ΑΠ 149/2023 (ποιν): Απώλεια δικηγορικής ιδιότητας λόγω ποινικής καταδίκης. Διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης ανεξαρτήτως εάν η ποινή είχε ανασταλεί και παρήλθε επιτυχώς το διάστημα της αναστολής.
“Από τις παρατεθείσες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων προκύπτει ότι, σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης δικηγόρου για οποιοδήποτε κακούργημα ή πλημμέλημα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 26 παρ. 1, εκδίδεται υποχρεωτικά διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής του ιδιότητας (βλ. ΑΠ 273/2021, ΣτΕ 350/2020, ΣτΕ 735/2020, 1432/2019, 2480/2018, 1523, 2333/2017). Οι διατάξεις αυτές, με το ανωτέρω περιεχόμενο, δεν παραβιάζουν την επαγγελματική ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος), την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος) ή άλλη συνταγματική διάταξη ή αρχή. Και τούτο, διότι, καταρχάς, όπως συνάγεται από την επίμαχη ρύθμιση, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε συνδυασμό με τις διατάξεις, που διέπουν την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και τη λειτουργία του στα πλαίσια της απονομής της δικαιοσύνης, με τη ρύθμιση αυτή εξυπηρετείται σκοπός δημοσίου συμφέροντος. Ειδικότερα, το δικηγορικό επάγγελμα είναι ελευθέριο επάγγελμα, που έχει παράλληλα και τον χαρακτήρα δημόσιου λειτουργήματος, συνδεόμενου με το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης.Συνεπώς, η ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη, ως προς τους όρους εισόδου, άσκησης και εξόδου από αυτό, πρέπει να υπαγορεύεται από κριτήρια και να καθιερώνει προϋποθέσεις, που ανάγονται στην ηθική συγκρότηση, τις επιστημονικές και τις εν γένει διανοητικές ικανότητες του δικηγόρου, ώστε η λειτουργία της δικαιοσύνης να υπηρετείται από πρόσωπα διαπιστωμένης επιστημονικής ικανότητας και ηθικής υπόστασης. Από την επίμαχη ρύθμιση συνάγεται ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται την άσκηση της δικηγορίας, ως ελευθέριου επαγγέλματος και ταυτόχρονα δημόσιου λειτουργήματος, από πρόσωπα που θεωρεί (κατά την, καταρχήν, ανέλεγκτη δικαστικά κρίση του) ότι, λόγω της αμετάκλητης καταδίκης τους για συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη ηθική υπόσταση και το απαιτούμενο κύρος και δεν μπορούν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στο πρόσωπό τους. Εξάλλου, με τη ρύθμιση αυτή, ο νομοθέτης επιδίωξε και τη διαφύλαξη του κύρους του δικηγορικού λειτουργήματος εν γένει.
Συνεπώς, η ρύθμιση αυτή σκοπεί στην καλή λειτουργία της Δικαιοσύνης, με την άσκηση της δικηγορίας από πρόσωπα που διαθέτουν τα κατάλληλα ηθικά προσόντα και, ως εκ τούτου, ο περιορισμός που εισάγεται με αυτήν συνάπτεται άμεσα με το αντικείμενο και το χαρακτήρα του ρυθμιζόμενου επαγγέλματος - δημόσιου λειτουργήματος, δεν είναι, δε, προδήλως απρόσφορος ή μη αναγκαίος για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού δημόσιου συμφέροντος, ούτε υπερακοντίζει - και μάλιστα προδήλως - τον ανωτέρω σκοπό. Ενόψει αυτών, η επίμαχη ρύθμιση κείται εντός του περιθωρίου εκτίμησης του νομοθέτη, δεν απόκειται δε στο δικαστή, ο έλεγχος του οποίου είναι οριακός, να υποδείξει στον νομοθέτη άλλη επιλογή, όπως είναι η συνεκτίμηση και άλλων παραγόντων, πλην της καταδικαστικής απόφασης, προκειμένου να επέλθει η αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας (ΑΠ 273/2021). Η ανωτέρω διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης εκδίδεται, σύμφωνα με την ειδική, ρητή και μεταγενέστερη του Π.