"Καταρχήν το αντικείμενο της δίκης και το αντικείμενο της αποφάσεως ταυτίζονται, μπορεί όμως να υπάρξει διάσταση μεταξύ τους. Απόκλιση προκαλείται όταν το δικαστήριο είτε υπερβαίνει το αντικείμενο της δίκης ως προς το αίτημα ή την ιστορική βάση είτε δεν το εξαντλεί. Υπέρβαση αιτήματος σημαίνει την οριστική διάγνωση επί ενός αυτοτελούς αντικειμένου της δίκης, το οποίο ουδέποτε εισήχθη στη δίκη.Εάν ασκηθεί έφεση κατά της διατάξεως της πρωτόδικης απόφασης, που διέγνωσε αίτημα που δεν υποβλήθηκε, η οποία δεν είναι ανυπόστατη, δεν αναβιώνει η εκκρεμοδικία διότι αυτή ουδέποτε είχε γεννηθεί. Η έφεση στην εν λόγω περίπτωση δεν αφορά σε κάποιο αντικείμενο της δίκης, αφού σχετικό αίτημα δεν υποβλήθηκε πρωτοδίκως. Η άσκηση της έφεσης κατά της διατάξεως που επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε, δεν παρεμποδίζει τον ενάγοντα να προχωρήσει σε άσκηση νέας αγωγής με το ίδιο αίτημα και την ίδια ιστορική βάση. Απόκλιση μεταξύ αντικειμένου δίκης και αντικειμένου αποφάσεως μπορεί να προκύψει και όταν το δικαστήριο αφήνει αδίκαστο εισαχθέν αίτημα ενώ οφείλει να το εξετάσει, οπότε το αντικείμενο της αποφάσεως εμφανίζεται στενότερο από το αντικείμενο της δίκης, με εξαίρεση την περίπτωση της επικουρικής σώρευσης αγωγών. Κατά μια γνώμη, στη περίπτωση που το αίτημα αφέθηκε αδίκαστο, η εκκρεμοδικία δεν καταλύεται με την έκδοση οριστικής απόφασης ως προς το αδίκαστο αντικείμενο της δίκης και επομένως δεν υφίσταται οριστική διάταξη ως προς αυτό, ούτε αντίστοιχο κεφάλαιο της εκκαλουμένης και συνεπώς δυνατότητα προσβολής της με έφεση. Η αδίκαστη αίτηση παραμένει εκκρεμής και ο διάδικος μπορεί να επισπεύσει τη συζήτησή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Συνεπώς δεν υπάρχει οριστική διάταξη ως προς τη δικασθείσα απαίτηση, ούτε δυνατότητα προσβολής της με έφεση. Σύμφωνα με την αντίθετη και μάλλον κρατούσα άποψη, το αίτημα του διαδίκου που έμεινε αδίκαστο, θεωρείται ότι απορρίφθηκε σιωπηρά και συνεπώς καλύπτεται από το δεδικασμένο, η δε εκκρεμοδικία λήγει με την έκδοση της απόφασης. Επομένως επιτρέπεται η προσβολή της με έφεση. Η σιωπηρά απορριφθείσα απόφαση δημιουργεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης, το οποίο για να μεταβιβαστεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο απαιτείται η άσκηση έφεσης. Η ορθότητα της απόψεως αυτής προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 525 παρ.1 ΚΠολΔ, η οποία ρητά καθιστά αντικείμενο της εφέσεως και της δευτεροβάθμιας δίκης την αδίκαστη αίτηση. Μόνο η άσκηση της εφέσεως κατά των υπολοίπων οριστικών διατάξεων της εκκαλουμένης δεν συνεπάγεται μεταβίβαση στο εφετείο και της αιτήσεως που απορρίφθηκε σιωπηρά".
[η απόφαση δημοσιεύεται με επιμέλεια του Βασίλη Γαλανόπουλου, Δικηγόρου Πατρών]
Σχόλια