Καταχρηστικός όρος στεγαστικού δανείου που προβλέπει δικαίωμα της τράπεζας μονομερούς τροποποίησης ως προς το συμφωνηθέν κυμαινόμενο επιτόκιο (ΑΠ)
ΑΠ 168/2024 (Α2/ΠΟΛ): Καταχρηστικός όρος στεγαστικού δανείου που προβλέπει δικαίωμα της Τράπεζας μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης υπέρ της ως προς το συμφωνηθέν κυμαινόμενο επιτόκιο χωρίς ειδικό και σπουδαίο λόγο αναφερόμενο στη σύμβαση,
αφήνει αόριστο το επιτόκιο της σύμβασης, σε περίπτωση μειώσεως του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ, χωρίς να είναι δυνατός ο προσδιορισμός του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα στον δανειολήπτη και επιφέρει σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του δανειολήπτη και υπέρ της δανείστριας τράπεζας, αφού χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία . Αναιρεί την προσβαλλόμενη απόφαση.«Ο προδιατυπωμένος σε σύμβαση στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο ΓΟΣ, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση μεταβολής του συμφωνηθέντος παρεμβατικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) (επιτοκίου προσφοράς για τις πράξεις αναχρηματοδότησης), η δανείστρια τράπεζα έχει το δικαίωμα να μεταβάλει το συμφωνηθέν επιτόκιο προς την ίδια κατεύθυνση (αύξηση ή μείωση, αντίστοιχα) και έως του διπλασίου της μεταβολής αυτής, είναι άκυρος ως καταχρηστικός, κατά το μέρος που προβλέπει δικαίωμα μόνο και όχι και υποχρέωση της τράπεζας να προβεί στην μείωση αυτή, καθόσον ο εν λόγω ΓΟΣ παρέχει μεν το δικαίωμα στην τράπεζα, όταν μεν αυξάνεται το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ για τις πράξεις αναχρηματοδότησης και συνεπώς το κόστος απόκτησης χρήματος για την ίδια, να αυξάνει το συμφωνηθέν ως κυμαινόμενο επιτόκιο του δανείου έως το διπλάσιο της μεταβολής αυτής και έτσι να απορροφά την, δυσμενή για την ίδια, ως άνω μεταβολή και να διατηρεί την αντιπαροχή του δανειολήπτη της (τοκοχρεωλυτική δόση) σε επίπεδο κερδοφόρο για την ίδια, πλην όμως, δεν καθιερώνει, όταν μειώνεται το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ και, συνακόλουθα, το κόστος απόκτησης χρήματος για την ίδια, αντίστοιχη υποχρέωση της τράπεζας να προβεί σε μείωση του επιτοκίου, προς όφελος του δανειολήπτη, διαψεύδοντας, για το λόγο αυτό, τις εύλογες προσδοκίες του τελευταίου, που συνάπτει σύμβαση στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, συνδεδεμένο με το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ, ότι, όπως σε περίπτωση αύξησης του επιτοκίου αυτού θα επιβαρυνθεί με την καταβολή επιπλέον τόκων, λόγω της αύξησης του επιτοκίου του δανείου, έτσι και σε περίπτωση μείωσης του επιτοκίου της ΕΚΤ θα ωφεληθεί και ο ίδιος από την μείωση αυτή και δεν θα αποβεί η μείωση σε περαιτέρω αύξηση του κέρδους της τράπεζας εις βάρος του. Και τούτο διότι, ο παραπάνω ΓΟΣ, α) επιφυλάσσει, ουσιαστικά, στην Τράπεζα το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης επ' ωφελεία της, ως προς το ύψος του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου, χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο αναφερόμενο στη σύμβαση, και μετατροπής, έτσι, αυτής σε σύμβαση σταθερού επιτοκίου, διαψεύδοντας τις ανωτέρω εύλογες προσδοκίες του δανειολήπτη (σε δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο συνδεδεμένο με το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ), ότι η υποχρέωσή του ως δανειολήπτη-καταναλωτή θα εξαρτάται πράγματι από τις διακυμάνσεις του επιτοκίου αυτού, σύμφωνα και με την κυμαινόμενη φύση της υποχρέωσής του (πρβλ ΑΠ 830/2021), β) αφήνει αόριστο το επιτόκιο της σύμβασης, σε περίπτωση μειώσεως του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ, χωρίς να είναι δυνατός ο προσδιορισμός του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα στον δανειολήπτη, καίτοι επιβάλλεται η αναπροσαρμογή να γίνεται με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις τόσο στην περίπτωση αύξησης όσο και στην περίπτωση μείωσης του επιτοκίου, και γ) επί πλέον, συνεκτιμώντας τη φύση του αγαθού που παρασχέθηκε με τη σύμβαση, δηλαδή του στεγαστικού δανείου, το οποίο έχει μακρά διάρκεια αποπληρωμής με σημαντική επιβάρυνση του δανειολήπτη, η οποία είναι τόσο μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια του δανείου, ώστε και η μικρότερη διαφοροποίηση στο επιτόκιο του δανείου να έχει μεγάλη επίπτωση στο ύψος των καταβλητέων τόκων, ο ανωτέρω ΓΟΣ επιφέρει σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του δανειολήπτη και υπέρ της δανείστριας τράπεζας, αφού χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του καταναλωτή - δανειολήπτη για μείωση του επιτοκίου σε περίπτωση μειώσεως του κόστους του χρήματος για την τράπεζα, προς αντίστοιχο όφελός του, το οποίο (όφελος) αντισταθμίζει τον κίνδυνο που ο ίδιος φέρει σε περίπτωση αύξησης του παρεμβατικού επιτοκίου (με την έννοια ότι το κόστος του δανείου θα αυξηθεί αν αυξηθεί το παρεμβατικό επιτόκιο και θα μειωθεί αν μειωθεί το εν λόγω επιτόκιο), κατά παραβίαση, έτσι, και της αρχής της διαφάνειας, αφού δεν είναι αμέσως σαφής στον μέσο καταναλωτή, που λαμβάνει στεγαστικό δάνειο, η σημασία του συγκεκριμένου όρου για την σε βάρος του διαμόρφωση του ύψους του κυμαινόμενου επιτοκίου και εντεύθεν στην επιβάρυνσή του με τόκους, εφόσον η τράπεζα ασκήσει το παρασχεθέν με τον ανωτέρω Γ.