Δικαστικός χάρτης και ενοποίηση πρωτοβάθμιων αστικών δικαστηρίων : Περισσότερα προβλήματα γεννώνται!
του Ιωάννη Ελ. Κυμιωνή, Δικηγόρου*
Ι. Η «ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και η χωροταξική αναδιάρθρωση των πολιτικών και ποινικών Δικαστηρίων» ήδη αποτελεί την πολυδιαφημισμένη και άρτι συντελεσθείσα νομοθετική πρωτοβουλίατης Κυβερνητικής πλειοψηφίας. Ωστόσο τα προβλήματα, που η πρωτοβουλία αυτή δημιουργεί, είναι περισσότερα από όσα προοριζόταν να επιλύσει. Ας τά δούμε λοιπόν.
ΙΙ. Α. Η απονομή της Δικαιοσύνης ως κύρια έκφανση της δικαιοδοτικής λειτουργίας και θεσμική απόρροια της οργανωτικής βάσης του Πολιτεύματος περί της διάκρισης των λειτουργιών αποτελεί ζωτικής σημασίας τομέα δράσης της Πολιτείας και του Κράτους και κύρια συνιστώσα της εν γένει κοινωνικής και οικονομικής δραστηριοποίησης των πολιτών. Ωστόσο άλλο σημείο είναι το οργανωτικό τμήμα [ποίος απονέμει Δικαιοσύνη, κρατικός λειτουργός (Δικαστήρια), ιδιώτες (Ενορκοι), ιδιωτικός Λειτουργός (Διαιτησία), θρησκευτικός λειτουργός (Μουφτής μουσουλμάνων)], άλλο το ποίοι είναι οι φορείς του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και φυσικού δικαστή (φυσικά και νομικά πρόσωπα), άλλο το καθαρώς οργανωτικό κομμάτι περί ανάπτυξης του δικαστικού συστήματος με κανόνες (πχ Κώδικες ανά δικαιοδοσία), με υποδομές ανθρώπινου δυναμικού (Οργανισμός Δικαστηρίων, Οργανισμός Δικαστικών Υπαλλήλων), θεσμικό πλαίσιο (Κατάσταση Δικαστών), με τεχνικές υποδομές (κτιριακό) και το νεοφυές πλαίσιο εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (πχ ποινική διαμεσολάβηση, αστική διαμεσολάβηση, διοικητικός συμβιβασμός).Συνεπώς η οποιαδήποτε προσπάθεια αναμόρφωσης κάθε θεσμού πρέπει να γίνεται με ολοκληρωμένο σχεδιασμό και μελετημένο τρόπο, ώστε να μην δημιουργούνται νεοπαγή προβλήματα, όπως η αβασάνιστη ένταξη των καταργούμενων Ειρηνοδικών στην ισχύουσα επετηρίδα των Αστικών και Ποινικών Δικαστών,ούτε να βρίσκεται η Πολιτεία εκ νέου στην ανάγκη αναμόρφωσης ενός τελικά διαρκώς ρευστού τοπίου, όπως συμβαίνει δυστυχώς σήμερα λόγω έλλειψης προγραμματικής σκέψης σε πολλούς τομείς πολιτικής στην Πατρίδα μας.B. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Εκθεση και τις λοιπές Εκθέσεις, ιδίως δε με την κατά κόρον αναφερθείσα Εκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας από 2023, που σε πολλά σημεία έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις ιεραρχήσεις της Κοινοτικής Δικαιοταξίας των Εκθέσεων των τελευταίων ετών της Επιτροπής ΕΕ για την Χώρα μας, με τον νέο Νόμο σκοπός είναι να επιτευχθεί εξοικονόμηση πόρων περί τα 3,3 δις ευρώ ετησίως τουλάχιστον, ενώ θα επιταχυνθεί ο χρόνος απονομής της Δικαιοσύνης, ενόσω υποτίθεται ότι θα βελτιωθεί και η ποιότητα απονομής της. Οι συζητούμενες ρυθμίσεις όμως δεν πείθουν περί αυτού, αλλά περί του αντιθέτου. Αυτό - και πάντοτε υπό τον διατηρούμενο κίνδυνο αποπομπής της Χώρας μας από το Συμβούλιο της Ευρώπης βάσει της περίφημης Αποφάσης ΕΔΔΑ Αθανασίου / Ελληνική Δημοκρατία (2009) –έχει επισημανθεί και κατά την συζήτηση του πρόσφατου Νόμου περί μεταφοράς δικαστηριακής ύλης προς τους Δικηγόρους και του πρόσφατου Νόμου για την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα εκεί, όπου οι τελικώς ψηφισθείσες ρυθμίσεις δεν είχαν άλλο επιδιωκόμενο προσανατολισμό πέραν από την ταμειακή/εισπρακτική διάσταση. Οι απηρχαιωμένοι Εσωτερικοί Κανονισμοί και Οργανισμοί των Δικαστηρίων της Χώρας και ο οδηγών στα σημερινά αδιέξοδα Οργανισμός Δικαστηρίων έχουν αποσιωπηθεί ως εμπόδια από την Κυβερνητική πρωτοβουλία.
