Η διάκριση μεταξύ περιουσιακών και εξωπεριουσιακών δικαιωμάτων / La distinction entre les droits patrimoniaux et extrapatrimoniaux
Συντάκτης: Γεράσιμος Έξαρχος, Φοιτητής Νομικής, Πανεπιστήμιο Σορβόννης (Université Sorbonne Paris Nord)
Σύμφωνα με τον Montesquieu,“Η ελευθερία είναι το δικαίωμα να κάνεις ό,τι επιτρέπει ο νόμος”. Η εν λόγω σκέψη αποτυπώνει τη θεμελιώδη ισορροπία που επιδιώκει το δίκαιο ανάμεσα στην προστασία της ιδιοκτησίας και την εξασφάλιση της προσωπικότητας, δύο δικαιώματα που καθορίζουν την ανθρώπινη ελευθερία μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο.
Στο γαλλικό δίκαιο, τα δικαιώματα διακρίνονται σε περιουσιακά (droits patrimoniaux) και εξωπεριουσιακά (droits extrapatrimoniaux), με βάση τη δυνατότητα αποτίμησής τους σε οικονομική αξία και τη σύνδεσή τους με την ανθρώπινη προσωπικότητα. Αυτή η διάκριση συνιστά ακρογωνιαίο λίθο, καθώς καθορίζει τη φύση, το καθεστώς και την προστασία των δικαιωμάτων, τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.Τα περιουσιακά δικαιώματα είναι εκείνα τα οποία εντάσσονται στην περιουσία ενός προσώπου και χαρακτηρίζονται από τη δυνατότητα αποτίμησης σε χρηματική αξία. Αποτελούν τη βάση της συναλλακτικής ζωής και της οικονομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με τον Δρ. Νομικής, Απόστολο Γεωργιάδη ο νόμος χρησιμοποιεί τον όρο περιουσία άλλοτε με την ευρεία του και άλλοτε με τη στενή του έννοια. Συνεπώς, είναι ζήτημα ερμηνείας της κάθε διάταξης η διαπίστωση, ποιο είναι το νόημα του όρου στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στην ευρεία της έννοια η περιουσία είναι το σύνολο των έννομων σχέσεων και πραγματικών καταστάσεων του προσώπου που επιδέχονται χρηματική αποτίμηση. Υπό τη πλατιά σημασία του όρου, η περιουσία περιλαμβάνει όχι μόνο δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις, ακόμη και τις πραγματικές καταστάσεις εφόσον είναι δεκτικές χρηματικής αποτίμησης. Εν προκειμένω, στο γαλλικό δίκαιο, η περιουσία (patrimoine) είναι ένα σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αποτιμώνται οικονομικά και ανήκουν σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Τα βασικά χαρακτηριστικά των περιουσιακών δικαιωμάτων είναι η αποτίμηση σε χρήμα (évaluation en argent). Η αποτίμηση αποτελεί το κύριο κριτήριο για την ένταξη ενός δικαιώματος στα περιουσιακά, σύμφωνα με την έννοια του patrimoine (άρθρο 2284 C.Civ)[1] Τα περιουσιακά δικαιώματα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγών, όπως η πώληση, η δωρεά, ή η μεταβίβαση λόγω θανάτου. Επιπρόσθετα, συμπεριλαμβάνονται τα κατασχέσιμα και παραγραπτά, στα οποία οι πιστωτές του δικαιούχου μπορούν να διεκδικήσουν την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους από την περιουσία του. Υπόκεινται σε παραγραφή (prescription), δηλαδή τα δικαιώματα μπορεί να χαθούν με την πάροδο του χρόνου.
Οι κατηγορίες περιουσιακών δικαιωμάτων εμπεριέχουν τα εμπράγματα δικαιώματα (droits réels), τα οποία παρέχουν άμεση εξουσία πάνω σε πράγματα (άρθρο 544 C.Civ)[2]. Επί παραδείγματι, η κυριότητα. Σύμφωνα με τον Δρ. Νομικής Γεωργιάδη, ο ΑΚ δεν δίνει απευθείας ορισμό της κυριότητας. Με την έννοια όμως του εμπράγματου δικαιώματος και τις εξουσίες του κυρίου, συνάγεται ότι η κυριότητα είναι αναγνωριζόμενη από το νόμο άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο πράγμα. Σύμφωνα με άλλη διατύπωση, κυριότητα είναι ευρύτατο κατά περιεχόμενο εμπράγματο δικαίωμα που παρέχει στον δικαιούχο όλες τις εξουσίες πάνω στο πράγμα, εφόσον αυτές δεν έχουν αφαιρεθεί με νόμο ή δικαιοπραξία. Επιπλέον, η επικαρπία σύμφωνα με τον Διδάκτωρ Νομικής Βλαστό, είναι το εμπράγματο δικαίωμα, σύμφωνα με το περιεχόμενο του οποίου ο δικαιούχος (επικαρπώτης) έχει την εξουσία για πλήρη χρήση και κάρπωση ξένου πράγματος, χωρίς να θίγει την ουσία του. Αντικείμενο της επικαρπίας είναι επομένως η άντληση εκτεταμένης (όχι ορισμένης) ωφέλειας από την όλη υπόσταση του πράγματος. Υποκείμενο της επικαρπίας είναι πάντα ένα ορισμένο πρόσωπο ως δικαιούχος.
Επιπροσθέτως, τα ενοχικά δικαιώματα (droits personnels), συνιστούν την έννομη σχέση κατά την οποία ένα πρόσωπο έχει απέναντι σε ένα άλλο την υποχρέωση προς παροχή. Η ενοχή συνδέεται έτσι με δύο πρόσωπα. Από αυτά το ένα που έχει την υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή (ενοχική υποχρέωση) ονομάζεται οφειλέτης και το άλλο που έχει δικαίωμα να ζητήσει την εκπλήρωση της (ενοχικό δικαίωμα), δανειστής ή πιστωτής. Φερ ειπείν, το δικαίωμα απαίτησης πληρωμής.
