Η προστασία της ιδιωτικής ζωής στο Γαλλικό και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο: Νομολογιακή ανάλυση και σύγχρονες προκλήσεις
Συντάκτης: Γεράσιμος Έξαρχος, Φοιτητής Νομικής, Πανεπιστήμιο Σορβόννης (Université Sorbonne Paris Nord)
«Χωρίς ιδιωτική ζωή, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν μπορεί να υπάρξει». Αυτή η θεμελιώδης αρχή, την οποία διατύπωσε ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Jean-Paul Costa, συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο των δημοκρατικών κοινωνιών. Στο Γαλλικό έννομο σύστημα, το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή έχει αποκτήσει αυξημένη σημασία, ιδιαίτερα εν μέσω της ραγδαίας τεχνολογικής προόδου.
Στο γαλλικό δίκαιο, η ιδιωτική ζωή ορίζεται κυρίως μέσω του άρθρου 9 του Αστικού Κώδικα[1], το οποίο προβλέπει ότι «ο καθένας έχει το δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής». Η έννοια περιλαμβάνει την οικογενειακή ζωή, τα προσωπικά δεδομένα, την αλληλογραφία και την εικόνα. Ο σεβασμός αναφέρεται στην υποχρέωση όλων, ιδιωτών και δημοσίων αρχών, να διαφυλάττουν και να μη θίγουν την ιδιωτική ζωή των ατόμων. Το δικαίωμα απορρέει από την εξουσία που παρέχεται σε ένα πρόσωπο από το δίκαιο για την ικανοποίηση ενός έννομου συμφέροντος, προστατεύοντάς το από επεμβάσεις τρίτων και επιτρέποντάς του να απαιτεί ή να πράττει κάτι σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου. Το εν λόγω δικαίωμα κατοχυρώνεται από το γαλλικό Σύνταγμα (Προοίμιο του 1946), τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 7)[2] και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (άρθρο 8)[3].
Η προστασία της ιδιωτικής ζωής συνιστά μια έννοια με ιστορικό βάθος, κοινωνική και νομική σημασία, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αυτονομίας. Η νομική της θεμελίωση εδραιώθηκε ως επί το πλείστον την εποχή του Διαφωτισμού στην Ευρώπη του 17ου και 18ου αιώνα, με τη σταδιακή ανάδειξη της ιδιωτικότητας ως θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος.
Η ιδέα της ιδιωτικής ζωής διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, όπου οι φιλόσοφοι υποστήριξαν την ανάγκη του ατόμου να διαθέτει έναν προσωπικό χώρο απαλλαγμένο από την κρατική ή κοινωνική παρέμβαση. Στη Γαλλία, η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη το 1789 αποτέλεσε την πρώτη επίσημη αναγνώριση των θεμελιωδών ατομικών ελευθεριών, παρέχοντας το υπόβαθρο για την ανάπτυξη της προστασίας της ιδιωτικής ζωής.
Στο γαλλικό δίκαιο, η προστασία της ιδιωτικής ζωής θεσμοθετήθηκε επισήμως το 1970 με την εισαγωγή του άρθρου 9 στον Αστικό Κώδικα. Το άρθρο αυτό, αν και λιτό ως προς τη διατύπωσή του, παρέχει ένα ευρύ πλαίσιο προστασίας, το οποίο αναπτύχθηκε μέσω της νομολογίας. Η εισαγωγή του άρθρου ήρθε ως απάντηση στις αυξανόμενες παραβιάσεις από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που εκμεταλλεύονταν την έλλειψη ρητής νομικής ρύθμισης για την ιδιωτική ζωή.
Η προστασία της ιδιωτικής ζωής ενισχύθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέσω της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[4] (ΕΣΔΑ), που τέθηκε σε ισχύ το 1953. Το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ αναγνωρίζει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας.
