του Γιώργου Καζολέα, Δικηγόρου
Η διακριτική μεταχείριση γυναίκας που δεν έχει παιδιά μπορεί να συνιστά διάκριση με βάση το φύλο, σε συνάρτηση πάντα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις και το νομικό πλαίσιο.
Η διάκριση με βάση το φύλο αποτελεί γενικά μη νόμιμη συμπεριφορά στη πλειονότητα των εννόμων τάξεων και απαγορεύεται από διεθνείς συνθήκες.Στον ορισμό της «διάκρισης λόγω φύλου» περιλαμβάνεται κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση, καθώς και λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ενός ατόμου στη βάση φύλου, εγκυμοσύνης, τοκετού, γαλουχίας, μητρότητας ή ασθένειας οφειλόμενη στην εγκυμοσύνη ή τον τοκετό, οικογενειακής κατάστασης σεξουαλικής παρενόχλησης , παρενόχλησης και οδηγίας ή εντολής για διάκριση εις βάρος προσώπων, λόγω φύλου.
Επομένως η έλλειψη παιδιών δεν αποτελεί νόμιμο λόγο για διακριτική μεταχείριση μιας γυναίκας. Στην πράξη ωστόσο είναι συχνό το φαινόμενο γυναίκες χωρίς παιδιά να υφίστανται προσβλητικές ή/και υποτιμητικές συμπεριφορές, να στιγματίζονται ή να απομονώνονται κοινωνικά αλλά και να υφίστανται διακριτική μεταχείριση σε σύγκριση με γυναίκες που έχουν παιδιά.
Η διάκριση μπορεί να λάβει πολλές μορφές, όπως:
- Άρνηση πρόσληψης ή προαγωγής
- Διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά τους μισθούς ή τις παροχές
- Υποβολή σε λεκτική ή ψυχολογική βία
- Άρνηση πρόσβασης σε υπηρεσίες ή ευκαιρίες
Εάν η διακριτική μεταχείριση βασίζεται σε στερεότυπα σχετικά με τις γυναίκες και τη μητρότητα, τότε πιθανότατα συνιστά διάκριση με βάση το φύλο.
Στις περιπτώσεις που η διακριτική μεταχείριση βασίζεται σε άλλους νόμιμους λόγους, όπως η απόδοση στην εργασία, τότε μπορεί να μην συνιστά διάκριση με βάση το φύλο.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η διακριτική μεταχείριση μπορεί να είναι έμμεση, όπως όταν οι πολιτικές ή οι πρακτικές που φαίνονται ουδέτερες έχουν δυσανάλογο αρνητικό αντίκτυπο στις γυναίκες που δεν έχουν παιδιά.
Στο χώρο εργασίας μια εργαζόμενη γυναίκα χωρίς παιδιά μπορεί να δέχεται εργασιακή παρενόχληση από συναδέλφους της σχετιζόμενη με το θέμα της μητρότητας/οικογενειακής κατάστασης. Επίσης είναι δυνατό, εργαζόμενες μητέρες να απολαμβάνουν ευνοϊκή μεταχείριση, μη βασιζόμενη στη νομοθεσία, σε σύγκριση με εργαζόμενες χωρίς παιδιά.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Οδηγία 2006/54/ΕΚ απαγορεύει τη διάκριση με βάση το φύλο στην απασχόληση και την εργασία.
Στην Ελλάδα, ο νόμος 3896/2010 απαγορεύει τη διάκριση με βάση το φύλο στην απασχόληση και την εργασία.
Στην Κύπρο, ο Περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμος του 2002 (205(I)/2002) καθορίζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης και απαγορεύει οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου στην απασχόληση και την επαγγελματική εκπαίδευση.
Οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών χωρίς παιδιά είναι ένα επίκαιρο ζήτημα που εκδηλώνεται όλο και συχνότερα σε αναλογία με την τάση πολλές γυναίκες πλέον να επιλέγουν να μη τεκνοποιήσουν. Οι γυναίκες που επιλέγουν να μην κάνουν παιδιά συχνά αντιμετωπίζουν στίγμα, περιθωριοποίηση και κριτική τόσο από άνδρες όσο και από γυναίκες, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε αισθήματα ανεπάρκειας και αποκλεισμού.
Αυτού του είδους η διάκριση έχει τις ρίζες της στους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων που εξισώνουν τη γυναικεία ιδιότητα με τη μητρότητα, υπονοώντας ότι η αξία μιας γυναίκας συνδέεται εγγενώς με την ικανότητά της να κάνει παιδιά.
Η μεταφορά του στερεοτυπικού αυτού μοντέλου στο χώρο εργασίας μπορεί να έχει ως συνέπεια, οι άτεκνες γυναίκες να θεωρούνται λιγότερο αφοσιωμένες ή σοβαρές, οδηγώντας σε λιγότερες ευκαιρίες για επαγγελματική εξέλιξη και αναγνώριση σε σύγκριση με τις συνομήλικές τους με παιδιά.
Σχόλια