Τα εξωπεριουσιακά δικαιώματα είναι εκείνα τα οποία δεν αποτιμώνται σε χρήμα, καθώς συνδέονται άμεσα με την ανθρώπινη ύπαρξη, την προσωπικότητα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Αν και δεν έχουν οικονομικό χαρακτήρα, η προσβολή τους μπορεί να οδηγήσει σε αποζημίωση. Τα βασικά χαρακτηριστικά των εξωπεριουσιακών δικαιωμάτων είναι αρχικώς τα μη αποτιμήσιμα, δηλαδή αντιπροσωπεύουν αξίες υπεράνω οικονομικής εκτίμησης, λόγου χάρη, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια (άρθρο 16-1 C.Civ).[3]Είναι μη μεταβιβάσιμα και μη κατασχέσιμα, καθώς δεν μπορούν να εκχωρηθούν ή να αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγών. Εξαιρούνται από κάθε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Τα απαράγραπτα δεν χάνονται λόγω παρέλευσης χρόνου, καθώς αποτελούν διαρκή χαρακτηριστικά της προσωπικότητας. Στις κατηγορίες εξωπεριουσιακών δικαιωμάτων συμπεριλαμβάνονται τα δικαιώματα προσωπικότητας (droits de la personnalité), τα οποία προασπίζουν στοιχεία της προσωπικότητας, όπως η ιδιωτική ζωή (άρθρο 9 C.Civ)[4]και το δικαίωμα στην εικόνα. Επιπλέον, τα ανθρώπινα δικαιώματα αναγνωρίζονται από τη Διακήρυξη του 1789 και περιλαμβάνουν την ελευθερία, την ισότητα και την ασφάλεια.
Η διάκριση μεταξύ περιουσιακών και εξωπεριουσιακών δικαιωμάτων αποτελεί θεμελιώδη δομή του γαλλικού δικαίου, η οποία δεν προέκυψε αυτόνομα, αλλά διαμορφώθηκε μέσα από μια μακρά ιστορική διαδικασία, επηρεασμένη από κοινωνικές, νομικές και φιλοσοφικές εξελίξεις. Η εννοιολογική θεμελίωση της διάκρισης ανάγεται στις αρχές του 19ου αιώνα, με την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα του 1804 (Code Civil), ενώ παράλληλα αντλεί τη φιλοσοφική της βάση από τις επαναστατικές αρχές της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (Déclaration des Droits de l’Homme et du Citoyen) του 1789.
Η παρούσα ιστορική αναδρομή επιχειρεί να αναδείξει την εξέλιξη των εννοιών της περιουσίας και της προσωπικότητας, αποκαλύπτοντας πώς η νομική επιστήμη κατέστησε δυνατή τη θεσμική τους διάκριση. Θα εξεταστούν οι αρχές που θεμελιώνουν τη θεωρία της ενότητας της περιουσίας (universalité de droit), οι προσαρμογές της στις κοινωνικές ανάγκες και οι επιρροές από το συγκριτικό δίκαιο. Παράλληλα, θα αναλυθεί η σταδιακή ενίσχυση της προστασίας των εξωπεριουσιακών δικαιωμάτων, ως αντανάκλαση της ανθρωποκεντρικής προσέγγισης του γαλλικού νομικού συστήματος. Μέσω αυτής της ιστορικής διαδρομής, αναδεικνύεται η διαρκής αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της διασφάλισης της οικονομικής σταθερότητας και λειτουργικότητας. Αρχικά, οι Ρωμαίοι έδωσαν έμφαση στην αποτίμηση της περιουσίας (patrimonium) ως εργαλείο πιστωτικής ικανότητας, ενώ οι μη περιουσιακές αξίες, όπως η τιμή και η φήμη, προστατεύονταν μέσω θεσμών, όπως η actioiniuriarum (αγωγή προσβολής).
Στον μεσαίωνα, το ρωμαϊκό δίκαιο αναβίωσε μέσω των glossatoresκαι των σχολιαστών, αλλά τα δικαιώματα εξελίχθηκαν υπό την επιρροή της Εκκλησίας. Η Εκκλησία προώθησε την ηθική και πνευματική διάσταση της ανθρώπινης προσωπικότητας, τονίζοντας την προστασία της τιμής και της φήμης ως εξωπεριουσιακών αξιών και την περιορισμένη χρήση περιουσιακών δικαιωμάτων, προωθώντας την ηθική χρήση της περιουσίας υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων. Η έννοια της περιουσίας παρέμεινε συνδεδεμένη με την αριστοκρατία και τη γη, ενώ τα εξωπεριουσιακά δικαιώματα εκφράστηκαν μέσα από ηθικούς και θρησκευτικούς κανόνες.
Η Γαλλική Επανάσταση (1789) σηματοδότησε μια νέα προσέγγιση στα δικαιώματα. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (Déclaration des droits de l’homme et du citoyen) του 1789 θέσπισε θεμελιώδεις αρχές. Τα Περιουσιακά Δικαιώματα κατοχυρώθηκαν ως αναπαλλοτρίωτα και ιερά (άρθρο 17), ενώ στα εξωπεριουσιακά δικαιώματα αναγνωρίστηκαν δικαιώματα όπως η ελευθερία, η ισότητα, και η ασφάλεια, που συνδέονται με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αυτή η περίοδος εισήγαγε την έννοια του ατόμου ως ανεξάρτητου φορέα δικαιωμάτων, τόσο περιουσιακών όσο και εξωπεριουσιακών.
Ο Κώδικας Ναπολέοντα (Code Civil) του 1804 αποτέλεσε την πρώτη συστηματική νομοθετική αποτύπωση της διάκρισης. Τα περιουσιακά δικαιώματα (Droits Patrimoniaux) κατηγοριοποιήθηκαν σε εμπράγματα (κυριότητα, επικαρπία, υποθήκες) και ενοχικά (συμβάσεις, απαιτήσεις). Επικεντρώθηκαν στην εμπορευσιμότητα και την αποτίμηση σε χρήμα. Τα Εξωπεριουσιακά Δικαιώματα (Droits Extrapatrimoniaux) δεν αναγνωρίστηκαν άμεσα ως ξεχωριστή κατηγορία, αλλά προστατεύονταν έμμεσα, κυρίως μέσω της απαγόρευσης παραβίασης της τιμής και της φήμης. Ο Κώδικας ανέδειξε τη σημασία της περιουσίας για την πιστωτική ικανότητα των προσώπων (άρθρο 2284 C.Civ),[5]ενώ τα εξωπεριουσιακά δικαιώματα θεωρήθηκαν άρρηκτα συνδεδεμένα με την προσωπικότητα.