Στη σύγχρονη εποχή, η τεχνολογία έχει μετασχηματίσει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ιδιωτική ζωή. Η διάδοση του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων, η χρήση εργαλείων μεγάλης ανάλυσης δεδομένων (big data) και η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης έχουν αυξήσει τις δυνατότητες παρακολούθησης και καταγραφής προσωπικών δεδομένων. Υπό αυτό το πρίσμα, η προστασία της ιδιωτικής ζωής καθίσταται πιο επίκαιρη από ποτέ.
Το 2018, η Ευρωπαϊκή Ένωση εισήγαγε αυστηρές μεταρρυθμίσεις για την επεξεργασία και αποθήκευση προσωπικών δεδομένων, ενισχύοντας την προστασία της ιδιωτικής ζωής σε όλα τα κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας.
Παράλληλα, η δικαιοσύνη καλείται συχνά να εξισορροπήσει την προστασία της ιδιωτικής ζωής με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως η ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα στην πληροφόρηση. Σημαντικές αποφάσεις όπως η Axel Springer AG κατά Γερμανίας καθορίζουν τα κριτήρια για την αξιολόγηση της σύγκρουσης αυτών των δικαιωμάτων.
Η έννοια της ιδιωτικής ζωής δεν είναι στατική, τουναντίον εξελίσσεται συνεχώς μέσα από τις κοινωνικές, τεχνολογικές και νομικές αλλαγές. Η γαλλική νομοθεσία και νομολογία, επηρεασμένες από την ευρωπαϊκή έννομη τάξη, προσφέρουν ένα ισχυρό πλέγμα προστασίας, το οποίο όμως δοκιμάζεται συνεχώς από τις νέες προκλήσεις του 21ου αιώνα.
Η νομική προβληματική του θέματος επικεντρώνεται στην ισορροπία μεταξύ της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, όπως κατοχυρώνεται στο Γαλλικό και Ευρωπαϊκό δίκαιο και των περιορισμών της, ιδίως όταν συγκρούεται με την ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου. Επιπλέον, εξετάζει πώς το γαλλικό νομικό σύστημα προσαρμόζεται στις προκλήσεις της ψηφιακής εποχής, όπως η προστασία προσωπικών δεδομένων, η διάδοση πληροφοριών στα κοινωνικά δίκτυα και οι αυξανόμενες δυνατότητες παρακολούθησης μέσω της τεχνολογίας, ενώ παράλληλα επιδιώκεται η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της αυτονομίας του ατόμου.
Η παρούσα ανάλυση θα επικεντρωθεί, πρώτον, στο νομικό πλαίσιο προστασίας της ιδιωτικής ζωής στη Γαλλία (Ι) και δεύτερον, στις συγκρούσεις και προκλήσεις που ανακύπτουν από τη σύγκρουση της ιδιωτικής ζωής με άλλα δικαιώματα και τεχνολογικές εξελίξεις (ΙΙ).
Ι. Το νομικό πλαίσιο για την προστασία της ιδιωτικής ζωής
Η προστασία της ιδιωτικής ζωής ως θεμελιώδες δικαίωμα, κατοχυρώνεται τόσο από τη γαλλική νομοθεσία όσο και από την ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Το πρώτο μέρος εστιάζει στις νομικές βάσεις που καθιερώνουν το δικαίωμα αυτό, με εφαλτήριο το άρθρο 9 του Αστικού Κώδικα και διεισδύει σε διεθνείς και συνταγματικές εγγυήσεις. Η κάτωθι ανάλυση θα εξετάσει τη θεσμική και δικαστική εφαρμογή του δικαιώματος, ενώ θα αναδείξει το ρόλο του στο σύγχρονο κοινωνικό “γίγνεσθαι”.