Ο.Σ. δικαίωμά της να μην μειώσει το κυμαινόμενο επιτόκιο του δανείου, όταν μειωθεί το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ, αλλά να διατηρήσει αυτό στο υψηλό ποσοστό, που διαμορφώθηκε, νομίμως κατ' εφαρμογή του ιδίου Γ.Ο.Σ., λόγω αύξησης του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ, με αποτέλεσμα να οδηγεί, εν τέλει, η ασάφεια αυτή σε ενίσχυση των δικαιωμάτων της τράπεζας, αφού ουσιαστικά τροποποιεί την παροχή του δανειολήπτη από κυμαινόμενο επιτόκιο σε (διαμορφωμένο, υψηλότερο του αρχικού) σταθερό. …
….Περαιτέρω, όμως, το Εφετείο, με το να κρίνει, ότι ο ίδιος ανωτέρω ΓΟΣ, κατά το μέρος, που, σύμφωνα με τις αναιρετικά ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές του, προβλέπει, μόνον, δικαίωμα της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης (και ήδη της αναιρεσίβλητης) να μεταβάλει το κυμαινόμενο επιτόκιο του επίδικου στεγαστικού δανείου προς την ίδια κατεύθυνση και έως το διπλάσιο της μεταβολής, εφόσον υπάρξει μεταβολή (αύξηση ή μείωση) του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ, όχι δε και αντίστοιχη υποχρέωση αυτής, δεν είναι άκυρος ΓΟΣ και έτσι απέρριψε και κατά το μέρος αυτό το ίδιο ανωτέρω αίτημα της αγωγής της αναιρεσείουσας, εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις ίδιες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6 και 7 παρ. ε' και ια' Ν. 2251/1994, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον, κατά το περιεχόμενό του αυτό, ο ανωτέρω ΓΟΣ είναι άκυρος ως καταχρηστικός, όπως αναφέρθηκε αναλυτικά στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι επιφυλάσσει, ουσιαστικά, στην Τράπεζα το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης επ' ωφελεία της, ως προς το συμφωνηθέν κυμαινόμενο επιτόκιο, χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο αναφερόμενο στη σύμβαση, και, επίσης, αφήνει αόριστο το επιτόκιο της σύμβασης, σε περίπτωση μειώσεως του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ, χωρίς να είναι δυνατός ο προσδιορισμός του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα στον δανειολήπτη, επί πλέον δε, συνεκτιμώντας τη φύση του αγαθού που παρασχέθηκε με τη σύμβαση, ο ανωτέρω ΓΟΣ επιφέρει σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος της δανειολήπτριας αναιρεσείουσας και υπέρ της δανείστριας τράπεζας, αφού χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες της αναιρεσείουσας για μείωση του επιτοκίου σε περίπτωση μειώσεως του κόστους του χρήματος για την τράπεζα, προς αντίστοιχο όφελός της, το οποίο και αντισταθμίζει τον κίνδυνο, που η ίδια ανέλαβε να φέρει σε περίπτωση αύξησης του παρεμβατικού επιτοκίου, κατά παραβίαση, έτσι, και της αρχής της διαφάνειας, αφού δεν ήταν αμέσως σαφής στην αναιρεσείουσα, έχουσα την ιδιότητα του μέσου καταναλωτή, η σημασία του συγκεκριμένου όρου για την σε βάρος της διαμόρφωση του ύψους του κυμαινόμενου επιτοκίου και εντεύθεν στην επιβάρυνσή της με τόκους, εφόσον η τράπεζα ήθελε ασκήσει το παρασχεθέν με τον ανωτέρω Γ.Ο.Σ. δικαίωμά της να μην μειώσει το κυμαινόμενο επιτόκιο του δανείου, όταν μειωθεί το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ, αλλά να διατηρήσει αυτό στο υψηλό ποσοστό, που διαμορφώθηκε, νομίμως κατ' εφαρμογή του ιδίου Γ.Ο.Σ., λόγω αύξησης του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ. Επομένως οι ίδιοι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, εξεταζόμενοι ως σύνολο, κατά το μέρος τους με το οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ανωτέρω από τον αριθμό 1 (όχι δε και 19) του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι βάσιμοι. Κατόπιν αυτού, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το ανωτέρω μέρος της, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 Κ. Πολ. Δ.), να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου της αναίρεσης στην αναιρεσείουσα (άρθρο 495 παρ.3 Κ. Πολ. Δ.) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που παραστάθηκε αλλά δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 Κ. Πολ. Δ.)” (πηγη areiospagos.gr)
Σχόλια