Οι νομικοί Aubry και Rau διατύπωσαν τη θεωρία της ενότητας της περιουσίας (universalité de droit), εισάγοντας τις αρχές της Αναγκαίας ύπαρξης περιουσίας, συμφωνα με την οποια κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει να διαθέτει περιουσία. Η μοναδικότητα της περιουσίας συνιστά ότι ένα πρόσωπο μπορεί να διαθέτει μόνο μία περιουσία. Παρά ταύτα, υφίστανται ο αδιαίρετος χαρακτήρας της περιουσίας, καθώς η περιουσία περιλαμβάνει ενεργητικό και παθητικό ως ενιαίο σύνολο. Η θεωρία αυτή κυριάρχησε στο γαλλικό δίκαιο αν και αντιμετώπισε περιορισμούς σε συγκριτικό επίπεδο. Ο 20ός αιώνας σηματοδότησε τη σταδιακή αναγνώριση των εξωπεριουσιακών δικαιωμάτων ως αυτοτελούς κατηγορίας τη Προστασία της ιδιωτικής ζωής.
Η νομική προστασία της ιδιοκτησίας και των δικαιωμάτων της προσωπικότητας έχει τις ρίζες της στον Code Civil του 1804, ο οποίος έθεσε τη βάση για τις έννοιες της ατομικής ελευθερίας και της κοινωνικής ευθύνης. Ωστόσο, οι εξελίξεις στη νομολογία και οι κοινωνικές μεταβολές του 20ού και 21ου αιώνα, όπως η προστασία της ιδιωτικής ζωής και η αυξημένη σημασία της ψηφιακής ιδιοκτησίας, απαιτούν συνεχή αναθεώρηση και προσαρμογή του δικαίου.Άρθρο9 C.Civ)
Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στη διάκριση μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών δικαιωμάτων, όπως αυτή εφαρμόζεται στο γαλλικό δίκαιο, εστιάζοντας στη σχέση τους με την έννοια της περιουσίας ως νομικής οντότητας (universalité de droit). Το θέμα είναι ιδιαίτερα επίκαιρο, καθώς η εξέλιξη της νομοθεσίας, όπως η εισαγωγή της περιουσίας ειδικής ανάθεσης (patrimoine d’affectation) και οι νέες μορφές προστασίας δικαιωμάτων, όπως η "fiducie", τροποποιούν την κλασική θεωρία της ενότητας της περιουσίας και ενισχύουν την ανάγκη προσαρμογής του δικαίου στις σύγχρονες οικονομικές και κοινωνικές απαιτήσεις. Επιπλέον, οι προκλήσεις που προκύπτουν από την ψηφιακή εποχή και την προστασία της ιδιωτικής ζωής καθιστούν τη διάκριση αυτή ιδιαίτερα σημαντική τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο.
Θα μπορούσαμε λοιπόν ευλόγως να αναρωτηθούμε πώς διασφαλίζεται η ισορροπία ανάμεσα στην έννοια των περιουσιακών και εξωπεριουσιακών δικαιωμάτων στο γαλλικό δίκαιο και πώς η προαναφερθείσα επηρεάζεται από τις σύγχρονες κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις;
Η ανάλυση του θέματος θα βασιστεί σε δύο μείζονες πτυχές. (Ι) Την εξέταση των θεωρητικών βάσεων και της εξέλιξης των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και προσωπικότητας και (ΙΙ) τις νομικές πτυχές που τα διαφοροποιούν, αλλά και περιπτώσεις όπου τα δύο δικαιώματα αλληλοκαλύπτονται, δημιουργώντας νομικές προκλήσεις και εξελικτικές ανάγκες για το γαλλικό δίκαιο.
Ι. Η έννοια της περιουσίας και τα περιουσιακά δικαιώματα
Η περιουσία αποτελεί το κύριο μέσο πιστωτικής ικανότητας και η δομή της στηρίζεται στα περιουσιακά δικαιώματα, τα οποία συνιστούν τη βάση της οικονομικής δραστηριότητας.
Η περιουσία (patrimoine) στο γαλλικό δίκαιο συνιστά θεμελιώδη έννοια, η οποία συνδέεται άρρηκτα με τη νομική προσωπικότητα και διαμορφώνει τη βάση της οικονομικής λειτουργίας της έννομης τάξης. Ορίζεται ως το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός προσώπου, αποτιμώμενο σε χρηματική αξία και αντιμετωπίζεται ως ενιαία νομική οντότητα (universalité de droit). Αυτή η ενιαία φύση της περιουσίας θεμελιώνεται στο άρθρο 2284 του Αστικού Κώδικα(C.Civ), το οποίο καθιερώνει την αρχή της γενικής εγγύησης (gage général): «Quiconque s’est obligé personnellement, est tenu de remplir son engagement sur tous ses biens mobiliers et immobiliers, présents et à venir». Βάσει της προαναφερθείσας αρχής, οι δανειστές έχουν δικαίωμα να στραφούν κατά οποιουδήποτε στοιχείου της περιουσίας του οφειλέτη, γεγονός που καθιστά την περιουσία κρίσιμη για την πιστωτική ικανότητα και την οικονομική σταθερότητα των συναλλαγών.
Η θεωρία της περιουσίας ως universalité de droit, που αναπτύχθηκε από τους Aubry και Rau κατά τον 19ο αιώνα, εισήγαγε τρεις βασικές αρχές. Αρχικώς, η περιουσία συνδέεται αποκλειστικά με τα υποκείμενα δικαίου, καθώς κάθε υποκείμενο διαθέτει μία και μόνο περιουσία, και η περιουσία είναι αδιαίρετη. Η σύνδεση της περιουσίας με τη νομική προσωπικότητα υποδηλώνει ότι μόνο τα υποκείμενα δικαίου, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, μπορούν να έχουν περιουσία, ενώ η αρχή της μοναδικότητας διασφαλίζει τη συνοχή και τη διαφάνεια στις συναλλαγές, καθώς οι δανειστές μπορούν να στραφούν εναντίον οποιουδήποτε στοιχείου της περιουσίας. Παρά ταύτα, η αρχή της αδιαίρετης φύσης της περιουσίας, αν και θεμελιώδης, έχει υποστεί περιορισμούς και εξαιρέσεις, προσαρμοζόμενη στις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας.