Α. Το άρθρο 9 του Γαλλικού Αστικού Κώδικα ως θεμελιώδης εγγύηση της προστασίας της ιδιωτικής ζωής
Το άρθρο 9 του Γαλλικού Αστικού Κώδικα ορίζει απαρέγκλιτα ότι «ο καθένας έχει το δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του». Το προαναφερθέν άρθρο ωστόσο δεν καθορίζει περιοριστικά τι εμπίπτει στην ιδιωτική ζωή, αφήνοντας τη νομολογία να διαμορφώσει τα όρια και τις εφαρμογές του. Ενσωματώνει και επεκτείνει την έννοια της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, συνδέοντάς την με το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Σύμφωνα με την υπόθεση Closer Magazine κατά Hollande (Cour de Cassation, 2016) η δημοσίευση φωτογραφιών του τότε προέδρου François Hollande με ιδιωτική σύντροφο κρίθηκε ως παραβίαση του άρθρου 9. Το δικαστήριο έκρινε ότι η ιδιωτική ζωή παραμένει προστατευτέα ακόμα και για τα δημόσια πρόσωπα, εφόσον οι φωτογραφίες δεν εξυπηρετούσαν το δημόσιο συμφέρον. Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή υπερτερεί έναντι της ελευθερίας του Τύπου όταν δεν υφίσταται δημόσιο συμφέρον.
Ένα ακόμα εναργές παράδειγμα, συνιστά η υπόθεση της Cour de Cassation, 1ère chambre civile, 23 octobre 1990 κατά την οποία η δημοσίευση φωτογραφιών ανήλικου παιδιού χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων του κρίθηκε ως κατάφωρη παραβίαση της ιδιωτικής ζωής, επιβεβαιώνοντας τη σημασία του άρθρου 9 για την προστασία της οικογενειακής ζωής. Το άρθρο 9 λειτουργεί ως εργαλείο ισορροπίας μεταξύ της προστασίας του ατόμου και της κοινωνικής ανάγκης για δημοσιοποίηση πληροφοριών. Η εφαρμογή του σε ψηφιακές παραβιάσεις έχει ενισχυθεί, ειδικά μέσω αποφάσεων που σχετίζονται με τη διάδοση προσωπικών δεδομένων στο διαδίκτυο.
Β. Ο ρόλος του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ στην προστασία της ιδιωτικής ζωής
Το Προοίμιο του Συντάγματος του 1946, που ενσωματώνεται στο ισχύον Σύνταγμα της Γαλλικής Δημοκρατίας, εγγυάται τις θεμελιώδεις ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Το Conseil Constitutionnel έχει ερμηνεύσει την ιδιωτική ζωή ως ένα από τα δικαιώματα που προστατεύει το Σύνταγμα, όπως στην απόφαση Décision n° 94-352 DC, 1994, όπου κρίθηκε ότι το δικαίωμα αυτό είναι αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) στο άρθρο 8 ορίζει: «Ο καθένας έχει δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας του». Ως εκ τούτου, η Γαλλία, ως συμβαλλόμενο μέρος, υποχρεούται να εφαρμόζει τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, που ερμηνεύουν το άρθρο 8.
Σύμφωνα με τη νομολογία Von Hannover κατά Γερμανίας (ΕΔΔΑ, 2004) το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η δημοσίευση φωτογραφιών της πριγκίπισσας Καρολίνας του Μονακό χωρίς τη συγκατάθεσή της παραβίαζε το άρθρο 8. Το δικαστήριο τόνισε ότι το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή υπερισχύει, εκτός αν η δημοσίευση εξυπηρετεί δημόσιο συμφέρον. Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή εκτείνεται και στα δημόσια πρόσωπα.
Επιπροσθέτως, στην υπόθεση Niemietz κατά Γερμανίας (ΕΔΔΑ, 1992) το ΕΔΔΑ αποφάσισε ότι το άρθρο 8 καλύπτει και την επαγγελματική ζωή, υποστηρίζοντας ότι το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή περιλαμβάνει την προστασία τουεπαγγελματικού χώρου. Η απόφαση έχει ενσωματωθεί σε γαλλικές υποθέσεις που αφορούν την προστασία δεδομένων εργαζομένων, όπως η απαγόρευση παρακολούθησης e-mails χωρίς συγκατάθεση.
