Από την καθιέρωση της ανεξιθρησκίας στους διωγμούς των Εθνικών – Η θρησκευτική πολιτική του ρωμαϊκού κράτους κατά τον 4ο και τις πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα

Ελένη-Μαρίνα Κ. Σούκερα: Από την καθιέρωση της ανεξιθρησκίας στους διωγμούς των Εθνικών – Η θρησκευτική πολιτική του ρωμαϊκού κράτους κατά τον 4ο και τις πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα.

Βιβλιοκριτική [Σειρά: ΜΕΛΕΤΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ – Επιστημονική Διεύθυνση : Ιωάννης Ελ. Κυμιωνής]

Πρόλογος : Αθηνά Δημοπούλου [Αναπληρώτρια Καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ] – Αθήνα: Εκδόσεις Ηρόδοτος, 2024, 170 σελίδες.

Το βιβλίο της Ελένης-Μαρίνας Κ. Σούκερα, που διερευνά πώς από την καθιέρωση της ανεξιθρησκίας φτάσαμε στους διωγμούς των Εθνικών, πρόκειται για πόνημα τόσο υψηλού επιπέδου, ώστε δύσκολα αντιστέκεται κανείς στον “πειρασμό” να το θεωρήσει ως υποδειγματικό. Και ας ληφθεί υπόψη ότι πρόκειται για μεταπτυχιακή εργασία και όχι για διδακτορική διατριβή! Προκειμένου λοιπόν να επιτείλει του εν προκειμένω “λόγου το αληθές”, αναγκαίο είναι να παρατεθούν τα ακόλουθα:

1. Η συγγραφέας καταρχάς δίνει λύση στο ερώτημα που εδώ και αιώνες απασχολεί τους ιστορικούς: Γιατί η ρωμαϊκή εξουσία καταδίωξε τους Χριστιανούς, ενώ κύριο γνώρισμά της ήταν η ανεξιθρησκία. Ως γνωστόν, όλοι οι θεοί “μπορούσαν να πάνε [και να στηθούν] στη Ρώμη”. Ποιος λοιπόν ο λόγος της αιματηρής θανάτωσης στην οποία συχνά υποβάλλονταν εκείνοι που δεν έστεργαν να απαρνηθούν τον Ιησού Χριστό; Ακόμη και ο περίφημος Άρνολντ Τζόουνς/Arnold Jones (1904-1970), καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καίιμπριτζ, τα έργα του οποίου γενικώς πιστεύεται πως δίνουν “οριστική απάντηση” στα προβλήματα της Ύστερης Αρχαιότητας, ομολογεί στη βιογραφία του Μεγάλου Κωνσταντίνου πως “αυτό δεν το ξέρουμε”.

Και ιδού που η νεαρά συγγραφεύς μας επιλύει το ζήτημα – και δη αναλυτικώς: Στην ουσία, ήτανε θέμα πολιτικό! Συνεκτικό δεσμό των λαών που αποτελούσαν τη Ρωμαϊκή Οικουμένη συνιστούσε η απόδοση θεϊκών τιμών στον εκάστοτε αυτοκράτορα – κάτι που οι Χριστιανοί κατηγορηματικώς αποστρέφονταν. Κατά συνέπεια, η πίστη τους χαρακτηρίστηκε ως crimen laesae maiestatis (= έγκλημα σε βάρος του [υπέρτατου] ηγεμόνα) και η όλη λατρεία τους ως religio illicita (= απαγορευμένο θρήσκευμα ).

Η ιστορία της Vibia Perpetua, της οποίας ο κατά το 203 μαρτυρικός θάνατος λεπτομερώς εξιστορείται στο έργο της κυρίας Σούκερα (σελ. 38 επ.), αποτελεί τεκμήριο ακλόνητο. Ορθώς άλλωστε η συγγραφεύς μας ανάγει το αίτιο της συγκεκριμένης άρνησης των Χριστιανών στον μονοθεϊσμό τους. Ας προστεθεί, πάντως, εδώ και η απειλή που οι ρωμαϊκές αρχές πίστευαν πως υπέκρυπτε ο όρος “Υιός Θεού” με τον οποίο, ήδη από τους αποστολικούς χρόνους, χαρακτηριζόταν ο Ιησούς. Και αυτό επειδή ο μόνος νοητός “υιός θεού” (divi filius) ήταν ο εκάστοτε αυτοκράτορας.