Οι εξαιρέσεις από την ενότητα της περιουσίας αντικατοπτρίζουν τη δυναμική εξέλιξη του γαλλικού δικαίου. Μία από τις πιο σημαντικές εξαιρέσεις είναι η περιουσία ειδικής ανάθεσης (patrimoine d’affectation), η οποία εισήχθη με τον νόμο της 15ης Ιουλίου 2010 και προβλέπεται στα άρθρα L.526-7 και επόμενα του Εμπορικού Κώδικα (C.Com)[6]. Ο θεσμός αυτός επιτρέπει στους επαγγελματίες που λειτουργούν ως ατομικές επιχειρήσεις (EIRL - Entreprise Individuelle à Responsabilité Limitée) να διαχωρίζουν την επαγγελματική τους περιουσία από την προσωπική τους, προστατεύοντας την τελευταία από διεκδικήσεις δανειστών που σχετίζονται με την επαγγελματική δραστηριότητα. Με τον τρόπο αυτό, εξασφαλίζεται η προστασία της προσωπικής περιουσίας, ενώ τα χρέη που προκύπτουν από την επαγγελματική δραστηριότητα ικανοποιούνται αποκλειστικά από την περιουσία ειδικής ανάθεσης.
Μια άλλη σημαντική εξαίρεση αποτελεί η προστασία της κύριας κατοικίας των επαγγελματιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο L.526-1 C.Com[7]. Η κύρια κατοικία μπορεί να κηρυχθεί ακατάσχετη για επαγγελματικά χρέη, εφόσον έχει δηλωθεί στα δημόσια μητρώα. Αυτό το μέτρο ενισχύει την προστασία της προσωπικής και οικογενειακής ζωής του οφειλέτη, παρέχοντας μια θεσμική εγγύηση εναντίον υπέρμετρης επιβάρυνσης της προσωπικής περιουσίας του για επαγγελματικά χρέη.
Επιπροσθέτως, ο θεσμός της fiducie, που εισήχθη με τον νόμο της 19ης Φεβρουαρίου 2007 και προβλέπεται στα άρθρα 2011 και επόμενα του Αστικού Κώδικα (C.Civ)[8], εισάγει τη δυνατότητα δημιουργίας ξεχωριστής περιουσίας μέσω της μεταβίβασης στοιχείων σε έναν διαχειριστή (fiduciaire) για λογαριασμό ενός τρίτου (bénéficiaire). Η fiducie δημιουργεί μια ανεξάρτητη περιουσία, η οποία προστατεύεται από τις διεκδικήσεις των δανειστών του διαθέτη και λειτουργεί ως εξαιρετικό εργαλείο για τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων σε σύνθετες οικονομικές σχέσεις.
Η αλληλεξάρτηση μεταξύ περιουσίας και νομικής προσωπικότητας στο γαλλικό δίκαιο αντικατοπτρίζει τη διαχρονική προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ της προστασίας των δανειστών και της διασφάλισης των δικαιωμάτων του οφειλέτη. Οι εξαιρέσεις που εισάγονται στη θεωρία της ενότητας της περιουσίας αποδεικνύουν την ικανότητα του γαλλικού νομικού συστήματος να προσαρμόζεται στις εξελισσόμενες ανάγκες της κοινωνίας, διατηρώντας ταυτόχρονα τη συνοχή και τη λειτουργικότητα του δικαίου. Συνολικά, η περιουσία στο γαλλικό δίκαιο παραμένει ένας ζωντανός και προσαρμοστικός θεσμός, ο οποίος εξυπηρετεί τις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες διατηρώντας τις θεμελιώδεις αρχές της έννομης τάξης.
B. Τα Περιουσιακά Δικαιώματα
Τα περιουσιακά δικαιώματα (droits patrimoniaux) αποτελούν τον πυρήνα της οικονομικής λειτουργίας του γαλλικού δικαίου και διακρίνονται σε δύο θεμελιώδεις κατηγορίες: τα εμπράγματα (droits réels) και τα ενοχικά δικαιώματα (droits personnels). Η διάκριση αυτή βασίζεται στη φύση της εξουσίας που παρέχουν και στις σχέσεις που δημιουργούν, καθορίζοντας με ακρίβεια τη νομική τους προστασία και εφαρμογή.
Τα εμπράγματα δικαιώματα (droits réels) προσδίδουν άμεση και αποκλειστική εξουσία επί ενός πράγματος, η οποία δεν εξαρτάται από τη μεσολάβηση τρίτου προσώπου. Χαρακτηρίζονται από την απόλυτη φύση τους (erga omnes), καθώς επιβάλλονται έναντι πάντων. Το άρθρο 544 του Αστικού Κώδικα (C.Civ)[9]ορίζει την κυριότητα, το πληρέστερο εμπράγματο δικαίωμα, ως το δικαίωμα «να απολαμβάνει και να διαθέτει κανείς τα πράγματα κατά τον πλέον απόλυτο τρόπο, εφόσον η χρήση τους δεν αντίκειται σε νόμους ή κανονισμούς». Η κυριότητα περιλαμβάνει τρεις βασικές εξουσίες: τη χρήση του πράγματος (usus), την κάρπωση των ωφελημάτων του (fructus) και τη διάθεσή του (abusus). Οι εξουσίες αυτές αποτελούν τη βάση για τη ρύθμιση της ιδιοκτησίας, τόσο σε κινητά όσο και σε ακίνητα αγαθά, διασφαλίζοντας την εμπορευσιμότητά τους στο πλαίσιο της οικονομικής δραστηριότητας.