Η ερμηνεία του άρθρου 8 από το ΕΔΔΑ έχει επηρεάσει καθοριστικά τη γαλλική νομολογία. Η συνταγματική και διεθνής προστασία της ιδιωτικής ζωής ενισχύεται από τη σύνδεση με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ενώ η γαλλική έννομη τάξη έχει επεκτείνει την εφαρμογή της στις σύγχρονες τεχνολογικές προκλήσεις.
ΙΙ. Συγκρούσεις και προκλήσεις στην προστασία της ιδιωτικής ζωής
Η προστασία της ιδιωτικής ζωής συχνά έρχεται σε ρήξη με άλλα δικαιώματα και κοινωνικές ανάγκες. Στο δεύτερο μέρος θα αναλυθούν οι συγκρούσεις της ιδιωτικής ζωής με την ελευθερία του Τύπου, καθώς και οι προκλήσεις που επιφέρει η τεχνολογία στην εφαρμογή του προαναφερθέντος δικαιώματος. Επομένως, η κάτωθι ανάλυση θα επικεντρωθεί στις δικαστικές αποφάσεις και τις νομοθετικές πρωτοβουλίες οι οποίες επιχειρούν να διατηρήσουν μια ισορροπία μεταξύ αντικρουόμενων συμφερόντων.
Α. Σύγκρουση της ελευθερίας του τύπου με το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή
Η σύγκρουση μεταξύ της ελευθερίας του Τύπου και του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή συνιστά αναντίρρητα ένα από τα πιο πολυδαίδαλα ζητήματα στη νομική θεωρία και πρακτική. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) κατοχυρώνει και τα δύο αυτά δικαιώματα. Συκγεκριμένα, το άρθρο 10 εγγυάται την ελευθερία της έκφρασης, ενώ το άρθρο 8 προστατεύει το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Ωστόσο, η εφαρμογή τους δημιουργεί συχνά διενέξεις, ειδικά όταν δημοσιεύσεις στον Τύπο θίγουν καταφανώς την προσωπική ζωή ατόμων, ιδιαίτερα δημόσιων προσώπων.
Η νομολογία τόσο των εθνικών δικαστηρίων όσο και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει διαμορφώσει ένα σύνολο κριτηρίων για την εξισορρόπηση των δύο δικαιωμάτων. Στη Γαλλία, η υπόθεση Affaire Paparazzi (Cour de Cassation, 2004) ανέδειξε την ανάγκη προστασίας της ιδιωτικής ζωής των δημόσιων προσώπων από την παρεμβατικότητα των μέσων ενημέρωσης. Το δικαστήριο έκρινε ότι η φωτογράφιση διασημοτήτων σε προσωπικές τους στιγμές συνιστά παραβίαση του άρθρου 8, εκτός εάν υπάρχει σημαντικός λόγος δημοσίου ενδιαφέροντος που να δικαιολογεί τη δημοσίευση.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η απόφαση στην υπόθεση Axel Springer AG κατά Γερμανίας (ΕΔΔΑ, 2012) εισήγαγε έξι βασικά κριτήρια για την αξιολόγηση της ισορροπίας μεταξύ ελευθερίας του Τύπου και προστασίας της ιδιωτικής ζωής. Αυτά περιλαμβάνουν τη φύση της πληροφορίας, τη συμβολή της στον δημόσιο διάλογο, την προηγούμενη συμπεριφορά του ατόμου, τον τρόπο απόκτησης της πληροφορίας, την ακρίβεια της είδησης και τις συνέπειες της δημοσίευσης. Το ΕΔΔΑ τόνισε ότι αν η δημοσιευθείσα πληροφορία εξυπηρετεί έναν ουσιαστικό σκοπό στον δημόσιο διάλογο, η ελευθερία του Τύπου δύναται να υπερισχύει. A contrario, όταν η δημοσιοποίηση αποσκοπεί αποκλειστικά στην ικανοποίηση της περιέργειας του κοινού, τότε η προστασία της ιδιωτικής ζωής προέχει.