Μολονότι στον εν λόγω Νόμο διακηρύσσεται η βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας της απονομής δικαιοσύνης, η ορθολογικότερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, η αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και η απαλλαγή των διευθυνόντων τα δικαστήρια από διαχειριστικά καθήκοντα, στην πράξη έχει επιλεγεί η «ενοποίηση» των Ειρηνοδικείων και των Πρωτοδικείων αντί του ορθού «κατάργηση» ή έστω «συγχώνευση»των Ειρηνοδικείων ως κύρια – ίσως και μόνη... - λύση. Η προχειρότητα και το ατελέσφορο των επιλογών αυτών αποκαλύπτεται από τις εμφανώς αντιφατικές ειδικότερες διατάξεις του αυτού Νόμου, πχ ο ορισμός «κεντρικών εδρών» των Νέων Πρωτοδικείων στις πρωτεύουσες των Νομών, αλλά με πολλές εξαιρέσεις, για να διατηρηθούν οι «παράλληλες έδρες» με ειδική ύλη, αλλά δυνάμει του θεσπιζόμενου υπερ-συγκεντρωτικού συστήματος μεταφέρονται όλες τις οργανικές θέσεις Εισαγγελέων, Δικαστών και Υπαλλήλων του Νομού στην κεντρική έδρα εγκαταλείποντας έτσι άμεσα την έννοια της αποσυμφόρησης.
Γ. Δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι η Ειδική Επετηρίδα του άρθρου 3. Με το άρθρο 88 Συντάγματος επιτρέπεται μεν η ενοποίηση της πρωτοβάθμιας δικαιοσύνης, αλλά με την προϋπόθεση προηγούμενης αξιολόγησης. Κατά τον Νόμο δεν προβλέπεται καμμιά (!) αξιολόγηση, ενώ η υποχρεωτική εκπαίδευση των ειρηνοδικών στο ποινικό δίκαιο είναι και αυτή αόριστη και χωρίς σαφή χρονικά όρια ή προϋποθέσεις. Κυρίως όμως με τον τρόπο αντιστοίχισης των προσόντων με τους πολλούς περιορισμούς του άρθρου 8 θα αδικηθούν και Ειρηνοδίκες και Πρωτοδίκες κατά περίπτωση και περισσότερο η ίδια η Δικαιοσύνη, που θα αντιμετωπίσει νέα συμφόρηση λόγω της εκπαίδευσής τους.Τελικά η επιλογή της ίδρυσης Ειδικής, εμβόλιμης, Επετηρίδας δεν είναι η ορθή επιλογή, η Ενοποιημένη Επετηρίδα θα δώσει την λύση. Ωστόσο τα προβλήματα κατά την ανέλιξη των Δικαστικών Λειτουργών θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν με την επαναφορά σε ισχύ του Ν. 2797/09.07.1922 για ένα μεταβατικό στάδιο και ιδίως με την επαναφορά σε ισχύ των βαθμών του Αντιπροέδρου Πρωτοδικών και του Αντιπροέδρου Εφετών στα πρότυπα των Αντιπροέδρων ΑΠ, ΣτΕ, ΕλΣυν και την σύνδεση της υπηρεσιακής εξέλιξης των τέως Ειρηνοδικών έως των βαθμών του Αντιπροέδρου Πρωτοδικών και Εφετών αντίστοιχα με τους βαθμούς Ειρηνοδικών Α’-Δ’ Τάξεων,δηλαδή οι Ειρηνοδίκες σημερινής Δ' και Γ' Τάξεως να εξελιχθούν ως Αντιπρόεδροι Εφετών, οι σημερινοί Β' και Α' Τάξεως [ολίγον προ της συνταξιοδότησης...] σε Αντιπροέδρους Πρωτοδικών: τόσο απλά.