Πέρα από την πλήρη κυριότητα, το γαλλικό δίκαιο προβλέπει ειδικές μορφές εμπράγματων δικαιωμάτων, όπως η επικαρπία (usufruit) και η ψιλή κυριότητα (nue-propriété), που ρυθμίζονται στα άρθρα 578–624 C.Civ[10]. Η επικαρπία συνιστά δικαίωμα χρήσης και κάρπωσης του πράγματος, χωρίς όμως δικαίωμα διάθεσης, το οποίο ανήκει στον ψιλό κύριο. Ο διαχωρισμός αυτός επιτρέπει την ταυτόχρονη άσκηση διαφορετικών εξουσιών από περισσότερα πρόσωπα επί του ιδίου πράγματος, διατηρώντας την οικονομική αξία του.
Επιπλέον, η πραγματική δουλεία (servitudes), σύμφωνα με τον Δημοσθένους, σχόλιο ΕΕΝ 26, 653, υποκείμενο του δικαιώματος είναι ο εκάστοτε κύριος του εξυπηρετούμενου ακινήτου. Στη περίπτωση των πραγματικών δουλειών, υπάρχουν πάντα δύο ακίνητα. Το ωφελούμενο ακίνητο που ονομάζεται δεσπόζον και το ακίνητο το οποίο προέρχεται η ωφέλεια που καλείται δουλεύον. Ρυθμίζεται στα άρθρα 637–710 C.Civ,[11] επιβάλλει ένα βάρος σε ακίνητο (δουλεύον ακίνητο) υπέρ άλλου ακινήτου (δεσπόζον ακίνητο). Επί παραδείγματος, η δουλεία διέλευσης (servitude de passage) παρέχει το δικαίωμα διέλευσης μέσω γειτονικού ακινήτου, εξυπηρετώντας τις ανάγκες του δεσπόζοντος ακινήτου. Τα δικαιώματα αυτά ρυθμίζουν τη χρήση ακινήτων με γνώμονα την αρμονική εξυπηρέτηση διαφορετικών συμφερόντων, ενισχύοντας την οικονομική λειτουργικότητα της ιδιοκτησίας.
Τα ενοχικά δικαιώματα (droits personnels), από την άλλη, βασίζονται σε νομικές σχέσεις μεταξύ δύο προσώπων, όπου ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από τον οφειλέτη την παροχή μιας συγκεκριμένης υπηρεσίας, πράξης ή παράλειψης. Το άρθρο 1163 C.Civ[12]ορίζει ότι το αντικείμενο της υποχρέωσης πρέπει να είναι καθορισμένο ή τουλάχιστον καθορίσιμο, εξασφαλίζοντας τη σαφήνεια και την ασφάλεια των συναλλακτικών σχέσεων. Τα ενοχικά δικαιώματα είναι σχετικής φύσης, καθώς δεσμεύουν μόνο τα μέρη της σχέσης (inter partes) και δεν επιβάλλονται έναντι τρίτων, όπως συμβαίνει με τα εμπράγματα.
Στο πλαίσιο της διασφάλισης των ενοχικών σχέσεων, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι ασφάλειες. Σύμφωνα με τον Λ. Γεωργακόπουλο, (Η κτηματική πίστις) κάθε πιστοδότηση είναι συνυφασμένη με τον κίνδυνο της μη είσπραξης του κάθε ποσού της πίστωσης και των τόκων του. Από τον κίνδυνο αυτό να πάψει τις πληρωμές ο οφειλέτης (πιστολήπτης) ή να βρεθεί σε αδυναμία πληρωμής, επιδιώκει να εξασφαλιστεί ο δανειστής (πιστοδότης) εξαρτώντας τη χορήγηση της πίστωσης από την παροχή κατάλληλων και ικανών ασφαλειών. Αυτές διακρίνονται σε εμπράγματες και προσωπικές. Οι εμπράγματες ασφάλειες, όπως το ενέχυρο (gage) και η υποθήκη (hypothèque), προσδίδουν στον δανειστή προνομιακή εξουσία επί ενός συγκεκριμένου πράγματος, το οποίο λειτουργεί ως εγγύηση για την ικανοποίηση της απαίτησής του. Αντίθετα, οι προσωπικές εγγυήσεις (cautionnement), παρόλο που δεν αποτελούν εμπράγματα δικαιώματα, παρέχουν σημαντική προστασία στον δανειστή, επιτρέποντάς του να στραφεί εναντίον του εγγυητή σε περίπτωση αφερεγγυότητας του κύριου οφειλέτη.
H διάκριση μεταξύ εμπράγματων και ενοχικών δικαιωμάτων είναι θεμελιώδης για την κατανόηση της νομικής και οικονομικής λειτουργίας των περιουσιακών δικαιωμάτων. Τα εμπράγματα δικαιώματα εστιάζουν στη σχέση προσώπου-πράγματος και διασφαλίζουν την εμπορευσιμότητα και τη σταθερότητα της ιδιοκτησίας. Τα ενοχικά, από την άλλη, ρυθμίζουν τη σχέση των προσώπων, επιτρέποντας τη διευκόλυνση των συναλλαγών και την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας. Το γαλλικό δίκαιο, με την ακρίβεια και τη συστηματικότητά του, εξασφαλίζει την ισορροπία ανάμεσα σε αυτές τις δύο κατηγορίες δικαιωμάτων, προάγοντας την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα στις συναλλαγές.
ΙΙ. Εξωπεριουσιακά δικαιώματα και ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας
Τα εξωπεριουσιακά δικαιώματα (droits extrapatrimoniaux) συνιστούν τη νομική έκφραση των θεμελιωδών αξιών που απορρέουν από την ανθρώπινη προσωπικότητα και αξιοπρέπεια. Εν αντιθέσει με τα περιουσιακά δικαιώματα, τα εξωπεριουσιακά δεν αποτιμώνται οικονομικά, ούτε αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών ή εμπορικής εκμετάλλευσης. Ο χαρακτήρας τους είναι απόλυτα ανθρωποκεντρικός, καθώς συνδέονται με την ανθρώπινη ύπαρξη και προστατεύουν αγαθά που υπερβαίνουν την έννοια της οικονομικής αξίας.