Κ. διάταξη του άρθρου 80 παρ. 3 του ως άνω Κώδικα Δικηγόρων, ανεξαρτήτως του αν έχει αποφασισθεί αναστολή εκτέλεσης της ποινής ή αυτή έχει παρέλθει επιτυχώς, ακόμη και πριν από την έκδοσή της [ΑΠ 273/2021, ΣτΕ 735/2020, 1523/2017, πρβλ. ΣτΕ 1524/2017, 1432/2019 επί των αντίστοιχων διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 3 και 7 παρ. 1 περίπτ. α' και παρ. 3 του νεότερου Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013)]. Τούτο, διότι η ανωτέρω διάταξη του Κώδικα Δικηγόρων είναι ειδική για το ζήτημα της αποβολής της δικηγορικής ιδιότητας, λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης, σκοπεί δε στη δημιουργία αυστηρού καθεστώτος προς διαφύλαξη του κύρους του δικηγορικού λειτουργήματος και της καλής λειτουργίας της Δικαιοσύνης. Εξάλλου, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 546 παρ. 2 και 462 του προϊσχύσαντος Κ.Π.Δ., με τη δημοσίευση απόφασης του Αρείου Πάγου με την οποία απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης καταδικαστικής απόφασης για αδίκημα προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 του ανωτέρω άρθρου 26, η καταδικαστική απόφαση καθίσταται αμετάκλητη και από το χρονικό αυτό σημείο επέρχεται η αυτοδίκαιη απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας (ΣτΕ 735/2020, 2480/2018, 2333/2017). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 111 παρ. 6 του νέου ΚΠΔ (ν. 4620/2019), καθ' ύλη αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση πράξεων, που τέλεσε δικηγόρος και τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, τυγχάνει το Τριμελές Εφετείο, κατά το άρθρο 120 παρ.1 αυτού, "Το δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθ` ύλη αρμοδιότητα του σε κάθε στάδιο της δίκης", ενώ στο άρθρο 121 αυτού ορίζεται ότι "Το δικαστήριο που δικάζει κατ' έφεση, αν κρίνει ότι το δικαστήριο που δίκασε σε πρώτο βαθμό ήταν αναρμόδιο, ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και είτε δικάζει το ίδιο σε πρώτο βαθμό, αν το έγκλημα υπαγόταν σ' αυτό είτε παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, ενεργώντας ταυτόχρονα όσα προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 120". Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ζ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η καθ' ύλην αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που δίκασε. Ο αναιρετικός αυτός λόγος καλύπτει τη θετική μορφή της αναρμοδιότητας, δηλαδή αν το δικαστήριο δίκασε παρόλο που ήταν αναρμόδιο καθ' ύλην…
Κατά τα εκτεθέντα δε
ανωτέρω, σύμφωνα με την ειδική, ρητή και μεταγενέστερη του Π.Κ. διάταξη της
παραγράφου 2 του ανωτέρω άρθρου 80 του Κώδικα Δικηγόρων, δεν ασκεί επιρροή στην
αυτοδίκαιη απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας, λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης,
τυχόν αναστολή εκτέλεσης της ποινής από το ποινικό δικαστήριο ούτε, ειδικότερα,
η επιτυχής πάροδος του χρονικού διαστήματος της εν λόγω αναστολής. Τούτο ισχύει
ανεξαρτήτως του ότι εν προκειμένω, τόσο η προαναφερόμενη 13258/8.2.2012 (Γ'
139/9.2.2012) διαπιστωτική πράξη περί αυτοδίκαιης αποβολής, από 21.4.2010, της
δικηγορικής ιδιότητας του αιτούντος, όσο και η με αριθμό 32/θέμα 2ο/10.2.2012
πράξη του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου …., περί διαγραφής του από τα μητρώα
δικηγόρων του ανωτέρω Συλλόγου εκδόθηκαν πριν από την πάροδο του χρονικού
διαστήματος της τριετούς αναστολής της ποινής του, κατόπιν της υπ' αριθμ.
785/21.4.2010 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία κατέστη αμετάκλητη η εν
λόγω ποινική καταδίκη. Εξάλλου, δεν νοείται αυτοδίκαιη ανάκτηση της δικηγορικής
ιδιότητας, επιτρέπουσα την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, χωρίς την
έκδοση σχετικής διοικητικής πράξης (ΣτΕ 735/2020). Προσθέτως, επισημαίνεται ότι
με την υπ' αριθμ. 735/2020 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρίφθηκε
αίτηση του αναιρεσείοντος, με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, την ανάκληση της
προαναφερόμενης με αριθμό 32/θέμα 2ο/10.2.2012 διαπιστωτικής πράξης του Δ.Σ.