Η γαλλική νομολογία ακολουθεί παρεμφερή προσέγγιση, αναγνωρίζοντας ότι η ελευθερία του Τύπου δεν είναι απόλυτη. Εν πολλοίς, τα δικαστήρια έχουν επιβάλει περιορισμούς στις δημοσιεύσεις, εφόσον διακυβεύεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η ιδιωτική ζωή των ατόμων. Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στην αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία κάθε επέμβαση πρέπει να είναι αναγκαία, να επιδιώκει θεμιτό σκοπό και να είναι αναλογική προς τη βλάβη που προκαλείται.
Β. Οι σύγχρονες προκλήσεις στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και η επίδραση της τεχνολογίας και των κοινωνικών δικτύων
Το GDPR παρέχει αυστηρές ρυθμίσεις για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενισχύοντας την εθνική νομοθεσία. Το άρθρο 9 του Αστικού Κώδικα και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ εφαρμόζονται σε υποθέσεις παραβίασης δεδομένων από πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Στην υπόθεση της Google Spain κατά Gonzalez (ΔΕΕ, 2014) το Δικαστήριο της ΕΕ αναγνώρισε το «δικαίωμα στη λήθη», επιτρέποντας στα άτομα να ζητούν την αφαίρεση προσωπικών πληροφοριών από μηχανές αναζήτησης.
Αναφορικικά με την Cour de Cassation, arrêt du 12 juillet 2019 η εν λόγω απόφαση έκρινε ότι οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης πρέπει να διασφαλίζουν τη συγκατάθεση των χρηστών για τη χρήση των δεδομένων τους. Η τεχνολογία φέρνει νέες προκλήσεις που απαιτούν ισχυρή νομοθετική και δικαστική παρέμβαση. Οι γαλλικές αρχές, όπως η CNIL, διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην επιβολή του GDPR και την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών.
Συνοψίζοντας, η προστασία της ιδιωτικής ζωής παραμένει ένας θεμελιώδης πυλώνας του γαλλικού δικονομικού συστήματος, αλλά η αλματώδης πρόοδος της τεχνολογίας και οι συγκρούσεις με άλλα δικαιώματα απαιτούν ευέλικτες νομικές λύσεις. Η ισορροπία μεταξύ ιδιωτικής ζωής και ελευθερίας της έκφρασης συνιστά αέναη πρόκληση για τη γαλλική έννομη τάξη.
Το δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής αποτελεί έναν ακρογωνιαίο λίθο της γαλλικής και ευρωπαϊκής έννομης τάξης, με βαθιές ρίζες στο δίκαιο και τη φιλοσοφία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η καθιέρωσή του στο άρθρο 9 του Γαλλικού Αστικού Κώδικα και η εμβάθυνση της προστασίας του μέσω του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδεικνύουν τη μείζονα σημασία του για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την προσωπική αυτονομία.
Η γαλλική νομολογία, ενσωματώνοντας διεθνείς αρχές, έχει αναπτύξει μια δυναμική προστασία της ιδιωτικής ζωής, αναγνωρίζοντας τη σημασία της σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο κοινωνικό και τεχνολογικό περιβάλλον. Οι αποφάσεις του Cour de Cassation και του Conseil d’État, καθώς και οι επιταγές του ΕΔΔΑ, έχουν διαμορφώσει ένα ισχυρό πλέγμα προστασίας που καλύπτει ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων: από την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής των δημόσιων προσώπων μέχρι την ασφάλεια προσωπικών δεδομένων στον ψηφιακό κόσμο.