Δ. Περαιτέρω κυρίαρχο παραμένει το πρόβλημα της έλλειψης κτιρίων. Αν λχ συγκεντρωθούν όλοι οι δικαστές, εισαγγελείς και υπάλληλοι στα κεντρικά κτίρια των νομών (όπως και θα συμβεί σε αρκετές περιπτώσεις), είναι δυνατό να μην δημιουργήσει αυτό νέα εμπλοκή και συμφόρηση των διοικητικών υπηρεσιών στα δικαστήρια; Και αν προσφύγουν αρκετοί από αυτούς στα εγχώρια και ευρωπαϊκά δικαστήρια για την επετηρίδα, δεν θα ενταθεί ακόμη περισσότερο το πρόβλημα;
Ε. Με την πολυπλοκότητα και τις αοριστίες του Νόμου, που μεταφέρει άκριτα πλήθος υποθέσεων σε κεντρικά δικαστήρια, θα προκληθούν νέα προβλήματα. Οι πιθανότητες παραγραφής για αρκετές από αυτές είναι πολύ μεγάλες, αφού πρέπει να επαναπροσδιοριστεί ημερομηνία και τόπος εκδίκασης, ενόσω η συμφόρηση είναι βέβαιη! Πώς θα δικάζουν οι πρώην ειρηνοδίκες υποθέσεις από ύλη άγνωστη σε αυτούς χωρίς την εκπαίδευση, που επιβάλλει ο Νόμος, και όλα αυτά στο διάστημα μέχρι την 16-9-2024 με Πάσχα, Ευρωεκλογές και Θερινές Δικαστικές Διακοπές στο ενδιάμεσο! Μήπως το συνταγματικό δικαίωμα στη δίκαιη δίκη τίθεται εν αμφιβόλω άνευ προφανούς λόγου;
ΣΤ. Και τα υπόλοιπα ρυθμιζόμενα θέματα (πχ οι ρυθμίσεις, που αφορούν την εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, η κατάργηση της υποχρέωσης ενημέρωσης για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής λύσης του διαδίκου, όταν ο άλλος διάδικος είναι το Δημόσιο ή ΟΤΑ ή άλλος δημόσιος φορέας) οδηγούν στα να επιτείνονται τα ζητήματα, αφού αφού το Α΄ μέρος του Νόμου ισχύει από 16-9-2024 για την Επικράτεια πλην Αττικής, ενώ στην Αττική θα ισχύσει από 1-1-2026. Αυτό δημιουργεί κραυγαλέες ανισότητες μεταξύ των δικαστών, αλλά και νέες δυσχέρειες από την εφαρμογή του νόμου.
Ζ. Σημαντικό ζήτημα περί την υπηρεσιακή και θεσμική κατάσταση του συνόλου των Μελών του Κλάδου των Δικηγόρων είναι η μη πρόβλεψη διάταξης για την ισχύ ή μη των άρ. 87-88 του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων. Κατά τα άρθρα αυτά (α) στην έδρα έκαστου Πρωτοδικείου ιδρύεται και λειτουργεί Δικηγορικός Σύλλογος, ΝΠΔΔ σωματειακού χαρακτήρα (ΣτΕ 2519/2018) με οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια, συνεπώς με την ίδρυση τόσων νέων Πρωτοδικείων συνακόλουθα θα έχουμε και ανακατανομή του χάρτη των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας και ανάγκη ίδρυσης, λειτουργίας και διοίκησης αυτών προ της τυπικής έναρξης λειτουργίας των νέων Πρωτοδικείων, (β) οι Δικηγόροι διορίζονται κατ’άρ. 23 ΚώΔικηγ υποχρεωτικά κατά συνταγματικά θεμιτό περιορισμό της ελευθερίας συνένωσης υπό αρνητική άποψη στην περιφέρεια του οικείου Πρωτοδικείου ή μετατίθενται σε νέο Δικηγορικό Σύλλογο με διαπιστωτική Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης κατ’άρ. 25 ΚώδΔικηγ.Ο εν λόγω Νόμος δεν παίρνει θέση στα ζητήματααυτά.Η μεταβατική διάταξη είναι ελλειπής και δεν καταλαμβάνει τους νέους Δικηγόρους, που θα εγγραφούν πχ τον Ιούνιο 2024 μετά τις πρόσφατες εξετάσεις ασκουμένων, ενόσω σε ισχύ και λειτουργία είναι η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή στο ΥπΔνης με εκπροσώπους από την Ολομέλεια Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας, που επεξεργάζονται την ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ του ισχύοντος ΚώδΔικηγ την ίδια περίοδο με τον Νόμο!
ΙΙΙ. Ηπροχειρότητα όλων αυτών των διατάξεων αποδεικνύει την έλλειψη σοβαρότητας με την οποία αντιμετωπίζει η Κυβέρνηση το θεσμό της Δικαιοσύνης, την μια από τις τρεις κρατικές λειτουργίες. Και με τις διατάξεις αυτές θα επιτευχθούν οι αντίθετοι από τους διακηρυσσόμενους από τον Νόμο σκοπούς και θα προκληθούν νέα προβλήματα στο χώρο της Δικαιοσύνης - ακόμη και πόλωση μεταξύ Κλάδων! - και σίγουρα περισσότερη επιβάρυνση για όλους μας. Τελικά πέραν του καθαρώς ταμειακού στόχου γιατί έγινε ασκήθηκε αυτή η νομοθετική μεταβολή;
* Ο Ιωάννης Ελ. Κυμιωνής, είναι Δικηγόρος ΔΣΑ – ΔΥΠΑ, LL.M., LL.M., ΥΔ Παντείου Πανεπιστημίου, Νομικός Παραστάτης Διαμεσολαβήσεων, Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής Υπουργείου Δικαιοσύνης [ioanniskymionis@yahoo.gr]
Η αρθρογραφία του Ι.Κυμιωνή είναι διαθέσιμη εδώ
Σχόλια