγιδεύεται σε τροχιά αυτοαπαξίωσης.
Πρωτόγνωρο το γεγονός ότι ο ποινικός κώδικας έχει τροποποιηθεί τόσες πολλές φορές σε μόλις δέκα χρόνια. Ουσιαστικά ένα από τα βασικότερα νομοθετήματα έχει εργαλειοποιηθεί από τις κυβερνήσεις για σκοπούς αυτοπροστασίας από ανεπιθύμητα ενδεχόμενα. Έτσι όμως τραυματίζεται το κύρος, όχι μόνο του νομοθέτη, αλλά και του εφαρμοστή του δικαίου, του δικαστή, ο οποίος αφήνεται μόνος από την νομοθετική και εκτελεστική εξουσία να επωμισθεί το βάρος της κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Η δικαστική διαχείριση των μεγάλων σύγχρονων τραγωδιών επιβεβαιώνει την προβληματικότητα λειτουργίας του θεσμού και επιβάλλει τον προβληματισμό που χρειάζεται για να αλλάξει πορεία. Η προσωπική επιμονή των συγγενών των θυμάτων για αναζήτηση δικαιοσύνης αποτελεί απόδειξη του κενού που υπάρχει. Θα έπρεπε η δικαιοσύνη να μην αφήνει καμία αμφιβολία αμφισβήτησης της τόσο ως προς την ποιότητα όσο και ως προς την ταχύτητα απονομής της και βεβαίως να μη λειτουργεί ως δεύτερος Γολγοθάς για τους ανθρώπους που έχασαν τους δικούς τους.
Σχόλια