2. Η ρωμαϊκή κοινωνία, επιδεικτικώς δουλοκτητική, χαρακτηριζόταν από σαφή κοινωνική διαστρωμάτωση. Ως γνωστόν, διαρκής παρέμενε η πιθανότητα “οποιοσδήποτε να γίνει οποτεδήποτε” δούλος, που γενικώς θεωρούνταν ως res (=πράγμα, αντικείμενο). Το κήρυγμα, κατά συνέπεια, της ἐν Χριστῷ ισότητας των ανθρώπων, που αρχικώς έγινε από τον ίδιο τον Παύλο, γρήγορα εξελίχθηκε σε καταλυτικό δέλεαρ του νέου θρησκεύματος (σελ. 127).

3. Στο εν λόγω πόνημα της Ελένης Μαρίνας Κ. Σούκερα προβάλλονται λεπτές αλλά σημαντικές διαφορές μεταξύ των όρων paganus/παγανιστής,  Ἕλλην και ἐθνικός με τους οποίους οι Χριστιανοί χαρακτήριζαν τους ειδωλολάτρες/πολυθεϊστές (σσ. 77-81). “Έλληνες”,  κατά πρώτο και κύριο λόγο, ήταν οι οιονεί μαχητικοί – και συνήθως υψηλού μορφωτικού επιπέδου – υπερασπιστές του Δωδεκάθεου και των συναφών. Pagani, πάλι, κατά κανόνα ήτανε χωρικοί οι οποίοι παρέμεναν πιστοί “στα πάτρια”, δηλαδή λίγο-πολύ αυτοί που σήμερα θεωρούνται ως “νατιβιστές”. “Εθνικοί”, τέλος, ήταν -σε γενικές γραμμές- οι τωρινοί όχι “συντηρητικοί” αλλά “κομφορμιστές”.

4. Πέρα από τα ανωτέρω, η συγγραφεύς μας επιτυγχάνει την εξάλειψη σφάλματος με το οποίο γενεές συμπατριωτών μας έχουν γαλουχηθεί. Δεν υπάρχει “Διάταγμα των Μεδιολάνων”, χάρη στο οποίο “ο Χριστιανισμός καθιερώθηκε ως -επίσημο- θρήσκευμα” της ρωμαϊκής επικράτειας. Τον Απρίλιο του 311, δηλαδή λίγο πριν από τον θάνατό του, ο αυτοκράτορας Γαλέριος (305-311) εξέδωσε διάταγμα μέσω του οποίου καθιερωνόταν η αρχή της ανεξιθρησκίας – κάτι που σαφώς ευνοούσε τους Χριστιανούς. Στα τότε Μεδιόλανα (=σημερινό Μιλάνο), το 313, οι Κωνσταντίνος και Λικίνιος απλώς συμφώνησαν στο κείμενο και τη συνακόλουθη αποστολή στις αρμόδιες αρχές ενός όχι edicti (= διατάγματος) αλλά mandati (=προστάγματος), με το οποίο δίνονταν οδηγίες σχετικώς με την εφαρμογή του εδίκτου του Γαλέριου (σσ. 59-61).

5. Τέλος, στην εν λόγω μελέτη πανηγυρικώς επιτυγχάνεται η λύση οξύτατου ετυμολογικού αινίγματος που επί αιώνες ταλανίζει τους ανά την Ευρώπη φιλομαθείς. Γιατί τα Χριστούγεννα, ενώ στα εκκλησιαστικά (=τωρινά) λατινικά λέγονται Nativitas, στα ιταλικά Natale, στα ισπανικά Navidad (<natividad) και στα πορτογαλικά Natal (όροι έτυμον των οποίων είναι τα λατινικά nascor [=γεννιέμαι], nativus ([=γεννητός]) και natalis [=γενέθλιος]), στα γαλλικά αποκαλούνται Noël; Τι σημαίνει αυτό το -el-; Και μπορεί το -no- να θεωρηθεί ως λατινικής προέλευσης; Προσφάτως, λοιπόν, στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου προβλήθηκε η άποψη ότι η από τους Γάλλους ονομασία των Χριστουγέννων προέρχεται από τον αρχαίο γαλατικό όρο noiohel, που σημαίνει “Νέος Ήλιος”.