Α. Φύση και Χαρακτηριστικά των Εξωπεριουσιακών Δικαιωμάτων
Τα εξωπεριουσιακά δικαιώματα προστατεύουν αξίες άρρηκτα συνδεδεμένες με την προσωπικότητα, την ύπαρξη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δεν αποτιμώνται οικονομικά, δεν είναι εμπορεύσιμα και δεν αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών ή εκτέλεσης. Η φύση τους τα καθιστά ανεκχώρητα και ανεξάρτητα από τη βούληση του δικαιούχου. Τα δικαιώματα προσωπικότητας περιλαμβάνουν την προστασία της ιδιωτικής ζωής, του σώματος, της εικόνας και άλλων πτυχών που συνδέονται με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Στο γαλλικό δίκαιο, τα δικαιώματα αυτά κατοχυρώνονται από ειδικές νομοθετικές διατάξεις.
Το άρθρο 9 του Αστικού Κώδικα (C.Civ) θεσπίζει ρητώς την προστασία της ιδιωτικής ζωής, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα κάθε ατόμου να προστατεύει τον προσωπικό του χώρο και να εμποδίζει αυθαίρετες παρεμβάσεις:«Chacun a droit au respect de sa vie privée.» Η νομολογία της Cour de Cassation στο πλαίσιο του άρθρου 9 επιβεβαιώνει ότι η μη εξουσιοδοτημένη δημοσίευση προσωπικών δεδομένων, όπως φωτογραφιών ή άλλων ευαίσθητων πληροφοριών, συνιστά παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Στην απόφαση 1re Civ., 21 Μαρτίου 2018, το δικαστήριο έκρινε ότι η δημοσίευση φωτογραφιών χωρίς τη συναίνεση του εικονιζόμενου παραβιάζει το δικαίωμά του στην ιδιωτικότητα, ακόμη και αν αυτές οι φωτογραφίες δεν είναι προσβλητικές ή δυσφημιστικές. Επιπλέον, η νομολογία αναγνωρίζει ότι οι ψηφιακές παραβιάσεις, όπως η μη εξουσιοδοτημένη δημοσίευση δεδομένων στο διαδίκτυο, προκαλούν ηθική βλάβη στα θύματα. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο έχει απονείμει αποζημιώσεις τόσο για την αποκατάσταση της ηθικής ζημίας όσο και για τη διασφάλιση της αποτροπής παρόμοιων ενεργειών στο μέλλον. Με αυτόν τον τρόπο, η Cour de Cassation προσαρμόζει το παραδοσιακό πλαίσιο προστασίας της ιδιωτικής ζωής στις ανάγκες της σύγχρονης εποχής και τις απειλές που προκύπτουν από την τεχνολογία και το διαδίκτυο.
Το δικαίωμα στην εικόνα είναι διακριτό δικαίωμα, στενά συνδεδεμένο με την σφαίρα της ιδιωτικής ζωής. Κάθε άτομο έχει δικαίωμα να ελέγχει τη χρήση της εικόνας του, ενώ οποιαδήποτε δημόσια αναπαραγωγή χωρίς τη συναίνεσή του μπορεί να οδηγήσει σε αξίωση αποζημίωσης. Η νομολογία έχει επανειλημμένα αναγνωρίσει την παραβίαση αυτού του δικαιώματος ως προσβολή εξωπεριουσιακού χαρακτήρα, ακόμη και σε περιπτώσεις δημόσιων προσώπων.
Το άρθρο 16-1 του Αστικού Κώδικα (C.Civ) θεμελιώνει το δικαίωμα σεβασμού του ανθρώπινου σώματος, αναγνωρίζοντας την απαραβίαστη φύση του: «Chacun a droit au respect de son corps. Le corps humain est inviolable.» Η διάταξη απαγορεύει την εμπορική εκμετάλλευση του ανθρώπινου σώματος και καθιστά οποιαδήποτε συναλλαγή που αφορά το σώμα ή τα μέρη του άκυρη, εξαιρουμένων ειδικών περιπτώσεων όπως η δωρεά οργάνων, που ρυθμίζονται από αυστηρές νομοθετικές προϋποθέσεις (π.χ. Νόμος Bioéthique).
Τα εξωπεριουσιακά δικαιώματα θεμελιώνονται επίσης σε υπερνομοθετικά κείμενα. Η Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (1789) καθιερώνει το δικαίωμα στην ελευθερία, στην ασφάλεια και στην αξιοπρέπεια, ενώ η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) παρέχει ευρεία προστασία μέσω των άρθρων 8 (ιδιωτική ζωή)[13] και 3 [14](απαγόρευση απάνθρωπης μεταχείρισης)
Β. Η Αλληλοεπικάλυψη Περιουσιακών και Εξωπεριουσιακών Δικαιωμάτων
Παρά την θεωρητική αυτή διάκριση των δύο δικαιωμάτων, στη σύγχρονη νομική πραγματικότητα παρατηρείται συχνά αλληλοεπικάλυψη, όπου δικαιώματα που εντάσσονται σε μία από τις δύο κατηγορίες αποκτούν χαρακτηριστικά της άλλης. Αυτή η αλληλεπίδραση είναι ιδιαίτερα εμφανής σε περιπτώσεις όπως το δικαίωμα στην εικόνα, η προστασία της ιδιωτικής ζωής και η εμπορική αξιοποίηση δικαιωμάτων προσωπικότητας.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αλληλοεπικάλυψης συνίσταται το δικαίωμα στην εικόνα (droit à l’image). Το δικαίωμα αυτό, το οποίο κατοχυρώνεται ως εξωπεριουσιακό δικαίωμα στο άρθρο 9 του Αστικού Κώδικα, προστατεύει την προσωπικότητα του ατόμου και απαγορεύει την μη εξουσιοδοτημένη χρήση της εικόνας του. Ωστόσο, όταν η εικόνα χρησιμοποιείται για εμπορικούς σκοπούς, αποκτά περιουσιακή διάσταση, καθώς η παραβίασή του μπορεί να θεμελιώσει αξιώσεις αποζημίωσης για οικονομική ζημία. Η νομολογία της Cour de Cassation (1re Civ., 21 Μαρτίου 2018) επιβεβαιώνει την αλληλεπίδραση αυτή, αναγνωρίζοντας ότι η μη εξουσιοδοτημένη χρήση της εικόνας ενός ατόμου σε εμπορικές διαφημίσεις συνιστά όχι μόνο παραβίαση της προσωπικότητάς του αλλά και αδικοπραξία βάσει του άρθρου 1240 C.Civ, θεμελιώνοντας αξιώσεις για αποκατάσταση ηθικής και υλικής ζημίας.