του Δικηγορικού Συλλόγου …., περί διαγραφής του από τα μητρώα δικηγόρων του
ανωτέρω Συλλόγου. Επίσης, εφόσον, όπως προεκτέθηκε, στην προκειμένη περίπτωση
δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 104 παρ. 2 ΠΚ, που ίσχυε καθ' όλη τη
διάρκεια του χρόνου της αναστολής ποινής, κατά μείζονα λόγο, δεν μπορεί να
εφαρμοστεί και η διάταξη του άρθρου 104 παρ. 2 του νέου ΠΚ, που κατά βάση
επαναλαμβάνει τη ρύθμιση του προϊσχύσαντος ΠΚ για την αναστολή και εξάλειψη των
παρεπόμενων ποινών μαζί με την κύρια ποινή. Τέλος, με την υπ' αριθμ. 702/2020
απόφαση του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε η υπ' αριθμ. 389/2019 καταδικαστική απόφαση
του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων …., που είχε δικάσει σε δεύτερο βαθμό και,
με την αναιρετική απόφαση, κατ' εφαρμογή της επιεικέστερης διάταξης του άρθρου
469 του νέου ΠΚ, με βάση την οποία η εν λόγω πράξη κατέστη ανέγκλητη, κηρύχθηκε
ο αναιρεσείων αθώος της πράξης του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. β του ν. 1882/1990.
Στην ως άνω καταδικαστική απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναφερόταν ότι
τα συγκεκριμένα χρέη είχαν προκύψει ενόσω ο ανωτέρω ασκούσε τη δραστηριότητα
του δικηγόρου, κατά την περίοδο 1-3-2013 έως 1-2-2016, ενώ η αποδοχή της
αναίρεσής του έγινε διότι κρίθηκε παραδεκτός ο λόγος της, που αναφερόταν στην
καθ' ύλην αναρμοδιότητα του δικάσαντος δικαστηρίου, ενόψει της προβαλλόμενης
ιδιάζουσας δωσιδικίας αυτού ως δικηγόρου. Με τα δεδομένα και λαμβανομένης υπόψη
της προαναφερόμενης αιτιολογίας της ως προς το ανέγκλητο της αξιόποινης πράξης,
η ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί ως προς τη
δικηγορική ιδιότητα του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου στην παρούσα δίκη.
Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, ο αναιρεσείων, στερούμενος της δικηγορικής του
ιδιότητας, ορθώς δικάστηκε πρωτοδίκως στο Τριμελές Δικαστήριο Πλημμελειοδικών …
και, ακολούθως, σε δεύτερο βαθμό, στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων …, το οποίο
δέχθηκε σχετικώς ότι αυτός δεν υπαγόταν στην ιδιάζουσα δωσιδικία, διότι είχε
απωλέσει οριστικά τη δικηγορική ιδιότητα ήδη πριν από την τέλεση των
αποδιδόμενων σ' αυτόν πράξεων. Είναι δε αβάσιμες οι ειδικότερες αιτιάσεις του
αναιρεσείοντος ότι αυτός ουδέποτε απώλεσε την δικηγορική ιδιότητα, καθόσον η
διαπιστωτική πράξη της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Δικηγορικού Λειτουργήματος
του Υπουργείου Δικαιοσύνης, περί απώλειας της δικηγορικής του ιδιότητας, είχε
συνανασταλεί μαζί με την κύρια ποινή, που του είχε επιβληθεί, άλλως ότι έχει
παύσει η ισχύς της παρεπόμενης ποινής, της αποβολής της δικηγορικής του
ιδιότητες, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του νέου ΠΚ (ν. 4619/2019), άλλως ότι η
δικηγορική του ιδιότητα έχει αναγνωρισθεί δεσμευτικά με την ως άνω υπ' αριθμ. 702/2020
απόφαση του Αρείου Πάγου. Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης
αναίρεσης, για καθ' ύλην αναρμοδιότητα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου προς
εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ζ' ΚΠΔ, είναι
αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, οι εμπεριεχόμενες στον δεύτερο λόγο
της αίτησης αναίρεσης αιτιάσεις του αναιρεσείοντος σχετικά με την εκτίμηση των
αποδείξεων, συνιστώσες αμφισβήτηση των σε βάρος αυτού ουσιαστικών παραδοχών της
προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού
πορίσματός της, απαραδέκτως προβάλλονται, διότι έτσι πλήττεται ανεπίτρεπτα η
αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά
από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, η κρινόμενη από
25-5-2022 και με αριθμό εκθέσεως 22/25-5-2022 αίτηση αναίρεσης του Χ. Τ. του Ν.
πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα της
προκείμενης ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ.1 ΚΠΔ)”. (δημοσίευση απόφασης areiospagos.gr)
Σχόλια