Ωστόσο, η επί του πρακτέου εφαρμογή του δικαιώματος αυτού συχνά απαιτεί μια δύσκολη ισορροπία μεταξύ αντικρουόμενων συμφερόντων. Η ελευθερία του Τύπου, κατοχυρωμένη στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ[5] και η κοινωνική ανάγκη για ενημέρωση μπορεί να συγκρούονται με την προστασία της ιδιωτικής ζωής. Οι αποφάσεις όπως η Affaire Paparazzi και η Von Hannover κατά Γερμανίας καταδεικνύουν την αναγκαιότητα εξισορρόπησης αυτών των δικαιωμάτων μέσα από την αρχή της αναλογικότητας.
Επιπλέον, η ανάπτυξη της τεχνολογίας, των κοινωνικών δικτύων και των εργαλείων ανάλυσης δεδομένων (big data) θέτει νέες προκλήσεις. Η εφαρμογή του GDPR έχει ενισχύσει την προστασία των προσωπικών δεδομένων, αλλά η πλήρης συμμόρφωση από τις τεχνολογικές πλατφόρμες παραμένει ανοιχτό ζήτημα, όπως αποδεικνύουν υποθέσεις όπως η Google Spain κατά Gonzalez.
Το μέλλον της προστασίας της ιδιωτικής ζωής εξαρτάται από τη δυνατότητα του δικαίου να προσαρμόζεται σε νέες πραγματικότητες. Η τεχνητή νοημοσύνη, το metaverse και οι αυξανόμενες δυνατότητες παρακολούθησης απαιτούν την ενίσχυση του νομικού πλαισίου, ώστε να διασφαλίζεται η αυτονομία του ατόμου σε όλες τις πτυχές της ζωής του.
Εν κατακλείδι, η προστασία της ιδιωτικής ζωής στη γαλλική έννομη τάξη παραμένει ισχυρή, αλλά η αποτελεσματική εφαρμογή της εξαρτάται από τη διαρκή εγρήγορση του νομοθέτη, των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών. Σε μια εποχή όπου η τεχνολογία μπορεί να απειλήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, κρίνεται αδήριτη ανάγκη το δίκαιο να αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας απέναντι στις παραβιάσεις, διασφαλίζοντας την ισορροπία μεταξύ της ιδιωτικής ζωής και των άλλων κοινωνικών αναγκών.
____________
Bibliographie
1. Textes législatifs et réglementaires
CODE CIVIL, article 9, Loi n° 70-643 du 17 juillet 1970.
RÈGLEMENT (UE) 2016/679 du Parlement européen et du Conseil du 27 avril 2016 (GDPR).
2. Conventions internationales
CONSEIL DE L’EUROPE, Convention de sauvegarde des droits de l’homme et des libertés fondamentales, Rome, 1950.
3. Jurisprudence
A. Cour Européenne des Droits de l’Homme (CEDH)
CEDH, Affaire Von Hannover c. Allemagne, arrêt du 24 juin 2004.
CEDH, Affaire Niemietz c. Allemagne, arrêt du 16 décembre 1992.
CEDH, Affaire Axel Springer AG c. Allemagne, arrêt du 7 février 2012.
B. Cour de Justice de l’Union Européenne (CJUE)
CJUE, Affaire Google Spain SL c. González, arrêt du 13 mai 2014.
4. Documents administratifs et rapports
CNIL, Le rôle de la CNIL dans l'application du RGPD, Paris, 2018.
[1] Chacun a droit au respect de sa vie privée. Les juges peuvent, sans préjudice de la réparation du dommage subi, prescrire toutes mesures, telles que séquestre,
saisie et autres, propres à empêcher ou faire cesser une atteinte à l'intimité de la vie privée
: ces mesures peuvent, s'il y a urgence, être ordonnées en référé.
[2] Toute personne a droit au respect de sa vie privée et
familiale, de son domicile et de ses communications
[3] Toute personne a droit au respect de sa vie privée et
familiale, de son domicile et de sa correspondance
Σχόλια