Παρόμοια, η προστασία της ιδιωτικής ζωής (vie privée), θεμελιώδες εξωπεριουσιακό δικαίωμα σύμφωνα με το άρθρο 9 C.Civ, συχνά αποκτά περιουσιακή διάσταση σε περιπτώσεις παραβίασης. Για παράδειγμα, η μη εξουσιοδοτημένη δημοσίευση προσωπικών δεδομένων ή φωτογραφιών στο διαδίκτυο μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη φήμη ή την επαγγελματική δραστηριότητα ενός ατόμου, προκαλώντας όχι μόνο ηθική αλλά και οικονομική ζημία. Ειδικότερα, στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή, η παραβίαση προσωπικών δεδομένων ρυθμίζεται και από το Règlement Général sur la Protection des Données (RGPD), το οποίο ενσωματώθηκε στο γαλλικό δίκαιο μέσω του Νόμου της 20ής Ιουνίου 2018. Η νομολογία, όπως η απόφαση της Cour de Cassation (1re Civ., 5 Φεβρουαρίου 2009), αναγνωρίζει την αξίωση αποζημίωσης για την παράνομη χρήση προσωπικών δεδομένων, επιβεβαιώνοντας την περιουσιακή διάσταση της παραβίασης εξωπεριουσιακών δικαιωμάτων.
Η αλληλεπικάλυψη είναι επίσης εμφανής στην εμπορική αξιοποίηση δικαιωμάτων προσωπικότητας όπως η τιμή, η φήμη και η υπόληψη (honneur et réputation). Αυτά τα δικαιώματα, αν και θεωρητικά εξωπεριουσιακά, συχνά αποκτούν οικονομική αξία σε επαγγελματικά πλαίσια. Για παράδειγμα, ένας καλλιτέχνης ή επιχειρηματίας που υφίσταται προσβολή της φήμης του μπορεί να διεκδικήσει αποζημίωση για την οικονομική ζημία που προκλήθηκε από τη μείωση της επαγγελματικής του αξιοπιστίας. Επιπλέον, όταν η προσβολή αφορά ανταγωνιστική συμπεριφορά, μπορεί να θεμελιώσει αξίωση βάσει των διατάξεων περί αθέμιτου ανταγωνισμού (concurrence déloyale).
Η γαλλική νομολογία έχει προσαρμοστεί στις νέες αυτές προκλήσεις, παρέχοντας λύσεις που εξισορροπούν τα αντικρουόμενα δικαιώματα. Ειδικά στον τομέα της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, τα δικαστήρια καλούνται συχνά να σταθμίσουν την προστασία της προσωπικότητας με την ελευθερία της έκφρασης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Η υπόθεση Von Hannover v. Germany (2004) του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποτελεί καίριο παράδειγμα, όπου η προστασία της ιδιωτικής ζωής υπερίσχυσε της ελευθερίας του Τύπου όταν επρόκειτο για προσωπικές στιγμές της πριγκίπισσας Καρολίνας του Μονακό.
Παράλληλα, θεσμοί όπως το patrimoine d’affectation και η fiducie καταδεικνύουν την ικανότητα του γαλλικού δικαίου να προσαρμόζεται στις σύγχρονες ανάγκες. Το patrimoine d’affectation επιτρέπει τη διακριτή διαχείριση περιουσιακών στοιχείων για επαγγελματικούς σκοπούς, ενώ η fiducie δημιουργεί ξεχωριστή περιουσία που προστατεύεται από τους πιστωτές. Αυτοί οι θεσμοί, παρότι αφορούν περιουσιακά δικαιώματα, συχνά συνδέονται με την προστασία της προσωπικότητας και ενισχύουν την ευελιξία του συστήματος.
Εν κατακλείδι, η διάκριση μεταξύ περιουσιακών και εξωπεριουσιακών δικαιωμάτων παραμένει θεμελιώδης στο γαλλικό δίκαιο, αναδεικνύοντας τις διαφορετικές στοχεύσεις των δύο κατηγοριών. Αφ’ ενός, την προστασία της ατομικής περιουσίας και αφ’ ετέρου την προάσπιση της προσωπικότητας. Ωστόσο, η σύγχρονη πραγματικότητα, με τις ταχύτατες κοινωνικές, τεχνολογικές και οικονομικές αλλαγές, επιβάλλει μια αναθεώρηση της παραδοσιακής προσέγγισης. Η ερμηνεία και εφαρμογή των εξωπεριουσιακών δικαιωμάτων (όπως τα δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή ή την προσωπική εικόνα) αποκτούν κεντρικό ρόλο σε μια εποχή όπου η ψηφιακή τεχνολογία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προκαλούν νέες συγκρούσεις. Παράλληλα, η διατήρηση της ισορροπίας ανάμεσα στις δύο κατηγορίες δικαιωμάτων κρίνεται επιτακτική για την ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου και την προσαρμογή του δικαίου στις αδιαλείπτως εξελισσόμενες συνθήκες. Καταληκτικά, ενώ η παραδοσιακή διάκριση διατηρεί την επιστημονική και πρακτική αξία της, απαιτείται μια πιο ευέλικτη και πολυδαίδαλη ερμηνεία, ικανή να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις της εποχής μας.
Bibliographie
CARBONNIER, Jean
Droit civil
2ème éd.
Paris
Presses Universitaires de France (PUF)
2004
AUBRY, Charles – RAU, Charles
Cours de droit civil français
Vol. 1
5ème éd.
Paris
Sirey
1917
MALAURIE, Philippe – AYNÈS, Laurent
Les Biens
7ème éd.
Collection Droit Civil
Paris
Defrénois
2020
FENOUILLET, Dominique
Droits de la personnalité
4ème éd.
Collection Manuel
Paris
Economica
2019
TERRÉ, François
Introduction au droit
6ème éd.
Collection Précis Dalloz
Paris
Dalloz
2018
TEXTES LÉGISLATIFS ET JURISPRUDENTIELS
Code civil français: Articles 9, 16-1, 544, 578–624, 637–710, 1240, 2011 et suivants, et 2284
Code de commerce français: Articles L.526-1, L.526-7 et suivants.