Και να που η κα. Σούκερα πανηγυρικώς τεκμηριώνει την ιδέα αυτή (σ. 94). Κατά τις τελευταίες, πριν από την οριστική κατίσχυση του Χριστιανισμού, φάσεις των Αρχαίων Χρόνων ο Ήλιος είχε αναχθεί σε “υπέρτατη θεότητα”(Solinvictus= Αήττητ0ς Ἠλιος κ.τ.λ.) της Ρωμαϊκής Οικουμένης. Συνακολούθως, μέρες αφιερωμένες γενικώς στη λατρεία του υιοθετήθηκαν από τους Χριστιανούς – με πιο “χτυπητό” παράδειγμα την Κυριακή (=Ημέρα Κυρίου) που αρχικώς δεν ήταν παρά η μέρα η αφιερωμένη στον “θεό  Ήλιο”. Έτσι, οι Γάλλοι, διαχρονικώς “πιο pagani” (=αγροτικοί) από τους γείτονές τους, άρα και πιο “νατιβιστές” κράτησαν – ασυνειδήτως έστω- στοιχείο προγονικής τους λατρείας.

Τι άλλο να πει κανείς για αυτήν την εξαίρετη μελέτη για την εξέλιξη της ανεξιθρησκίας; Θα μπορούσε, βέβαια, να προστεθεί η εξαιρετική ανάλυση της υπέρ των Αρειανών πολιτικής του Μεγάλου Κωνσταντίνου και διαδόχων του (σελ. 83). Το μόνο που, από την άλλη πλευρά, πρέπει να επισημανθεί είναι το ότι δεν τονίζεται αμέσως και σαφώς ο -σχεδόν καθοριστικός- ρόλος του γυναικείου φύλου στη διάδοση και επικράτηση του Χριστιανισμού. Επίσης το “αύγουστος” ορθώς υιοθετήθηκε από τους μεσαιωνικούς μας προγόνους της “Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Ελληνικού Έθνους”, συμβατικώς γνωστής ως “βυζαντινής”, διότι το λατινικό augustus δεν σήμαινε “θεϊκός” (σελ. 63) αλλά μόνο “σεβαστός”, το πολύ-πολύ “ιερός”. Το “ιερός” όμως δεν αφορά μόνον τον Θεό αλλά και οτιδήποτε θεωρείται πως έχει σχέση με τη Θεότητα (“Ιερόν Παλάτιον”, “ιερεύς” κ.τ.λ.).

Τελοσπάντων… Πρόκειται για πόνημα περίπου υποδειγματικό, διότι, πέρα από όλα τα άλλα, όπως τονίζεται και στον πρόλογο της κας. Δημοπούλου, παρεμβάλλονται στο κυρίως κείμενο εκτενή αποσπάσματα πηγών. Και να σκεφτεί κανείς ότι το έργο αυτό γράφτηκε από πτυχιούχο της Νομικής!

Στο σημείο αυτό – καταλύοντας, εννοείται, τον λόγο – οφείλω να εξαγγείλω ότι πλήρως υιοθετώ την από τον Νίκο Καζαντζάκη αποκρυσταλλωμένη αρχή : “Ζορμπάς είμαι [και] ζορμπάδικα μιλώ”. Έτσι, περιέρχομαι στην ανάγκη να ομολογήσω πως, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, έχοντας ως οδηγό μου τη -δημοσιευμένη!- άποψη του Κωνσταντίνου Τσάτσου σχετικώς με τα Νομικά και τους νομικούς, όποτε βρισκόταν στην οπτική ή νοητική μου εμβέλεια δικηγόρος, δικαστής, εισαγγελέας ή και συμβολαιογράφος ακόμη, έτεινα ενδομύχως ή μεγαλοφώνως να ανακράξω:

ICXCNIKA και όλα τα κακά σκορπά!

Τώρα, χάρη στο πόνημα της Ελένης-Μαρίνας Σούκερα για την ανεξιθρησκία, τείνω να αλλάξω γνώμη και στάση. Τι να πει κανείς, τι να πει… Γηράσκω ἀεὶ διδασκόμενος; Αυτό είναι banal (= τετριμμένο, κοινότυπο). Καλλίτερα λοιπόν να δηλώσω, όπως λέγανε παλιά στη Γαλλία:

La vie est pleine de surprises!
(Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις!)

Δρ Δημήτρης Γ.Μιχαλόπουλος, Ιστορικός, πρώην Καθηγητής Ιστορίας ΑΠΘ

Σχόλια