Décision Von Hannover v. Germany, Cour Européenne des Droits de l'Homme, 2004.
Loi du 15 juillet 2010 sur le patrimoine d’affectation.
Loi du 19 février 2007 sur la fiducie.
TEXTES INTERNATIONAUX
Déclaration des Droits de l’Homme et du Citoyen (1789).
Convention Européenne des Droits de l’Homme (Articles 8 et 10).
[1] Quiconque s'est obligé personnellement, est tenu de
remplir son engagement sur tous ses biens mobiliers et immobiliers, présents et
à venir.
[2] La propriété est le droit de jouir et disposer
des choses de la manière la plus absolue, pourvu qu'on n'en
fasse pas un usage prohibé par les lois ou par les règlements.
[3] Chacun a
droit au respect de son corps.Le corps humain est inviolable.Le corps humain,
ses éléments
et ses produits ne peuvent faire l'objet d'un droit patrimonial.
[4] Chacun a droit au respect de sa vie privée.Les juges peuvent, sans préjudice de la réparation du dommage subi, prescrire toutes mesures,
telles que séquestre, saisie et autres, propres à empêcher ou faire
cesser une atteinte à l'intimité de la vie privée : ces mesures
peuvent, s'il y a urgence, être ordonnées
en
[5] Quiconque
s'est obligé personnellement, est tenu de remplir son engagement sur tous ses
biens mobiliers et immobiliers, présents et à venir
[6] La constitution du patrimoine affecté résulte d'une déclaration effectuée : 1° Pour une activité commerciale, au registre du commerce et
des sociétésauprès duquel le
commerçant est tenu de s'immatriculer ; 2° Pour une activité relevant du secteur des métiers et de
l'artisanat, au registre national des entreprises auprès duquel le
chef d'entreprise est tenu de s'immatriculer en cette qualité ; 3° Pour une activité d'agent commercial, au registre spécial
des agents commerciaux ; 4° Pour les activités ne relevant pas des
cas prévus aux 1° à 3°, au registre spécial tenu au greffe
du tribunal de commerce ou du tribunal judiciaire statuant commercialement dans
le ressort duquel se trouve l'adresse de leur établissement principal.Lorsque
l'activité exercée par l'entrepreneur individuel est
inscrite à la fois au registre du commerce et des
sociétés et au registre national des entreprises
en tant qu'entreprise du secteur des métiers et de l'artisanat, la déclaration
est effectuée auprès du registre du commerce et des sociétés.Lorsque
l'entrepreneur individuel est transféré dans le
ressort d'un autre registre ou rattaché à un autre registre en cours
d'activité, les mentions inscrites et l'ensemble des documents publics déposés sont transférés par le précédent
organisme teneur de registre à celui
nouvellement compétent. Dans ce cas mention du transfert est portée au premier registre.
Le transfert s'effectue par voie dématérialisée et
ne donne pas lieu à émolument ou redevance.
[7] Par
dérogation aux articles 2284 et 2285 du
code civil, les droits d'une personne physique immatriculée au registre
national des entreprises sur l'immeuble où est fixée sa résidence
principale sont de droit insaisissables par les créanciers dont les droits
naissent à l'occasion de l'activité professionnelle de la personne.
Lorsque la résidence principale est utilisée en partie pour un usage
professionnel, la partie non utilisée pour un usage professionnel est de droit
insaisissable, sans qu'un état descriptif de division soit nécessaire. La
domiciliation de la personne dans son local d'habitation en application de
l'article L. 123-10 du
présent code ne fait pas obstacle à ce que ce
local soit de droit insaisissable, sans qu'un état descriptif de division soit
nécessaire.Par dérogation aux articles 2284 et 2285 du code civil, une personne
physique immatriculée au registre national des entreprises peut déclarer
insaisissables ses droits sur tout bien foncier, bâti
ou non bâti,
qu'elle n'a pas affecté à son usage professionnel. Cette déclaration, publiée
au fichier immobilier ou, dans les départements du Bas-Rhin, du Haut-Rhin et de
la Moselle, au livre foncier, n'a d'effet qu'à l'égard des
créanciers dont les droits naissent, après sa
publication, à l'occasion de l'activité professionnelle du déclarant.
Lorsque le bien foncier n'est pas utilisé en totalité
pour un usage professionnel, la partie non affectée à un
usage professionnel ne peut faire l'objet de la déclaration qu'à la
condition d'être désignée dans un état descriptif de division.L'insaisissabilité
mentionnée aux deux premiers alinéas du présent article n'est pas opposable à l'administration
fiscale lorsque celle-ci relève, à l'encontre de la personne, soit
des manœuvres frauduleuses, soit l'inobservation grave et répétée
de ses obligations fiscales.
[8]La fiducie est l'opération par laquelle un ou plusieurs constituants transfèrent des biens, des droits ou des sûretés, ou un ensemble de biens, de droits
ou de sûretés, présents ou
futurs, à un ou plusieurs fiduciaires qui, les
tenant séparés de leur patrimoine propre, agissent
dans un but déterminé au profit d'un ou plusieurs bénéficiaires.
[9] La propriété
est le droit de jouir et disposer des choses de la manière
la plus absolue, pourvu qu'on n'en fasse pas un usage prohibé par les lois ou
par les règlements.
[10] L'usufruit
est le droit de jouir des choses dont un autre a la propriété,
comme le propriétaire lui-même, mais à la charge d'en conserver la substance.
[11] Une
servitude est une charge imposée sur un héritage pour l'usage et l'utilité d'un
héritage appartenant à un autre propriétaire.
[12]
L'obligation a pour objet une prestation présente ou
future.Celle-ci doit être possible
et déterminée
ou déterminable.La prestation est déterminable
lorsqu'elle peut être déduite du contrat ou par référence
aux usages ou aux relations antérieures des parties, sans qu'un nouvel accord
des parties soit nécessaire.
[13] La
loi ne doit établir que des peines strictement et évidemment nécessaires, et
nul ne peut être puni qu'en vertu d'une loi établie et promulguée antérieurement
au délit, et légalement appliquée.
[14] Le principe de toute Souveraineté réside essentiellement dans la
Nation.Nul corps, nul individu ne peut exercer d'autorité qui n'en émane
expressément.
Σχόλια